Ο γελωτοποιός που διασκέδασε τη λογοκρισία




Τα πρώτα χρόνια του 1850, όταν δηλαδή καταπιάστηκε με τη σύνθεση του «Ριγκολέτο», ο Βέρντι ήταν ήδη ο διασημότερος και ο πλέον περιζήτητος ιταλός συνθέτης όπερας στην Ευρώπη. Απαιτούσε εξωφρενικές αμοιβές για κάθε νέα δημιουργία του ενώ την ίδια στιγμή ήταν σε θέση να επιλέγει λίγο πολύ ελεύθερα τα θέατρα στα οποία τα καινούργια του έργα θα δοκιμάζονταν για πρώτη φορά. Οσο για τα συμβόλαια που υπογράφονταν, συχνά περιελάμβαναν όρους γύρω από τη διανομή της πρεμιέρας, ενώ όχι σπάνια ο Βέρντι επέλεγε το ίδιο το θέμα της νέας του όπερας με βάση τους ερμηνευτές που είχε στη διάθεσή του. Καθώς μάλιστα η φήμη του μεγάλωνε ο συνθέτης κρατούσε ολοένα και περισσότερο για τον εαυτό του τη νευραλγική απόφαση της θεματικής επιλογής. Προτιμούσε έργα που είχαν ήδη δοκιμαστεί και αποδείξει την αξία τους ως πεζά κείμενα, δείχνοντας ιδιαίτερη αγάπη στα «εισαγόμενα» θέματα και κυρίως στα μελοδράματα της εποχής του ρομαντισμού: δημιουργίες του Λόρδου Βύρωνα, του Σίλερ, του Ουγκό ή ακόμη και των λιγότερο γνωστών συγχρόνων τους. Στη διάρκεια της αναζήτησης νέων θεμάτων ο Βέρντι επεσήμαινε μονίμως την ανάγκη «ασυνήθιστων» ηρώων και «δυνατών» καταστάσεων. Σκηνών δηλαδή στις οποίες οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να έλθουν σε δραματική αντιπαράθεση.


Τα εμπόδια της κριτικής


Στο πλαίσιο αυτό ο συνθέτης είχε στον νου του την προσαρμογή ενός έργου του Ουγκό ­ με λιμπρετίστα αρχικά τον Σαλβαντόρε Καμαράνο ­ από τον Σεπτέμβριο του 1849. Ωστόσο ένα συμβόλαιο με το περίφημο θέατρο Φενίτσε της Βενετίας τον Απρίλιο του 1850 ήταν αυτό που έκανε τη νέα όπερα πραγματικότητα. Παρακινούμενος πιθανότατα από την τότε παρουσία στη Βενετία του περίφημου βαρύτονου Φελίτσε Βαρέσι ­ ο οποίος είχε ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Μάκβεθ» το 1847 ­ ο Βέρντι πρότεινε στον ποιητή Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε τη διαμόρφωση του έργου του Ουγκό «Ο βασιλιάς διασκεδάζει» που αναφερόταν στον Φραγκίσκο Α’ της Γαλλίας και εθεωρείτο μια «από τις μεγαλύτερες δημιουργίες του σύγχρονου θεάτρου».


Παρά την επιθυμία του ωστόσο ο συνθέτης φοβόταν τις αντιδράσεις της λογοκρισίας της εποχής. Και αυτό γιατί η όποια κριτική αντιμετώπιζε τότε για τις «θορυβώδεις» ενορχηστρώσεις, τις υπερβολικές απαιτήσεις ως προς τους ερμηνευτές και την αγάπη του για τις «ακραίες» πλοκές ήταν πραγματικά αμελητέα σε σχέση με τα προσκόμματα που παρενέβαλλαν οι πολυδαίδαλοι κρατικοί μηχανισμοί στην εν γένει καλλιτεχνική έκφραση στο μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας. Στο Μιλάνο μάλιστα και στη Νάπολι ­ πιθανότατα όμως και αλλού ­ οι λογοκριτές παρακολουθούσαν ακόμη και τις πρόβες των κοστουμιών προκειμένου να βεβαιωθούν ότι το ανέβασμα ενός έργου δεν «προσέβαλλε» το θρησκευτικό, ηθικό και πολιτικό κατεστημένο. Καθώς όμως η αυστηρότητα παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία από πόλη σε πόλη και η λογοκρισία στον Βορρά ­ όπου εστιάστηκε η πρώιμη καριέρα του Βέρντι ­ ήταν περισσότερο ελαστική από ό,τι στη Ρώμη ή στη Νάπολι, ο συνθέτης αντιμετώπισε μικρές μόνο δυσκολίες στις πρώτες του όπερες. Ο «Ναμπούκο», για παράδειγμα, είδε επανειλημμένως το φως της σκηνής χωρίς η λογοκρισία να αναμειχθεί καθόλου, ενώ ο επαναστατικός «Ερνάνης» γνώρισε εμπόδια μάλλον ασήμαντα. Μετά το 1848 ωστόσο η κατάσταση χειροτέρευσε. Οι μεταρρυθμίσεις του Πίου Θ’ που είχαν μόλις προηγηθεί αλλά και οι επαναστάσεις της εποχής είχαν μετατρέψει το θέατρο σε χώρο πολιτικών αντιπαραθέσεων, ενώ παράλληλα η αφοσίωση του Βέρντι στην υπηρεσία των ιταλικών εθνικών επιδιώξεων ήταν αδιαφιλονίκητη.


Η πρώτη απαγόρευση


Καθώς λοιπόν ο συνθέτης αντιμετώπιζε ανάλογους προβληματισμούς ως προς το εγχείρημα της προσαρμογής του έργου του Ουγκό, ο Πιάβε κατόρθωσε να τον καθησυχάσει και έτσι η γέννηση της νέας όπερας προχώρησε υπό τον αρχικό τίτλο «Η κατάρα». Το καλοκαίρι του 1850 όμως οι ενδείξεις που έφθαναν από τη Βενετία ως προς την καταλληλότητα του θέματος δεν ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές. Ο Βέρντι εν τούτοις επέμεινε να συνεχίσει και ως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η διανομή της πρεμιέρας είχε ήδη οριστικοποιηθεί, ενώ ο Πιάβε είχε παραδώσει το δοκιμαστικό λιμπρέτο. Ο συνθέτης ασχολούνταν ακόμη με τον «Στιφέλιο» στην Τεργέστη και πιθανότατα δεν καταπιάστηκε με τη σύνθεση ως τα τέλη Νοεμβρίου. Αμέσως μετά η κρατική λογοκρισία παρενέβη. Επισημαίνοντας «την αηδιαστική ανηθικότητα και την αισχρή κοινοτοπία» του λιμπρέτου απαγόρευσε πλήρως την παρουσίαση της όπερας στη Βενετία. Ο Βέρντι εξαγριώθηκε, κατηγόρησε τον Πιάβε και αρνήθηκε να συνθέσει κάποια άλλη καινούργια όπερα αντιπροτείνοντας στο Φενίτσε τον «Στιφέλιο».


Παρ’ όλα τα δεδομένα ο Πιάβε δεν εγκατέλειψε την ιδέα. Βιάστηκε μάλιστα να προχωρήσει στις αναγκαίες τροποποιήσεις που πίστευε ότι θα γίνονταν αποδεκτές. Εδωσε στο έργο τον τίτλο «Ο Δούκας της Βαντόμ» και πράγματι έκαμψε τις αντιρρήσεις της λογοκρισίας. Ετσι, η έγκριση δόθηκε τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Ο Βέρντι πάντως παρέμενε ακλόνητος. Σε μια μακροσκελή επιστολή που απέστειλε στις 14 του ίδιου μήνα επεσήμαινε ό,τι ο ίδιος θεωρούσε αναγκαίο για την όπερα και για τον… Τριμπολέτο, όπως λεγόταν τότε ο βασικός πρωταγωνιστής. Ως το τέλος του μήνα ο τελικός συμβιβασμός είχε επιτευχθεί, οπότε η όπερα απέκτησε και τον οριστικό της τίτλο: «Ριγκολέτο».


Η υπόθεση του έργου


Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις. Ο Δούκας της Μάντοβας είναι ένας ηγεμόνας σκληρός και επιπόλαιος ενώ μοναδική του έγνοια είναι η κατάκτηση των γυναικών της περιοχής. Βοηθός στα σκοτεινά του σχέδια είναι ο γελωτοποιός του, ο καμπούρης Ριγκολέτο, ο οποίος στο βάθος όμως ζηλεύει και μισεί τον Δούκα. Ο Ριγκολέτο έχει μια κόρη, την Τζίλντα, την οποία κρατά μακριά από το παλάτι. Η κατάρα του κόμη Μοντερόνε, του οποίου την κόρη έχει ατιμάσει ο Δούκας, πέφτει πάνω στον Ριγκολέτο αφού εκείνος τον είχε χλευάσει προκειμένου να ικανοποιήσει το αφεντικό του. Το ίδιο κιόλας βράδυ αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τον καμπούρη γελωτοποιό: Οι αυλικοί που τον αντιπαθούν κλέβουν την Τζίλντα για λογαριασμό του Δούκα. Η Τζίλντα όμως ήδη γνωρίζει και αγαπά τον γοητευτικό νεαρό αγνοώντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο θυμός τού Ριγκολέτο είναι πράγματι τρομερός. Δεν διστάζει να πληρώσει έναν επαγγελματία δολοφόνο, τον Σπαραφουτσίλε, προκειμένου να σκοτώσει τον αφέντη του. Τότε η Μανταλένα, αδελφή του υποψήφιου δολοφόνου και επίσης γοητευμένη από τον Δούκα, πείθει τον αδελφό της να μη σκοτώσει τον νέο αλλά τον πρώτο άγνωστο που θα εμφανιστεί. Η Τζίλντα, που κρυφακούει τη συζήτηση, χτυπάει την πόρτα μεταμφιεσμένη σε ζητιάνο, θυσιάζοντας με τον τρόπο αυτόν τη ζωή της για τον άνθρωπο που αγαπά. Καθώς ξεψυχά στα χέρια του ίδιου του πατέρα της, από το βάθος της σκηνής ακούγεται το ερωτικό τραγούδι του Δούκα…


Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο θέατρο Φενίτσε της Βενετίας στις 11 Μαρτίου 1851 σημειώνοντας τεράστια επιτυχία, ενώ παρά τα συνεχιζόμενα προβλήματα με την τοπική λογοκρισία η όπερα έγινε σχεδόν αμέσως τμήμα του ρεπερτορίου γνωρίζοντας περισσότερα από 250 ανεβάσματα τα πρώτα δέκα χρόνια.


Ελιζαμπέτ Βιντάλ Ερμηνεύοντας την Τζίλντα… Γνωστή στη χώρα μας από τις επανειλημμένες εμφανίσεις της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η γαλλίδα υψίφωνος πατάει για πρώτη φορά τη σκηνή του Ηρωδείου





«Σκηνική άνεση,
καθαρό ηχόχρωμα και ευρύτατο φωνητικό φάσμα». Με αυτές τις φράσεις έχει κατά καιρούς χαρακτηρίσει η κριτική την τέχνη της Ελιζαμπέτ Βιντάλ. Κάθε άλλο παρά άγνωστη στη χώρα μας, αφού στο πλαίσιο της δεκάχρονης περίπου διεθνούς καριέρας της το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αποτελεί σταθερό «σημείο αναφοράς» της, η γαλλίδα υψίφωνος βρίσκεται αυτές τις ημέρες για μία ακόμη φορά στην Ελλάδα προκειμένου να ερμηνεύσει την Τζίλντα στις παραστάσεις της Λυρικής. Είναι η τρίτη «αναμέτρηση» της Ελιζαμπέτ Βιντάλ με την εν λόγω βερντιανή ηρωίδα. Πρωτοσυναντήθηκε μαζί της πριν από δύο χρόνια στην περίφημη Αρένα της Βερόνας, ενώ πέρυσι καλλιτέχνις και ρόλος «βρέθηκαν» ξανά στη Νίκαια της Γαλλίας. Και στις δύο περιπτώσεις τον Ριγκολέτο ερμήνευε ο περίφημος βαρύτονος Λέο Νούτσι, τον οποίο η Βιντάλ μνημονεύει με θαυμασμό και νοσταλγία. Οσο για τον νέο της συμπρωταγωνιστή, τον Ρουμάνο Αλεξάντρου Αγκάκε, λέει πως παρ’ ότι δεν έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν γνωρίζει την πορεία του και ανυπομονεί να βρεθεί μαζί του στη σκηνή του Ηρωδείου.


Μιλώντας για την Τζίλντα η Ελιζαμπέτ Βιντάλ θεωρεί ότι πρόκειται για ρόλο δύσκολο και παράλληλα γοητευτικό. Από την αγνότητα της αρχής στην ωριμότητα και στο πάθος της συνέχειας ως την αυτοθυσία του τέλους ο ρόλος είναι, σύμφωνα με την άποψη της ερμηνεύτριας, ένα διαρκές φωνητικό και συναισθηματικό κρεσέντο. «Εμπειρη» στους ανοιχτούς χώρους, δεν θεωρεί όμως πως απαιτούν διαφορετικούς κώδικες από ό,τι το κλειστό θέατρο. «Το θέμα είναι να είσαι ξεκάθαρος ως προς αυτό που θέλεις να πεις στο κοινό» επισημαίνει η ίδια. Η Ελιζαμπέτ Βιντάλ πιστεύει ότι η όλη ιστορία εστιάζεται στο πώς θα περάσει σήμερα η όπερα σε όσο το δυνατόν ευρύτερη κλίμακα κοινού. Στο πλαίσιο αυτό δηλώνει ανοιχτή στις όποιες προκλήσεις. Εμφανίσεις σε χώρους «αντισυμβατικούς» ­ η ίδια περιγράφει ως μια από τις «δυνατότερες» στιγμές στην καριέρα της το περυσινό ρεσιτάλ της σε γαλλική παραλία μπροστά σε 40.000 περίπου θεατές ­ αλλά και συμμετοχή σε μεγάλα τηλεοπτικά σόου είναι πτυχές της δουλειάς της που κάθε άλλο παρά απορρίπτει.


«Πρέπει να βρούμε τρόπους να «περάσουμε» την τέχνη μας στον κόσμο. Οχι αποκλειστικά στους μυημένους θεατές αλλά στον πολύ κόσμο. Είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε, η όπερα θα πεθάνει…».


Πληροφορίες Ο «Ριγκολέτο» του Τζιουζέπε Βέρντι παρουσιάζεται από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η πρεμιέρα θα δοθεί την Παρασκευή 8 Ιουνίου, ενώ οι παραστάσεις θα επαναληφθούν στις 10, 12 και 14 του μηνός. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύουν οι βαρύτονοι Αλεξάντρου Αγκάκε (8, 12, 14/6) και Λουί Λεντέσμα (10/6), ενώ την Τζίλντα οι υψίφωνοι Ελιζαμπέτ Βιντάλ (8, 12, 14/6) και Μαρία Μητσοπούλου (10/6). Τον Δούκα ερμηνεύει ο τενόρος Πιέτρο Μπάλο, ενώ την ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός. Πληροφορίες στα τηλ. 3612.461, 3232.771, 3235.582. Ωρα έναρξης: 21.00.