Μετά από πρωτοφανή πτώση την περίοδο 2008-2012, η δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων σήμερα έχει καθηλωθεί σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα και συνεχίζει να μειώνεται, συμπαρασύροντας πολλούς σημαντικούς κλάδους της οικονομίας.

Επίσης, παρά τη σημαντική πτώση των τιμών των ακινήτων, ο αριθμός των συμβολαίων συναλλαγών επί ακινήτων το 2012 μειώθηκε κατά 83,3% σε σχέση με το 2005 ενώ η αναζωπύρωση της αγοράς ακινήτων εμποδίζεται από το κομφούζιο που επικρατεί στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας, με τα διάφορα νέα φορολογικά μέτρα να αποφασίζονται χωρίς εξασφάλιση της δυνατότητας επιβολής τους και χωρίς να εξετάζεται η σχέση τους με προϋπάρχοντα μέτρα που ήδη επιβαρύνουν τα ακίνητα για τον ίδιο σκοπό οδηγώντας έτσι σε υπερ-φορολόγηση, ιδιαίτερα των συνεπών φορολογουμένων.

Η αποτελεσματική φορολόγηση της πραγματικής αξίας και της υπεραξίας των ακινήτων είναι δίκαιη και αναγκαία στο βαθμό που αυτή η αξία οφείλεται σε υποδομές και υπηρεσίες που παρέχονται από το κράτος. Ωστόσο, όταν η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων διογκώνεται ανεξέλεγκτα σε μη βιώσιμα επίπεδα, όπως συμβαίνει το 2013, η κατοχή ακινήτων γίνεται πλέον ζημιογόνα για τους ιδιοκτήτες τους και μάλιστα χωρίς να υπάρχει αγορά για τη ρευστοποίηση ενός μέρους αυτών των ακινήτων. Χωρίς δε την αναζωπύρωση των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων, η αποτελεσματική εφαρμογή της όποιας φορολογίας επί των ακινήτων, και ακόμη και αυτής της ίδιας της φορολογίας εισοδήματος, δεν είναι εφικτή.

Ο σχεδιαζόμενος Ενιαίος Φόρος Ακίνητης Περιουσίας δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσον αναδιανομής εισοδήματος αλλά ως ανταποδοτικός φόρος επί συγκεκριμένου ακινήτου. Η ενδεδειγμένη φορολόγηση των ακινήτων με βάση την διεθνή εμπειρία είναι ένας φόρος όπως ο φόρος που επιβάλλεται μέσω της ΔΕΗ (ΕΕΤΗΔΕ), με τον φορολογικό συντελεστή για την πλειονότητα των ακινήτων να διαμορφώνεται σε 0,5% περίπου (από 0,3%-0,4% του ΕΕΤΗΔΕ), έτσι ώστε να είναι δυνατόν να δοθούν φορολογικές ελαφρύνσεις για μικρά ακίνητα σε περιοχές με χαμηλή αντικειμενική αξία, και το Δημόσιο να είναι σε θέση να εισπράττει περί τα €3,0 δισ. τον χρόνο από τη φορολογία των ακινήτων. Φορολογικοί συντελεστές επί της ακίνητης περιουσίας (αντί επί κάθε ακινήτου χωριστά) που ανέρχονται σε 1%-2% είναι αναποτελεσματικοί, ανεπιθύμητοι και εν πολλοίς, ανέφικτοι. Είναι δε καταστροφικοί όχι μόνον για την αγορά ακινήτων αλλά και για την οικονομία ως σύνολο.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη της Alpha Bank