Την αύξηση του πρόσφατου δανείου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των αυτοκινητοδρόμων, που πραγματοποιούνται με συμβάσεις παραχώρησης, από τα 650 εκατ. ευρώ σε ποσό άνω του ενός δισ. ευρώ τουλάχιστον, φέρεται να διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος», το υπουργείο Υποδομών και Ανάπτυξης αναμένει έγκριση του αιτήματος προς την τράπεζα, σε μία προσπάθεια να φτιάξει ένα χρηματοοικονομικό «μαξιλάρι» για την περίπτωση που οι εξελίξεις στην διαπραγμάτευση μεταξύ τραπεζών και παραχωρησιούχων για την επαναδανειοδότηση των έργων δεν είναι θετικές.
Σημειωτέον ότι πρόκειται για δάνειο, το οποίο αρχικά είχε ζητηθεί από την ΕΤΕπ για τις ανάγκες των επενδυτικών προγραμμάτων του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ) και της Αττικό Μετρό, καθώς και για την χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αναζητούνται χρήματα για την πληρωμή των αποζημιώσεων
Παράλληλα, πηγή με γνώση της συμφωνίας δημοσίου – παραχωρησιούχων, είπε στο «Βήμα» ότι τα 350 εκατ. ευρώ που θα δοθούν ως αποζημιώσεις για παραλείψεις του δημοσίου στην κατασκευή των έργων, θα αντληθούν από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και θα προέρχονται από εθνικούς πόρους, αφού οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες του ΕΣΠΑ.
Σε πρώτη φάση εκτιμάται ότι θα χορηγηθούν 150 εκατ. ευρώ, αν και μένει να διευκρινιστεί από ποια πηγή, διότι η οικονομική στενότητα του δημοσίου είναι πρωτοφανής. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, τα 150 εκατ. ευρώ αρκούν για περίπου τρεις μήνες εργασιών στα κατασκευαστικά μέτωπα των αυτοκινητοδρόμων.
Παράλληλα, ενώ η διαπραγμάτευση κράτους –εταιριών για τις αξιώσεις των παραχωρησιούχων θεωρείται λήξασα, σύμφωνα με πληροφορίες, παραμένει ανοιχτή μία άλλη διαπραγμάτευση, αυτή που αφορά τις τεχνικές αλλαγές και εκτιμάται ότι θα οδηγήσει το δημόσιο στην καταβολή τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ ακόμη.
Δεν αλλάζει η πολιτική διοδίων
Στο μεταξύ, όπως πληροφορείται «ΤΟ ΒΗΜΑ», στην διαπραγμάτευση που πραγματοποίησε ο πρωθυπουργικός σύμβουλος, κ. Ευθύμιος Βιδάλης, υπήρξαν δύο αξιοσημείωτες μετατοπίσεις από την προηγούμενη διαπραγματευτική «γραμμή» του δημοσίου.
Η πρώτη είναι ότι, εν αντιθέσει με την περίοδο του πρώην γενικού γραμματέα συγχρηματοδοτούμενων έργων, κ. Σέργιου Λαμπρόπουλου, όταν και αποφασίστηκε η πολιτική του επιμερισμού του κινδύνου και των αμοιβαίων απωλειών (το δημόσιο θα βοηθούσε ταμειακά τις παραχωρήσεις και αυτές θα είχαν χαμηλότερο ρυθμό απόδοσης της επένδυσης), με τη νέα διαπραγμάτευση ο εσωτερικός ρυθμός απόδοσης των κεφαλαίων (IRR) των παραχωρησιούχων παραμένει σταθερός.
Μία εξήγηση είναι, σύμφωνα με στέλεχος του υπουργείου Υποδομών και Ανάπτυξης, ότι ένα υψηλό IRR εκ μέρους των παραχωρησιούχων θα έκανε τις δανείστριες τράπεζες να νιώθουν ασφαλέστερες για την αποπληρωμή των δανείων τους.
Η δεύτερη μετατόπιση από την «γραμμή» του δημοσίου, που θα έχει επίπτωση και στους χρήστες του δρόμου, είναι ότι εγκαταλείπεται η εκπτωτική πολιτική για τους τακτικούς χρήστες των δρόμων και τα υπό κατασκευή τμήματα, αφού φαίνεται ότι δεν αλλάζει τίποτε στα διόδια, τα οποία παραμένουν ως έχουν στα κείμενα των συμβάσεων.
Σημειωτέον ότι έως και την κυβέρνηση του κ. Λουκά Παπαδήμου διακηρυγμένος στόχος του δημοσίου ήταν η μείωση των διοδίων κατά 33% για τις συγκεκριμένες κατηγορίες.
Η μοίρα των «κομμένων» τμημάτων
Πηγές του υπουργείου Υποδομών και Ανάπτυξης στέκονται, επίσης, στο ζήτημα του μελλοντικού σχεδιασμού των «κομμένων» τμημάτων των αυτοκινητοδρόμων, αφού προς στιγμήν θεωρούνται έργα υπό αναστολή, και υπογραμμίζει την ανάγκη να δρομολογηθούν ως έργα –γέφυρες ή να οριστούν ως κλασικά δημόσια έργα, χάριν του ορθού προγραμματισμού, διότι το 2015 αποτελεί έτος –ορόσημο, διότι εκπνέει η προθεσμία αποπεράτωσης των έργων.
Επίσης, παρατηρεί, ότι σε περίπτωση που τα εν λόγω τμήματα κοπούν από τις νέες συμβάσεις με τους παραχωρησιούχους, θα πρέπει να διασφαλιστεί από πλευράς δημοσίου ότι δεν θα μπορούν να εγερθούν οικονομικές αξιώσεις για αυτά.
Όλα θα κριθούν στις τράπεζες
Το πλέον σημαντικό, βέβαια, όπως υπογραμμίζει, είναι η τύχη που θα έχουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τραπεζών και παραχωρησιούχων, οι οποίες και θα καθορίσουν την μοίρα των έργων.
Οι ελληνικές τράπεζες, που συμμετέχουν στην δανειοδότηση των έργων, έχουν ιδιαίτερα σημαντικές προτεραιότητες, αφού η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) και η Τράπεζα Πειραιώς βάζουν όλες τους τις δυνάμεις για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, που θα τις κρατήσει ιδιωτικές (η δεύτερη όπως και η Alpha Bank «τρέχουν» επίπονες διαδικασίες συγχώνευσης), ενώ η Eurobank οδεύει προς το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Μάλιστα, η ανακεφαλοποίησή τους δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί με αποτέλεσμα οι συζητήσεις περί επαναδανειοδότησης να είναι ουσιαστικά ακόμη θεωρητικές.
Επίσης, η ΕΤΕπ, που έχει παρουσία στα έργα, καλείται να υποστηρίξει τις υποδομές της χώρας χωρίς να εκθέσει το τριπλό Άλφα (ΑΑΑ) που τις δίδουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και να «τρέξει» τα προγράμματα χρηματοδότησης μέσα από τις συχνά αργές διαδικασίες της, ενώ οι ξένες τράπεζες θεωρούν ότι θα είναι πιο εξασφαλισμένες παρέχοντας ακριβότερα δάνεια με μικρότερο ορίζοντα αποπληρωμής.
«Τα πράγματα πρέπει να πάνε καλά, διότι, με την νέα συμφωνία, εάν μία στο εκατομμύριο υπάρξει καταγγελία μίας σύμβασης παραχώρησης, τότε το δημόσιο θα βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να καταβάλει αποζημιώσεις για ένα έργο που δεν θα υπάρχει πια» υπογραμμίζει στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης, κάνοντας λόγο για την ανάγκη ιδιαίτερα λεπτών χειρισμών. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τις συμβάσεις παραχωρήσεις, η καταγγελία -είτε από τους παραχωρησιούχους είτε από το δημόσιο- ακυρώνει και κάθε αίτημα οικονομικής αξίωσης.