Σημαντικά αυξημένα επίπεδα τιμών σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο θα πρέπει να αναμένουν οι αγρότες για τα σιτηρά, των οποίων ο αλωνισμός έχει ξεκινήσει από την περασμένη εβδομάδα μετ΄ εμποδίων ωστόσο, λόγω των βροχοπτώσεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς δημητριακών οι τιμές συγκέντρωσης στα αλώνια αναμένεται να κυμανθούν από 18 έως και 22 λεπτά το κιλό για το σκληρό σιτάρι (με επικρατέστερη τα 20 λεπτά), ανάλογα με την ποιότητα, η οποία και θα εξαρτηθεί από τις καιρικές συνθήκες των προσεχών κρίσιμων ημερών.

Αν έχουμε και νέες βροχές και μεταβροχικά σιτηρά, η ποιότητα θα είναι υποβαθμισμένη άρα και η τιμή. Για τα σιτηρά υψηλής ποιότητας (Σ1) η τιμή εκκίνησης είναι τα 22 λεπτά ενώ σε αρκετές περιοχές στον κάμπο οι έντονες βροχοπτώσεις οδηγούν την παραγωγή στην κτηνοτροφία αντί της βιομηχανίας ζυμαρικών με τιμές ακόμη και στα 15 λεπτά το κιλό. Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι στα αλώνια οι τιμές ξεκίνησαν από τα 13 λεπτά το κιλό, εκτοξεύθηκαν όμως στο τελευταίο τρίμηνο του 2010 μέχρι και τα 32 λεπτά, λόγω της ραγδαίας ανόδου των αγροδιατροφικών προϊόντων (commodities). Στη συνέχεια είχαμε μετά τον Μάρτιο του 2011 υποχώρηση των τιμών καθώς οι εντολές των brokers της Goldman Sachs που δίνει και τον τόνο στην αγορά των commodities άλλαξαν από «buy» σε «sell»

Και φέτος τον τόνο στην αγορά των σιτηρών θα τη δώσουν οι Ενώσεις στη Θεσσαλία, οι οποίες ωστόσο θα παίξουν το ρόλο των μεσιτών για λογαριασμό μεγάλων ιδιωτών. Οι Ενώσεις Συνεταιρισμών θα φροντίσουν για τη συγκέντρωση των σιτηρών στις αποθήκες αφού λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- αδυνατούν να πάρουν τραπεζικές εγγυήσεις για την εμπορία του προϊόντος.
Αξίζει να τονιστεί ότι η χώρα είναι πλεονασματική σε σκληρά σιτηρά και προβαίνει σε εξαγωγές περίπου του 60% της παραγόμενης ποσότητας κυρίως προς την Ιταλία, όπου το εξαιρετικής ποιότητας ελληνικό σιμιγδάλι προορίζεται για τις βιομηχανίες ζυμαρικών της γειτονικής χώρας. Βέβαια η φετινή χρονιά ενώ αναμένεται να είναι ικανοποιητική από πλευράς στρεμματικών αποδόσεων (ποσοτικά) δεν διαφαίνεται να ισχύσει το ίδιο και από πλευράς ποιοτικών χαρακτηριστικών εξαιτίας των άστατων καιρικών συνθηκών την άνοιξη. Αντίθετα στη γειτονική Ιταλία οι ενδείξεις κάνουν λόγο για μία εξαιρετική από πλευράς ποιότητας χρονιά στα σιτηρά. Η χώρα σε αντίθεση με το σκληρό είναι ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι με αποτέλεσμα πέρυσι στο εμπορικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να έχουμε μία διαρροή συναλλάγματος της τάξης των 250 εκατομμυρίων ευρώ.
Αυτός είναι και ο λόγος που πέρυσι είχαμε το παράδοξο για πρώτη φορά η τιμή του μαλακού σίτου και του κριθαριού να ξεπεράσει την τιμή των σκληρών σιτηρών. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και η απαγόρευση εξαγωγών από τη Ρωσία λόγω των πυρκαγιών αλλά και η ξηρασία στην Αυστραλία. Η στρέβλωση αυτή οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι επιδοτήσεις στα σκληρά σιτηρά ήταν υψηλότερες από ότι στα μαλακά, με αποτέλεσμα η χώρα στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να απολέσει την ποσόστωση στα μαλακά.
Η Ελλάδα παράγει ετησίως περί τους 1.000.000 τόνους σκληρού σίτου, ενώ η εγχώρια ζήτηση δεν ξεπερνά τους 400.000 τόνους. Αντίθετα η χώρα είναι ελλειμματική και στα υπόλοιπα δημητριακά (μείον 360 εκατομμύρια ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο για εισαγωγή ζωοτροφών). Το γεγονός αυτό συμπιέζει στα ύψη τις τιμές των ζωοτροφών δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στο κόστος παραγωγής για τους κτηνοτρόφους…