Το νέο ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παράταση χρόνου προκειμένου να δημιουργηθεί ένα τείχος για να αντέξει την πτώχευση και τις συνέπειές της στην ευρωζώνη, εκτιμά σε δημοσίευμά του το πρακτορείο Reuters.

Η ανάλυση ξεκινά με τη διαπίστωση ότι «η Ελλάδα είναι και επισήμως υπό την επιτήρηση της διεθνούς κοινότητας» καθώς, όπως σημειώνεται, η συμφωνία επικυρώνει ότι «ακόμα κι αν όλα εξελιχθούν βάσει σχεδίου, (η Ελλάδα) δεν θα είναι οικονομικά ανεξάρτητη για πάρα πολλά χρόνια ακόμα».

Όμως για τον αρθρογράφο Φέλιξ Σάλμον «το πρόβλημα είναι ότι κανένας έλεγχος και κανένας »ειδικός λογαριασμός» δεν μπορεί να ανορθώσει την ελληνική οικονομία όταν αυτή επιβαρύνεται με ένα υπερτιμημένο νόμισμα και δεν έχει καμία ικανότητα να εφαρμόσει κανενός είδους πολιτική στήριξης της οικονομίας».

Ο ίδιος εκτιμά ότι ακόμα και οι προβλέψεις της τρόικας στην τελευταία έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους προκαλούν «έκπληξη με την αισιοδοξία τους» σχετικά με την πιθανότητα ανάκαμψης από το 2014 και μετά.

«Από πού θα προέλθει όλη αυτή η ανάπτυξη σε μια χώρα που πλήττεται από τη μαζική υποτίμηση των μισθών;» διερωτάται ο συντάκτης του Reuters.

Συνεχίζοντας την κριτική στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης ο ίδιος επισημαίνει ότι πρακτικά «δεν θα υπάρχει ικανότητα της Ελλάδας να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές στο ορατό μέλλον εφόσον βρίσκεται σε ισχύ το σχέδιο διάσωσης».

«Ακόμα και με τα πολύ χαμηλά επιτόκια που συμφωνήθηκαν η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε» εκτιμά ο ίδιος συσχετίζοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες και το ακαθάριστο εθνικό προϊόν που παράγεται στην Ελλάδα.

Εκτός των οικονομικών στοιχείων ο αρθρογράφος εστιάζει και σε δύο ακόμα τρωτά σημεία του ευρωπαϊκού σχεδίου «τα οποία ξεφεύγουν από τον έλεγχο της τρόικας».

Το πρώτο, σύμφωνα με την εκτίμησή του, είναι ότι πιθανότατα οι ιδιώτες πιστωτές δεν θα συμμετάσχουν σε ποσοστό 95% (όπως έχει προβλεφθεί) στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους επιδεινώνοντας τις προοπτικές διαχείρισής του. Επιπλέον «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα επιδειχθεί η βούληση εφαρμογής των μέτρων από τους έλληνες πολιτικούς αλλά ούτε και ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα ανεχθεί κάτι τέτοιο».