Ονειρο στο κρίμα

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία από τον Γιώργο Βέλτσο

«Ημην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής…», Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης,  «Ονειρο στο κύµα»

Προχθές, είδα στο όνειρό μου ότι βρέθηκα, παραμονές Χριστουγέννων, στη χειμωνιάτικη Μύκονο. Στρίβοντας απ’ το στενό της Αγίας Αννας, είδα στη θέση του σπιτιού μου ένα ερείπιο. Δεν ξέρω αν ήταν γκρεμισμένο ή αρχινισμένο και μισοτελειωμένο.

Αντίκρισα πάνω στα μπάζα σε δύο καρέκλες τη μάνα μου και τον πατέρα μου να κοιτάνε προς το πέλαγος μ’ ένα γαλήνιο κι ευχαριστημένο βλέμμα που με τρόμαξε. Οταν τους ρώτησα «μα τι κάνετε εδώ;» μου απάντησαν: «Σε περιμένουμε, είναι όλα έτοιμα, δες τι ωραία που τα έχουμε!». Το πρωί θέλησα να καταγράψω τον εφιάλτη. Προέκυψε όμως ένα άλλο κείμενο, ενδεικτικό αυτού που συμβαίνει στο νησί. Μια σχιζοφρενική κατάσταση ξετρελαίνει τους Μυκονιάτες όταν μένουν τον χειμώνα στον τόπο τους και δεν μετακομίζουν στο διαμέρισμα της οδού Πατησίων ή όταν δεν οργανώνονται για εξόρμηση στην Ταϊλάνδη.

Για τα μνημούρια, διάσπαρτα στους δρόμους με τις φωτογραφίες νέων παιδιών και κάτι ξεραμένες αβιόλες, δεν έχω τίποτα να πω. Σκέφτομαι μόνο τα σεκλέτια τους τον χειμώνα και τη μοιραία μοτοσικλέτα, παλιοσίδερα.

Παραθέτω, ωστόσο, το κείμενο που έγραψα πριν ανοίξω καλά-καλά τα μάτια μου, προσπαθώντας να εντοπίσω κάποιον κωδικό για να ξεκλειδώσω το όνειρό μου και να καταλάβω τι μου συμβαίνει.

Εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για το αφήγημα του Πύργου της Βαβέλ: άνθρωποι που δεν μπορούν να συνεννοηθούν – παρότι, στην περίπτωση της Μυκόνου, μιλούν την ίδια γλώσσα – και δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσουν το κτίσμα, αφήνοντάς το πάντα ημιτελές.

Αντίθετα όμως με τον Πύργο της Βαβέλ, ο πύργος της Μυκόνου δεν υψώνεται στον ουρανό, δεν θέλει να αγγίξει τον Θεό αλλά το χρήμα. Επεκτείνεται λοιπόν οριζόντια, σε ολόκληρο το νησί, του τρώει το χώμα, τρώει μέχρι και τον τελευταίο βράχο, σαν μια πελώρια σαρανταποδαρούσα που πίσω της αφήνει ένα άσπρο έκζεμα.

«Λες και η κόλαση τροποποιημένη είχε εξαφανιστεί. Λες κι ο πόνος, όχι πια μια διακωμώδηση του σατανά, θα μπορούσε να επωμιστεί», θα έλεγε ο ποιητής βλέποντας τη Μύκονο από την καλοτάξιδη τριήρη «Πάραλο» που, αντί για τη Δήλο, θα τον οδηγούσε τσιφ στο σύγχρονο ανάλογό της: ένα τεράστιο μολ.

Να λοιπόν το όνειρό μου στο κύμα.

Μου λέει ο πατέρας μου:

«Με γυάλινο ώμο, με το πηλοφόρι και το μυστρί, μην ανεβαίνεις. Η σκαλωσιά είναι σαθρή κι έχεις ισχυρές πιθανότητες να γκρεμιστείς. Το μείγμα τσιμέντου και ασβέστη πέτρωσε ήδη στον ώμο σου. Δεν κουβαλιέται. Δεν χτίζεις πύργο με καλές προθέσεις.

Είχαμε δει πολλούς άξιους μάστορες να μην μπορούν να αποφασίσουν για τα ποσοστά και για τα μέτρα, ώστε να συνομιλήσουν κάποτε με τον Θεό. Δεν συνεννοείται κανείς χωρίς γνώσεις στατιστικής. Κι αν χρησιμοποιήσει για τις εξωτερικές επιφάνειες τιτάνιο, όπως το μουσείο του Φρανκ Γκέρι στο Μπιλμπάο, δεν το αναγνωρίζει το κτίσμα γιατί το φως του ήλιου τού αλλάζει τα χρώματα, ακόμη και τις νύχτες με πανσέληνο. Μη θαρρείς, το φεγγάρι είναι ετερόφωτο άστρο όπως εσύ, όπως ο πύργος.

Είσαι η ανθρωπότητα που δεν άκουσε το φεγγάρι απ’ τον τελευταίο εξώστη του κτίσματος.

Ξιπασμένοι άνθρωποι δεν κατάλαβαν πως η πραγματικότητα είναι διαλεκτική γιατί ο φυσικός νόμος συνεπάγεται τον ανθρώπινο.

Κάποιος από κάτω, στο δρομάκι προς το πηγαδάκι του παπά, σου φωνάζει πως η γλώσσα σου εισάγει μια νέα διάσταση στο σχέδιό σου. Να καταγράψεις, φέρ’ ειπείν, ένα όνειρο. Δεν του έδωσες σημασία. Κούνησε το κεφάλι του και σε άφησε να βουρλίζεσαι με τα οικοδομικά υλικά.

Δεν κατάλαβες πως είσαι ένα ακόμα σχήμα των παραισθήσεών σου;».

Κι όμως δεν έχω ούτε παραισθήσεις, ούτε ψευδαισθήσεις όταν είμαι στη Μύκονο, γιατί στη Μύκονο έμαθα να αγωνίζομαι με το σώμα μου θέλοντας να το εξισώσω.

Τώρα, ναι, έχω την παραίσθηση πως νέος επιστρέφω σε αυτό που ήταν το ήσυχο νησάκι του Αιγαίου με τους λιγοστούς ανθρώπους στους δρόμους, ευγενικούς και καλομίλητους όπως ήταν οι γονείς τους.

Τους βλέπω καθισμένους στη λιακάδα στο απάγκιο του Αϊ-Νικολάκη ή στις «Καμάρες» που μένουν ανοιχτές όλον τον χειμώνα για χάρη τους. Βλέπω τον Ηλία, τον Θανάση τον Μέγα, τον Δημήτρη Λυκούρη και κανέναν ξέμπαρκο μυστήριο Αθηναίο που αριβάρισε χειμωνιάτικα για δουλειές. Κι απέναντι, με το Ντάτσουν, οι μανάβηδες με τα σκουφιά για το αγιάζι.

Η Μύκονος τότε γίνεται πάλι το «Σπίτι μου» της Μέλπως Αξιώτη, χωρίς τους μπράβους στα μαγαζιά, τις κονσιέρζ στα πετρωμένα θεόκλειστα πεντάστερα.

Μια φωτογραφία της Καίτης Φούσκη με το ουράνιο τόξο το επιβεβαιώνει, ή η επιμονή της Αγγελικής Καλαφάτη από τον Βόλο – δασκάλας αγγλικών στο Λύκειο.

Το φως βρίσκεται στη θέση του κι ο βραδινός εφιάλτης γίνεται το όνειρο που έβλεπα παιδάκι: ότι πετάω, λέει, πάνω απ’ το νησί, πάνω από το φανάρι του Αρμενιστή στον Τούρλο. Περνάω το μπουγάζι Μυκόνου – Τήνου σαν τον Ικαρο, για να προσγειωθώ μετά στην κορφή του Τσικνιά. Εκεί έχει τα σπίτια του ο Αίολος. Μου λέει:

«Η Μύκονος δεν έχει τέλος. Εκεί που τελειώνει, αρχίζει ο ουρανός. Γι’ αυτό φυσάω τον βοριά. Να σβήσει το καντήλι σας, να γίνει το νησί που ήτανε στα χρόνια μου: νεκροταφείο της Δήλου μαζί με τη Ρήνεια. Αντε τώρα να δεις τους κουκουγέρους σου στα Ματογιάννια που σε λίγο θα χοροπηδάνε για τους δικούς μου θεούς».

«Μη σκας», του απάντησα. «Τους συναντώ ξεβράκωτους όλο το καλοκαίρι με τα χρυσά σταυρουδάκια και τα Ρόλεξ. Ειδωλολάτρες είναι κι αυτοί, αλλά της χρυσής βίζας. Το κρίμα μου είναι πως δεν τους ονειρεύομαι, αλλά τους βλέπω μπροστά μου ακόμη και στο κύμα της έρημης Φτελιάς με τα κρίνα της άμμου».

«Τότε τι κάθεσαι; Ελα στην Τήνο», μου απαντά. «Εκτός από μένα και το ουράνιο τόξο, υπάρχει και η Μεγαλόχαρη!».

Αλλά τις οίδε ποιος πρόγονος από τον Αϊ-Λούκα με κρατάει ακόμα στο νησί.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version