Γεννημένος στο Παρίσι το 1983, με πατέρα τον τζαζ ντράμερ Στίβεν Μακ Κρέιβεν και μητέρα την ουγγαρέζα τραγουδίστρια Αγκνες Ζιγκμόντι, ο Μακάγια Μακ Κρέιβεν μεγάλωσε μέσα στη μουσική και μάλιστα μεταξύ εντελώς διαφορετικών αλλά πάντα εκλεκτικών επιρροών, εξ ου και δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα σχετικά με το αν θα ακολουθούσε κάποια άλλη πορεία στη ζωή του. Το 2007 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, όπου γρήγορα αναδείχθηκε σε περιζήτητο ντράμερ της ντόπιας τζαζ σκηνής.
Το 2015 κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο «In the Moment» που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, έλαβε διθυραμβικές κριτικές και έκτοτε ο 42χρονος μουσικός, συνθέτης και παραγωγός συνεχίζει να αναδιαμορφώνει το πεδίο της τζαζ πειραματιζόμενος διαρκώς με νέους και απροσδόκητους τρόπους. Πρόκειται ξεκάθαρα για έναν άνδρα που δεν φοβάται να πάρει ρίσκα.
Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε έναν διπλό δίσκο με τίτλο «Off the Record», ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερα EP – «Techno Logic», «Hidden Out!», «PopUp Shop» και «The People’s Mixtape» – με τη χαρακτηριστική επεξεργασία μείξης «beat science», η οποία συνδυάζει τζαζ, χιπ-χοπ, ηλεκτρονική μουσική, φανκ και ψυχεδέλεια. Το ΒΗΜΑgazino μίλησε μαζί του με αφορμή την πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα, η οποία θα γίνει στις 22 Νοεμβρίου στο Gazarte.
Μετά από μία δεκαετία που σας καθιέρωσε ως μία από τις πιο σημαντικές φωνές της σύγχρονης τζαζ και του αυτοσχεδιασμού, κυκλοφορήσατε μόλις το διπλό άλμπουμ «Off The Record»…
«Αυτός ο δίσκος προέκυψε από μια συναυλία που κάναμε στο Winter Jazzfest στη Νέα Υόρκη, τον περασμένο Ιανουάριο – μια γιορτή για τη δέκατη επέτειο από την κυκλοφορία του “In the Moment”. Από το live αυτό προέκυψε το “The People’s Mixtape”, που ηχογραφήθηκε στο Public Records του Μπρούκλιν. Κοιτάζοντας πίσω σε εκείνη την περίοδο, ξαναβρήκα πολλές ηχογραφήσεις που έκανα αυτά τα δέκα χρόνια – έργα που έμειναν ημιτελή ή σε διάφορα στάδια επεξεργασίας, πράγματα που πάντα ήθελα να κυκλοφορήσω αλλά που τελικά με οδήγησαν αλλού.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν δίσκοι όπως το project με τον Γλιλ-Σκοτ Χέρον, το “In These Times” – που ήταν μια κάπως διαφορετική προσέγγιση –, και το “Deciphering the Message”. Ολα αυτά ήταν συναρπαστικές εμπειρίες, αλλά η δημιουργία του νέου άλμπουμ μού έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψω στην αμεσότητα μιας ζωντανής, αυτοσχεδιαστικής στιγμής και να τη μεταφράσω μέσω της παραγωγής και του πειραματισμού. Αποτέλεσε λοιπόν μεγάλη πηγή έμπνευσης και μου έδωσε ένα νέο σημείο εκκίνησης – μια κατεύθυνση που θέλω να συνεχίσω να εξερευνώ με διαφορετικούς τρόπους».
Ο τίτλος, πάντως, παραπέμπει σε κάτι ανεπεξέργαστο, σε κάτι που ίσως κρατάμε στο τέλος μυστικό. Τι σημαίνει για εσάς;
«Το “Off the Record”αναφέρεται στην οικειότητα της ζωντανής, αυτοσχεδιαστικής μουσικής – κάτι που συμβαίνει μία φορά και δεν μπορεί να επαναληφθεί. Οταν καταγράφω τέτοιες στιγμές, μου αρέσει να το κάνω σε μικρότερα, πιο προσωπικά περιβάλλοντα. Οταν παίζω με το συγκρότημά μου, συνήθως ξαναπαρουσιάζουμε αυτά τα στιγμιότυπα σε πιο δομημένη εκδοχή.
Αλλά αγαπώ εξίσου αυτά τα ιδιαίτερα, οικεία live, που μοιάζουν περισσότερο με μια συνομιλία ανάμεσα στους μουσικούς και το κοινό. Οπότε ο τίτλος δεν αφορά μόνο το ότι η μουσική είναι ακατέργαστη ή ανεπεξέργαστη, αλλά και τη δημιουργία χώρων που δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργία content και με το τι θα ανεβάσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά με το να είμαστε παρόντες μαζί στη στιγμή. Είναι κάτι που θα μείνει μεταξύ μας – ας το κρατήσουμε off the record».
Πού θεωρείτε ότι βρίσκεται η πραγματική ψυχή της δουλειάς σας – επάνω στη σκηνή ή στην παραγωγή που γίνεται στο στούντιο;
«Σκέφτομαι την ηχογραφημένη μουσική ως κάτι που υπάρχει σε έναν εικονικό χώρο. Κάτι που βιώνουμε στα σπίτια μας – ή όπου ακούμε –, κάτι διαμορφωμένο από overdubs και τεχνικές επιλογές που το καθιστούν σχεδόν εξωπραγματικό. Πρόκειται για μια διαφορετική πραγματικότητα από εκείνη της σκηνής. Η ενέργεια, η ροή και το στοιχείο του αυθόρμητου δεν μπορούν ποτέ να απαθανατιστούν πλήρως σε έναν δίσκο. Και οι δύο χώροι είναι εξίσου σημαντικοί για εμένα. Μου αρέσει αυτή η αλληλεπίδραση – το να αιχμαλωτίζεις την ακατέργαστη ενέργεια μιας ζωντανής εμφάνισης και να τη μεταμορφώνεις μέσα από την παραγωγή. Κάθε συνθήκη προσφέρει έναν ξεχωριστό τρόπο να βιώσεις τη μουσική: ο ένας είναι ριζωμένος στην αμεσότητα της στιγμής, ο άλλος σε μια πιο διαχρονική, επεξεργασμένη εκδοχή της».
«Πιστεύω ότι, ειδικά στη σημερινή εποχή της υπερπληροφόρησης, η τζαζ προσφέρει κάτι διαφορετικό»
Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργάζεστε μοιάζουν να είναι οικογένεια για εσάς. Τι κάνει τη χημεία σας ξεχωριστή;
«Πολύ ωραία ερώτηση. Για εμένα, η χημεία προκύπτει οργανικά – μέσω κοινών φίλων, συστάσεων ή απλώς γνωρίζοντας ανθρώπους φυσικά και παίζοντας μαζί τους. Νιώθεις αμέσως αν υπάρχει σύνδεση, και αυτή συνήθως βαθαίνει με τον καιρό. Προσπαθώ να προσεγγίζω αυτές τις σχέσεις με ανοιχτό πνεύμα και σεβασμό, γιατί όταν είμαστε στη σκηνή, μοιραζόμαστε στιγμές ευαλωτότητας. Το ίδιο ισχύει και όταν ταξιδεύουμε – καταλήγεις να γνωρίζεις τους ανθρώπους σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο.
Στο τέλος της ημέρας, σημασία έχει το να περιβάλλεσαι από ποιοτικούς ανθρώπους και να χτίζεις αληθινές σχέσεις. Αυτή η αυθεντική σύνδεση είναι που γεννά τη μαγεία και φέρνει κάτι ξεχωριστό στο κοινό».
Η τζαζ μοιάζει να ζει μια νέα περίοδο αναγέννησης. Γιατί πιστεύετε ότι οι νεότεροι ακροατές ξανασυνδέονται με αυτό το είδος μουσικής;
«Πιστεύω ότι, ειδικά στη σημερινή εποχή της υπερπληροφόρησης, η τζαζ προσφέρει κάτι διαφορετικό. Εστιάζει στη ζωντανή εμπειρία, την έλλειψη λεπτομερούς σχεδιασμού, τις στιγμές που είναι ακατέργαστες, μερικές φορές ατελείς, αλλά συχνά αυθεντικές. Σε έναν κόσμο όπου τόσα πράγματα είναι υπερβολικά φροντισμένα ή λουστραρισμένα, αυτή η αμεσότητα αγγίζει τους νεότερους. Η τζαζ υπενθυμίζει στον κόσμο την εμπειρία τού να είσαι παρών μέσα στη μουσική – και νομίζω ότι αυτό την κάνει ξανά τόσο ελκυστική».
Ερχεστε στην Ελλάδα για πρώτη φορά, για μια συναυλία στο Gazarte. Τι να περιμένει το κοινό;
«Το άλμπουμ δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου μέσα από ζωντανό αυτοσχεδιασμό – μια συναυλία μπροστά σε κοινό. Αργότερα πήρα αυτό το υλικό και το διαμόρφωσα παραγωγικά σε πιο δομημένα κομμάτια. Τώρα, στις περιοδείες, παίζουμε πολλά από αυτά τα κομμάτια ως αφετηρίες για αυτοσχεδιασμό, όπως κάνει μια τζαζ μπάντα. Οπότε το κοινό θα ακούσει τις μελωδίες, αλλά με το ίδιο πνεύμα ελευθερίας που διατρέχει τον δίσκο. Ισως παίξουμε και κάποια παλαιότερα – ίσως και κάτι εντελώς καινούργιο».
Μεγαλώσατε σε ένα περιβάλλον όπου συνυπήρχαν η αμερικανική τζαζ και η ουγγρική φολκ. Πώς συνυπάρχουν αυτές οι επιρροές στη μουσική σας;
«Αυτή η διπλή επιρροή υπάρχει φυσικά μέσα μου, στον τρόπο που παίζω. Από τον πατέρα μου, Στίβεν Μακ Κρέιβεν, κουβαλώ τη γενεαλογία του jazz drumming και μια βαθιά έρευνα πάνω στις ρίζες του ρυθμού – από την ίδια την Αφρική μέχρι την ευρύτερη μουσική της διασποράς. Από την πλευρά της μητέρας μου, γνώρισα τη ρυθμική και μελωδική γλώσσα της ουγγρικής παράδοσης – τους παράξενους ρυθμούς, τις ιδιαίτερες κλίμακες, τη μουσική αφήγηση.
Αυτοί οι κόσμοι ενώθηκαν φυσικά μέσα μου. Επαιξα σε νεαρή ηλικία με τον Γιουσέφ Λατίφ, ο οποίος είχε αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία: να χρησιμοποιεί την τζαζ ως μέσο εξερεύνησης και διαλόγου μεταξύ διαφορετικών μουσικών παραδόσεων. Το βλέπω σαν μια μορφή μουσικής οικολογίας – ή εθνομουσικολογίας –, μια μελέτη για το πώς οι ήχοι σχετίζονται και αλληλοεμπλουτίζονται μέσα από τον αυτοσχεδιασμό».
Είχατε πει κάποτε: «Ολοι κάνουμε remix τον κόσμο στον οποίο ζούμε». Τι σημαίνει για εσάς αυτή η φράση σήμερα;
«Νομίζω ότι ισχύει ακόμη – ίσως περισσότερο από ποτέ. Οσα συστήματα και προγράμματα κι αν φτιάξουμε για να βάλουμε τάξη στο χάος, όλοι στο τέλος καταλήγουμε να αυτοσχεδιάζουμε. Ολοι προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα σε πραγματικό χρόνο. Ο αυτοσχεδιασμός είναι ακριβώς αυτό: μια αντανάκλαση του τρόπου που ζούμε – του πώς αντιδρούμε στα ερεθίσματα, πώς προσαρμοζόμαστε, πώς τελικά δημιουργούμε. Με αυτή την έννοια, όλοι αναλύουμε και επανεφευρίσκουμε τον κόσμο καθώς κινούμαστε μέσα του».
Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν με ιλιγγιώδη ρυθμό, τι μένει σταθερό στη σχέση σας με τη μουσική;
«Μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, η μουσική είναι από τα λίγα πράγματα που παραμένουν σταθερά. Είναι αγνή – απλός ήχος, έκφραση, πειραματισμός. Είτε πρόκειται για κάτι αυστηρά δομημένο, είτε για έναν αυτοσχεδιασμό, είτε παίζεται σε ένα γαμήλιο πάρτι, σε ένα club ή σε μια αίθουσα συναυλιών, μεταφέρει κάτι βαθιά ανθρώπινο. Η μουσική έχει τη δύναμη να μας ενώνει, να μας συγκινεί – να μας κάνει να δακρύζουμε, να χαιρόμαστε, να στοχαζόμαστε. Οπότε, όσο κι αν αλλάζουν τα στυλ ή οι τεχνολογίες, αυτή η ουσιαστική σύνδεση παραμένει. Είναι κάτι στο οποίο μπορώ πάντα να βασιστώ».
Πάντως αυτό που κάνετε με τη μουσική είναι και φιλοσοφικά πολύ ενδιαφέρον, αφού δεν βάζει ποτέ τελεία στη διαδικασία της δημιουργίας…
«Μα κατά κάποιον τρόπο, ένα κομμάτι δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Μπορείς πάντα να το ξαναφανταστείς, να το ξαναδομήσεις, να το μεταμορφώσεις, και κάποια στιγμή ίσως γίνει κάτι εντελώς νέο. Κάθε σύνθεση ξεκινά ως αυτοσχεδιασμός – μια ιδέα που γεννιέται από το πουθενά. Οταν αποφασίζεις να την καταγράψεις ή να την ηχογραφήσεις, εκείνη τη στιγμή νομίζεις ότι τελειώνεις μαζί της. Αλλά ακόμη κι έτσι, εξελίσσεται.
Στη δική μου διαδικασία, αφού ηχογραφήσω και κυκλοφορήσω κάτι, το φέρνω στην μπάντα και το ξαναδουλεύουμε για τη σκηνή. Μπορεί να αποκτήσει νέα ενορχήστρωση, νέα ενέργεια, νέο groove. Αυτή η εκδοχή μπορεί να ξαναηχογραφηθεί, να ανασυντεθεί, να γίνει remix. Οπότε κάθε φορά που λέω “τελείωσε”, στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα ακόμη σημείο μέσα σε έναν κύκλο – μια νέα εκδοχή της ίδιας δημιουργικής συζήτησης. Στο τέλος, ο στόχος είναι πάντα να επιστρέψει στη ζωντανή εμπειρία, εκεί όπου η μουσική αναπνέει και συνδέεται με αληθινούς ανθρώπους – κάτι που καμία μπάντα Τεχνητής Νοημοσύνης δεν θα μπορέσει ποτέ να αναπαραγάγει».
