Ο άνεμος ενθουσιασμού που φύσαγε λίγους μήνες πριν έξω από το Νούμερο 10 της Dοwning Street για την έξοδο του Νησιού από την Ενωση έχει κοπάσει για τα καλά. Με το Brexit δεν ασχολείται κανείς. Για την ακρίβεια, το κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι… καθόλου Brexit καθώς την ανησυχία των πολιτών μονοπωλεί η επάνοδος των μαθητών στα σχολεία εν μέσω διχογνωμίας – ειδικών και μη – για την υποχρεωτική χρήση μάσκας. Ο τελευταίος γύρος των συνομιλιών για το Brexit περί τα τέλη του Απριλίου έληξε άδοξα και με έντονη τη γεύση της αβεβαιότητας για το αν τελικά Λονδίνο και Βρυξέλλες μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα «συναινετικό διαζύγιο» μέχρι να εκπνεύσει το 2020. Τέσσερις μήνες μετά, οι Ευρωπαίοι δηλώνουν ανήσυχοι και απογοητευμένοι από το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις. Ο νέος βρετανός διαπραγματευτής Ντέιβιντ Φροστ είναι λίγο πιο «φασαριόζος» από τον προκάτοχό του – με αρκετές δόσεις λαϊκισμού – και οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι η κυβέρνηση Τζόνσον έχει στυλώσει τα πόδια. Ο ίδιος έρχεται στο τραπέζι «πουλώντας» αδιαλλαξία και μη ρεαλιστικές προτάσεις, επιμένοντας στην πάγια και εμμονική γραμμή του Λονδίνου πως δεν θα δεχθεί καμία εποπτεία από την Ενωση. Οι δυσκολίες Οι δυσκολίες είναι πολλές και εδράζονται πρωτίστως σε σειρά νομοσχεδίων που τακτοποιούν ζητήματα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε εσωτερικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η αλιευτική πολιτική. Καθώς όμως το πράσινο φως από τις Βρυξέλλες δεν ανάβει για να προχωρήσει το διαζύγιο, επαναλαμβάνεται το μοντέλο του 2019, των ατέρμονων διαπραγματεύσεων χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη, καθώς η πανδημία του κορωνοϊού έχει ούτως ή άλλως διαταράξει το πρόγραμμα των συνομιλιών. Ο χρόνος στενεύει ασφυκτικά και η κατάσταση είναι πολύ πιθανό να χειροτερέψει. Ηδη η ορολογία Brovid (από τις λέξεις Brexit και Covid, δηλαδή ενδεχόμενο σκληρού Brexit εν μέσω πανδημίας) γίνεται τρεντ στα δημοσιογραφικά γραφεία και ο φόβος για άτακτη έξοδο επανέρχεται. Ο Τζόνσον δηλώνει αισιόδοξος ότι στις αρχές του φθινοπώρου θα υπάρξει συμφωνία, όμως ο επικεφαλής της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για το Brexit Μισέλ Μπαρνιέ απέχει πολύ από το να το πιστεύει: «Οι Βρετανοί διαπραγματευτές δεν φαίνονται πραγματικά πρόθυμοι να προχωρήσουν σε ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ενωση, και αυτό παρά την ευελιξία που έχουμε δείξει τους τελευταίους μήνες» είπε προσφάτως, προειδοποιώντας τους Βρετανούς να μην τρέφουν αυταπάτες για συμφωνία. Τα σενάρια Οι επιλογές δεν είναι πολλές. Είτε θα υπάρξει μια νέα παράταση, γεγονός που έχει αποκλειστεί για μετά το τέλος του χρόνου από την κυβέρνηση, είτε οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να συμφωνήσουν στα απολύτως βασικά για να φθάσουν σε έναν επί της αρχής συμβιβασμό. Δηλαδή να καταλήξουν σε μια συμφωνία που να λέει ότι αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα των Βρετανών να αποσυρθούν από το καθεστώς ισότιμων όρων ανταγωνισμού (level playing field). Με άλλα λόγια, αν δεν εξυπηρετεί τους Βρετανούς, να μην ακολουθούν τους κοινούς κανόνες στο εργασιακό καθεστώς, την περιβαλλοντική νομοθεσία και τις προδιαγραφές προϊόντων. Αν το πράξουν, τότε η ΕΕ θα έχει δικαίωμα να επιβάλει δασμούς. Με αυτή τη διατύπωση ίσως οι δύο πλευρές κερδίσουν χρόνο για να λύσουν τις λεπτομέρειες σε ύστερο χρόνο. Πού οφείλεται η άνοδος των Εργατικών Εναν χρόνο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας η δημοτικότητα του Μπόρις Τζόνσον πέφτει κάθετα, την ώρα που ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ βλέπει τη δική του δημοφιλία να ανεβαίνει. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του «Observer», τόσο οι Τόρις όσο και οι Εργατικοί συγκεντρώνουν ποσοστό γύρω στο 40%. Μόλις τον περασμένο Μάρτιο, καθώς ο Τζέρεμι Κόρμπιν όδευε προς την έξοδο της ηγεσίας στους Εργατικούς και η χώρα είχε ήδη μπει σε καραντίνα, οι Τόρις προηγούνταν με 26 ποσοστιαίες μονάδες. Στην ίδια δημοσκόπηση στα τέλη Μαρτίου μεγάλη πλειοψηφία των Βρετανών (65%) ενέκρινε τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετώπιζε την κρίση του κορωνοϊού, ενώ το 23% την απέρριπτε. Πέντε μήνες μετά, το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε ένα από τα κράτη με τις χειρότερες επιδόσεις. Οι υπουργοί του Τζόνσον… χάθηκαν στη μετάφραση παλινωδιών και αντιφατικών πολιτικών, το ποσοστό αποδοχής της κυβέρνησης μειώθηκε κατά το ήμισυ, ενώ η απόρριψη υπερδιπλασιάστηκε στο 47%.