Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ευρωζώνη: Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ένα φάντασμα που καθημερινώς εμφανίζεται στα πρωτοσέλιδα του ευρωπαϊκού Τύπου και το οποίο αψηφώντας τα «ξόρκια» των ιθυνόντων των Βρυξελλών σπέρνει τον τρόμο στις αγορές.

Ένα φάντασμα που δικαιώνει τον Ρούσβελτ ο οποίος λίγο μετά το κραχ του 1930 δήλωνε ότι αυτό που κυρίως φοβάται είναι ο…φόβος.

Οσο ατρόμητος πάντως και αν είναι κανείς, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα η οποία καθημερινώς βεβαιώνει ότι το ξέσπασμα της κρίσης του ελληνικού χρέους αναμένεται από στιγμή σε στιγμή.

Πριν από μερικές μέρες, επί παραδείγματι, η πολύ σοβαρή ελβετική εφημερίδα «Le Temps» της Γενεύης φιλοξένησε ένα άρθρο του οικονομολόγου Ζαν Πιερ Μπεγκελέν ο οποίος διέβλεπε ότι η Ελλάδα μάλλον θα ανακοινώσει στάση πληρωμών έναντι των ξένων επενδυτών και στη συνέχεια, αποχωρώντας από το ευρώ, θα οδηγήσει την ΕΕ σε διάλυση.

Ενας άλλος γνωστός οικονομολόγος, ο Ζορζ Ουγκέ, το «μπλόγκ» του οποίου φιλοξενεί η γαλλική εφημερίδα «Le Monde», άφηνε να εννοηθεί στις 21 Απριλίου πως την Κυριακή του Πάσχα θα συνεδρίαζαν εκτάκτως οι υπουργοί οικονομίας της ευρωζώνης οι οποίοι θα ανακοίνωναν ότι «κατόπιν αιτήματος της Ελλάδας συμφωνήθηκε η διαδικασία αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους».

Ψυχραιμία

Εναντι όλων αυτών, οι ιθύνοντες των Βρυξελλών συνέστησαν εκ νέου αυτή την εβδομάδα «ψυχραιμία» και «υπομονή», ενώ παράλληλα διαβεβαίωσαν ότι το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους δεν τίθεται καν ως υπόθεση εργασίας.

Ο πρόεδρος της ΕΕ κ Χέρμαν βαν Ρομπάϊ με δηλώσεις του στην αρχή της εβδομάδας χαρακτήρισε «άδικη» την αντιμετώπιση της Ελλάδας από τις αγορές, τονίζοντας ότι θα πρέπει να της παρασχεθεί κάποια άνεση χρόνου για να επιλύσει τα προβλήματά της. Υπενθύμισε δε ότι η χώρα του, το Βέλγιο, χρειάστηκε επτά χρόνια για να μειώσει δραστικά το έλλειμμα και το χρέος της.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο συμπατριώτης του, κ Σερβάς Ντε Ρούζ, επικεφαλής ως σήμερα της κοινοτικής αντιπροσωπείας στην τρόϊκα, ο οποίος κατέστησε σαφές ότι «θα απαιτηθούν χρόνια» για να ξανακερδίσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών.

Τέλος και ο πρόεδρος του Eurogroup κ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, επισκεπτόμενος την Πέμπτη το Παρίσι, κατέστησε σαφές ότι θέμα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους δεν τίθεται, επισημαίνοντας ότι ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις τ ης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Η αδυναμία εκτίμησης των επιπτώσεων που θα είχε η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους στην ευρωπαϊκή οικονομία (και ειδικότερα στις οικονομίες της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και φυσικά της Ελλάδας) είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι κοινοτικοί ιθύνοντες την απορρίπτουν προς το παρόν ασυζητητί.

Η δε σύγκριση του ελληνικού ζητήματος με τα ζητήματα της Αργεντινής ή του Εκουαδόρ θεωρείται άτοπη, αφού οι χώρες αυτές ούτε αναπτυγμένες είναι, ούτε μετείχαν ποτέ σε νομισματική ζώνη με τα χαρακτηριστικά της ευρωζώνης.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι αν η Ελλάδα προχωρούσε σήμερα σε αναδιάρθρωση του χρέους της (μέσω περικοπής της αξίας των ομολόγων της), αυτό θα ερμηνευόταν «ως ομολογία αποτυχίας του μνημονίου» και οι αγορές θα εκτιμούσαν ότι σύντομα θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.

Παράλληλα θα αυξάνονταν οι πιέσεις προς την Ισπανία και κατά πάσα πιθανότητα προς το Βέλγιο και την Ιταλία, χώρες οι οποίες προς το παρόν μάλλον βρίσκονται στο απυρόβλητο.

Προβλήματα θα αντιμετώπιζε εξάλλου και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία εκτιμάται ότι έχει στο χαρτοφυλάκιό της ελληνικά κρατικά ομόλογα της τάξεως των 50 δις ευρώ καθώς και τράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας που διαθέτουν ομόλογα συνολικής αξίας άνω των 100 δις ευρώ.

Η περικοπή της αξίας των ελληνικών ομολόγων θα έθετε αμέσως το ζήτημα της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών, με ποσά που προς το παρόν δεν είναι προσδιορισμένα.

Το γεγονός δε ότι σ ε περίπτωση «κουρέματος» της αξίας των ελληνικών ομολόγων τα μεγαλύτερα προβλήματα θα τα αντιμετωπίσουν οι ιδιώτες επενδυτές (αφού για το ΔΝΤ και τις χώρες της ευρωζώνης θέμα «κουρέματος» δεν τίθεται) περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Σε ότι αφορά το εσωτερικό της Ελλάδας μείζονος σημασίας προβλήματα θα αντιμετώπιζαν σε περίπτωση αναδιάρθρωσης πρωτίστως οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας, που θα έβλεπαν τα περιουσιακά τους στοιχεία να μειώνονται σημαντικά.

Η ενίσχυσή τους από τον κρατικό κορβανά θα ήταν εν προκειμένω επιβεβλημένη. Παράλληλα, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο κ Ζακ Ντελπλά, κορυφαίο στέλεχος του Συμβουλίου Οικονομικών Αναλύσεων της Γαλλίας, για να αποδεχθούν οι ξένοι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων την περικοπή της αξίας τους κατά 10% θα απαιτήσουν μια πράξη αμοιβαιότητας από ελληνικής πλευράς.

Θα απαιτήσουν δηλαδή, όπως οι ίδιοι έχασαν ένα 10% της αξίας του κεφαλαίου τους, να χάσουν ανάλογο τμήμα του κεφαλαίου τους και οι Ελληνες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, επί παραδείγματι, μέσω ισοδύναμης φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων, ούτως ώστε να αντισταθμισθεί η αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής από το ελληνικό κράτος.

Κατόπιν όλων αυτών είναι μάλλον ευνόητοι οι λόγοι για τους οποίους η αναδιάρθωση του ελληνικού χρέους δεν αποτελεί κατά τους κοινοτικούς ιθύνοντες την ενδεδειγμένη- για την Ελλάδα και την Ευρώπη – λύση.

Αντιθέτως όμως, όπως φαίνεται και από τις δηλώσεις πολλών εξ αυτών, μάλλον ωριμάζει σταδιακώς η ιδέα ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να πείσει τις αγορές ότι είναι αξιόπιστη.

Ετσι η περαιτέρω επιμήκυνση των χρόνων αποπληρωμής των δανείων της τρόϊκας, η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού και ενδεχομένως άλλα μέτρα που δεν συνιστούν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα επανέλθουν κατά πάσα πιθανότητα στο τραπέζι των ενδοκοινοτικών διαβουλεύσεων.

Υπό τον όρο φυσικά ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει απαρέγκλιτα τους όρους του μνημονίου. Κάτι που για τις Βρυξέλλες αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα.