Pan Pan: «Δεν αισθάνομαι ότι “φτάσαμε κάπου και αράζουμε”»

Ο δημιουργός μιας από τις μεγαλύτερες μουσικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για το νέο άλμπουμ του, για τους καλλιτέχνες που αγαπάει και για την αναπάντεχη δημιουργική διάσταση που μπορεί να έχουν τα παιχνίδια της κόρης του.

Pan Pan: «Δεν αισθάνομαι ότι “φτάσαμε κάπου και αράζουμε”»

Ημασταν σίγουρα πολλοί όσοι ανυπομονούσαμε για το καινούργιο προσωπικό άλμπουμ του Pan Pan (aka Παναγιώτης Πανταζής) μετά τη «φαντασμαγορική» τριλογία του (και την τεράστια επιτυχία του κομματιού «Ανισόπεδη ντίσκο») και η «Υπεραστική μουσική» αποδείχθηκε μια δουλειά αντάξια των υψηλών προσδοκιών μας. «Είναι τόσο καλό» αυτό το άλμπουμ (όπως τιτλοφορείται και ένα από τα τραγούδια του), από το ακαταμάχητο hit «Πυγολαμπίδες» έως το πραγματικά υπέροχο «Αυτά τα πράγματα θέλουν χρόνο», γεμάτο φαντασία, έμπνευση, εκλεκτικές αναφορές αλλά και μια πιο ώριμη προσέγγιση της στιχουργικής θεματολογίας.

Θα μας πείτε λίγα λόγια για τον τίτλο της νέας σας δισκογραφικής κυκλοφορίας;

«Καλά, ιδανικά θα ήθελα να μην πω τίποτα και να λέει ο καθένας ό,τι σκέφτεται και νιώθει. Οταν ξεκινάω να φτιάξω κάτι, ο τίτλος είναι συνήθως το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό. Μου δίνει μια γενικότερη κατεύθυνση και με βοηθάει πάρα πολύ να πάρω έμπνευση, λειτουργεί σαν ομπρέλα.

Η “Υπεραστική μουσική”, λοιπόν, είναι μια τέτοια ομπρέλα. Νιώθω ότι, καθαρά στο μουσικό κομμάτι, χωράει τα διάφορα παρακλάδια της urban μουσικής: από hip hop, house και techno μέχρι breakbeats και όλα αυτά. Αλλά ως γενικότερη έννοια, αφήνει ανοιχτή την ερμηνεία ότι φεύγουμε κι από την πόλη. Ενώ μέχρι τώρα η μουσική μου ήταν πολύ συνδεδεμένη με τσιμέντο, πολυκατοικίες, τέτοια πράγματα, πλέον – δεδομένου ότι και εγώ δεν ζω πια μέσα στην Αθήνα αλλά λίγο παραέξω – περιλαμβάνει και νέες εικόνες, άλλου τύπου ξημερώματα και ηλιοβασιλέματα, σε πιο ήρεμο περιβάλλον, πιο κοντά στη φύση. Μέσα σε όλες τις σκέψεις που με κατέκλυσαν όταν μου ήρθε αυτός ο τίτλος, ήταν και το “υπεραστική”, με την έννοια της μετακίνησης από ένα σημείο σε κάποιο άλλο, κάτι που υπερβαίνει κάποιο όριο».

Για εμένα ως ακροατή αυτή η δουλειά χαρακτηρίζεται από μια τρομερή αίσθηση ελευθερίας. Eνιωσα ότι μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε ό,τι ιδέα σας ήρθε στο κεφάλι όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, αλλά και ότι είχατε και τη σιγουριά να γίνετε πολύ προσωπικός. Hθελα όμως εσείς να μου πείτε πώς δημιουργήθηκαν αυτά τα τραγούδια.

«Χαίρομαι πολύ που το βλέπετε έτσι. Eκανα κάποια πράγματα ακολουθώντας μια διαδικασία που την απόλαυσα πάρα πολύ, γιατί κατά κάποιον τρόπο γύρισα – όσον αφορά αυτή τη μέθοδο εργασίας – στις ρίζες μου, που είναι το hip hop. Ως διαδικασία πάντα, όχι ως ηχητικό αποτέλεσμα.

Η βάση του hip hop είναι το sampling κι εγώ σάμπλαρα πολύ τον εαυτό μου. Αντί να γράψω κατευθείαν τραγούδια, άρχισα να παίζω μουσική χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αρχισα να δημιουργώ κάτι που να με κάνει να νιώσω ένα συναίσθημα. Αρχισα να φτιάχνω ένα beat που να μου αρέσει. Eφτιαξα άπειρα beats, χωρίς να ξέρω σε ποιο context θα ενταχθούν. Τα έγραφα και τα έβαζα στην άκρη.

Μετά επανερχόμουν και έλεγα: “Οk, τι έχω εδώ;”. Είναι πολύ ωραίο να έχεις φτιάξει κάτι και να το ξαναδείς όταν έχει φύγει ο αρχικός ενθουσιασμός. Τότε καταλαβαίνεις αν λειτουργεί. Συγκέντρωσα επίσης στοιχεία από πάρα πολλές πηγές που δεν είναι μουσική. Ηχους από τον δρόμο, αυτοκίνητα, ομιλίες… Αυτά καταλήγουν να γίνουν μια υφή και να δώσουν ένα συγκεκριμένο άρωμα στο συνολικό μουσικό έργο. Κάπως σαν μια κόλλα που ενώνει τα διάφορα κομμάτια μεταξύ τους. Ηθελα να αποφύγω το κλασικό sampling από δίσκους, μου αρέσει πάρα πολύ, το έκανα παλαιότερα, πολύ πιο μικρός, πριν από 25 χρόνια, αλλά τώρα το αποφεύγω και για δημιουργικούς λόγους και για λόγους copyright, δεν θα ήθελα να μπλέξω».

Ποια ήταν η πιο αναπάντεχη στιγμή όλης αυτής της διαδικασίας;

«Αυτό που διασκέδασα περισσότερο είχε να κάνει με ένα παιδικό παιχνίδι της κόρης μου. Ενα βράδυ άκουγα έναν ήχο από κάπου μέσα στο σπίτι. Είχε τελειώσει η ημέρα, είχε νυχτώσει για τα καλά, η σύντροφός μου κοίμιζε τη μικρή, ο μεγάλος γιος μας είχε ήδη κοιμηθεί κι εγώ έκανα ό,τι κάνουμε εκεί στον χώρο όπου ζούμε προτού πάμε για ύπνο. Ακουγα έναν ήχο και δεν μπορούσα να καταλάβω από πού έρχεται, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ. Τελικά ήταν μέσα σε ένα κουτί όπου μαζεύουμε τα παιχνίδια της κόρης μας στο τέλος της ημέρας.

Ηταν μια τσαντούλα-γάτα που νιαούριζε, θαμμένη εκεί μέσα. Ηχογράφησα τον ήχο, τον πείραξα πάρα πολύ, τον “pitchαρα”, τον έκοψα, και από αυτό δημιουργήθηκε ένας ρυθμός. Γενικά έπαιξα πάρα πολύ με αυτόν τον τρόπο και το ευχαριστήθηκα».

Πείτε μας λίγα λόγια για τις συνεργασίες σας σε αυτό το άλμπουμ – οριακά μπορούμε να μιλάμε για ένα who is who της σύγχρονης indie ελληνικής σκηνής. Πέρα από τους «συνήθεις υπόπτους», τη Nalyssa Green ή την Καλλιόπη Μητροπούλου, έχουμε και νέες προσθήκες στην ομάδα…

«Κατ’ αρχάς, υπάρχουν η Καλλιόπη και η Λυγερή Μητροπούλου και η Vassilina – οι τρεις δημιουργοί και τραγουδίστριες με τις οποίες συνεργάστηκα εκτενώς τα τελευταία χρόνια στις ζωντανές εμφανίσεις. Στο “Νιώσιμο” λέω “…όπως άλλες έχουν βρει (σ.σ.: τα πρότυπά τους) σε Καλλιόπη, Βασιλίνα, Λυγερή”. Eχω δει μετά τα live πώς περιμένουν, από μικρά κορίτσια μέχρι γυναίκες όλων των ηλικιών και θηλυκότητες γενικότερα, να τους μιλήσουν, και τι έμπνευση παίρνουν.

Εκτός από αυτές τις τρεις, έχουμε την Xanthi, μια καλλιτέχνιδα που την ήξερα χρόνια ως μουσικό, τραγουδοποιό, τραγουδίστρια και πρόσφατα τη γνώρισα και προσωπικά. Ηθελα πάρα πολύ να δουλέψω μαζί της γιατί είχα ακούσει ότι είναι καλός άνθρωπος – για εμένα αυτό είναι πάρα πολύ βασικό. Στο “Μαμά-Μπαμπά” έχω τον P.I.E.V και την Αλεξάνδρα Επίθετη από τους Bad Poetry Social Club – εδώ τους χρησιμοποιώ μόνο με την ιδιότητα του ηθοποιού. Ηθελα δύο ανθρώπους να παίξουν δύο ρόλους και ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ. Μού αρέσει πάρα πολύ αυτό που έκαναν.

Η Nalyssa Green… τι να πω για τη Βιολέτα. Είναι ένας μαγικός άνθρωπος πρωτίστως και αγαπάω τη μουσική της όλα αυτά τα χρόνια όσο δεν λέγεται. Μου αρέσει πάρα πολύ η προσωπική της ματιά. Συμμετέχει και ως φωνή και ως στιχουργός. Ως φωνή στο “Είναι η αγάπη”, γιατί ένιωσα ότι στο χορευτικό αυτό κομμάτι θα ταιριάξει πολύ η απαλότητα και η δροσιά της. Και συμμετέχει και στις “Πυγολαμπίδες”.

Εκεί ο Κεράσης είμαι εγώ – ένα alter ego μου, ένας χαρακτήρας από κόμικ, ένας γάτος, που έχει βγάλει τραγούδια και παλαιότερα. Η Savina είναι μια νέα δημιουργός που μου αρέσει πάρα πολύ, γιατί ως παιδί Αλβανών συνδυάζει την παράδοση και τις ρίζες της με πολύ σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Ο Terrone είναι ένας πλήρης μουσικός με φοβερή εμπειρία – παίζει στους Locomondo. Αστείρευτος τύπος.

Εχουμε τους Turboflow3000 – αφού συμμετείχα εγώ σε δύο δίσκους τους και έχουμε παίξει σε τόσα live μαζί, ήρθαν κι εκείνοι στο δικό μου άλμπουμ. Η Evaxenia είναι μια κοπέλα που αρχικά τη γνώρισα ως fan μου, και μετά έγινα εγώ δικός της fan. Ο capétte είναι ίσως ο πιο χαρισματικός μουσικός που έχω γνωρίσει τα τελευταία χρόνια εκτός του στενού φιλικού μου κύκλου. Η φωνή του, οι στίχοι του, οι μελωδίες του, τα beats του… όλα χτυπάνε τόσο δυνατά.

Παίξαμε μαζί live, ήταν support στην περιοδεία που κάναμε με τους Echo Tides και εκεί βεβαιώθηκα για όλα αυτά. Δεν γινόταν να λείπει. Ο Αρης είναι το ένα μισό των My Wet Calvin, που είναι από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Ο Tsolimon είναι ένας φίλος που γνωριζόμασταν από τα κόμικς και κάνει εκπληκτικά πράγματα και στη μουσική.

O Libys από τη Θεσσαλονίκη συνδυάζει ηλεκτρονικά στοιχεία με μια ψυχή που μόνο στους Κόρε Υδρο έχω βρει παλαιότερα στο στιχουργικό κομμάτι. O The Boy είναι ο θεός μου, τόσο απλά. Δεν γίνεται να μην αναφέρω και τη Λαμπρινή Γκόλια, που τη θαυμάζω απεριόριστα και η ενέργεια που φέρνει στη σκηνή είναι ασύγκριτη».

Υπάρχουν άλλα πράγματα που βρίσκετε συναρπαστικά στη μουσική σήμερα;

«Ακούω πάντα hip hop, όλη μου τη ζωή δηλαδή ακούω hip hop. Και μέχρι τώρα θα υπάρχουν πράγματα που θα ανακαλύπτω από τα 80s και τα 90s, γιατί θα συνεχίζω να ψάχνω. Aπό εκεί και πέρα, μου αρέσει πάρα πολύ να παρακολουθώ τι συμβαίνει στην ηλεκτρονική μουσική. Μου αρέσει πολύ ο Fred Again, θα έλεγε κανείς ότι έχει το άγγιγμα του Μίδα, αλλά ο άνθρωπος σκοτώνεται στη δουλειά. Δηλαδή είναι παραγωγικός αλλά δεν έχει βγάλει ποτέ τίποτα που να είναι ξεπέτα, τίποτα που να είναι τεμπέλικο, τίποτα που να επαναλαμβάνεται.

Πρόσφατα ανακάλυψα και άκουγα με πάρα πολύ πάθος ένα project που λέγεται Verses GT, που είναι ο Jacques Greene και ο Nosaj Thing, δύο αμερικανοί δημιουργοί, αφού άκουγα εμμονικά τον δίσκο τους και τον παρήγγειλα και όλα αυτά, είδα ότι θα έπαιζαν στο Ρομάντσο πριν από λίγες εβδομάδες και πήγα και τους είδα. Και πάντα μου αρέσει, έχω πάρα πολλή περιέργεια να δω τι καινούργιο βγαίνει από παιδιά που επιλέγουν να γράψουν ελληνικό στίχο. Μου άρεσαν πολύ πρόσφατα τα MNMTA, ένα κομμάτι έχουν βγάλει το “Φαντάσματα στο Ράδιο”».

Στις άλλες δημιουργικές σας δραστηριότητες τι επιφυλάσσει το άμεσο μέλλον;

«Στο πλαίσιο της συνεργασίας μου με τις εκδόσεις Διόπτρα θα κυκλοφορήσει σε μορφή graphic novel το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται”, είχαμε βγάλει και τον “Καπετάν Μιχάλη” το 2023. Πρόκειται για μια δύσκολη αναμέτρηση».

Η επιτυχία δεν ήρθε στα 20. Θεωρείτε εαυτόν «late bloomer»;

«Θεωρώ ότι η ευρύτερη αναγνώριση ήρθε με μια σχετική καθυστέρηση, όμως ούτε μου αρκεί αυτό ούτε αισθάνομαι ότι “φτάσαμε κάπου και αράζουμε”. Γνωρίζω καλά ότι από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική διαρκώς μαθαίνω πράγματα και για τη διαδικασία της δημιουργίας και για τον εαυτό μου, επομένως όσο αυτό συνεχίζεται τόσο βαθύτερα θα πηγαίνω. Είμαι σε ένα μόνιμο κυνήγι ανακάλυψης νέων πραγμάτων.

Προσπαθώ να γίνομαι ολοένα και καλύτερος σύντροφος, πατέρας και φίλος. Αυτό που φαίνεται μέσα από τη μουσική είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι της καθημερινής προσπάθειας που κάνω καλλιεργώντας την υπομονή, την αγάπη και την ενσυναίσθηση. Η τέχνη είναι απλώς ένα από τα μονοπάτια που ακολουθώ, με πολλές μικρές αποτυχίες φυσικά σε όλα τα επίπεδα, αλλά το θέμα τελικά είναι να τις υπερβαίνεις και να αισθάνεσαι χρήσιμος για εσένα τον ίδιο, τους γύρω σου, την κοινωνία».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version