Το 1978 ο Φρανκ Γκέρι, που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 96 ετών, στις 5 Δεκεμβρίου, ήταν ήδη ένας έμπειρος, πολυταξιδεμένος και με έναν πλούτο αναφορών και επιρροών αρχιτέκτονας. Είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, είχε γίνει αποδεκτός σε ένα πρόγραμμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Harvard Graduate School of Design, το οποίο όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ, και είχε ήδη στο βιογραφικό του την πρώτη του μεγάλη αποτυχία: μια εταιρεία κατασκευής επίπλων από πεπιεσμένο χαρτί η οποία δεν μακροημέρευσε.
Είχε επίσης μαθητεύσει στο ρόστερ του αρχιτεκτονικού γραφείου Victor Gruen Assosiates, είχε περάσει έναν καθοριστικό για το όραμα και την κοσμοθεωρία του χρόνο στο Παρίσι ως συνεργάτης του γάλλου αρχιτέκτονα Αντρέ Ρεμόντ και είχε επιστρέψει στις ΗΠΑ δημιουργώντας το 1962 το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο.

Ενσάρκωνε αναντίρρητα αυτό που έχει κανείς στον νου του ως ανερχόμενο αστέρα της αρχιτεκτονικής, όμως, αν και βρισκόταν μόλις μία ενδεκαετία μακριά από τη βράβευσή του με το βαρύτιμο Pritzker, απείχε πολύ από την πάνδημη αποδοχή, από την αναγνώρισή του ως εκ των κορυφαίων αρχιτεκτόνων του 20ού αιώνα, από τα φαραωνικών διαστάσεων projects και βέβαια από την οικονομική ευμάρεια που θα του εξασφάλιζαν όλα τα παραπάνω.
Το σπίτι της οργής
Εκτός του πολλά υποσχόμενου παρόντος και του ουρανομήκους σε αναγνώριση μέλλοντος, το 1978 – μια χρονιά που θα αποδεικνυόταν ορόσημο για τον ίδιο, τη ζωή και την καριέρα του – ο Γκέρι είχε και κάποια πρακτικά ζητήματα να διαχειριστεί. Από τον δεύτερο γάμο του με την πολυαγαπημένη σύζυγό του Μπέρτα είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τα οποία ήθελε, όπως μάλλον κάθε γονιός, να αναθρέψει όσο καλύτερα και όσο πιο άνετα μπορούσε.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Είχε μόλις 50.000 δολάρια στη διάθεσή του προκειμένου να μετατρέψει ένα μικρό μπάνγκαλοου στην περιοχή της Σάντα Μόνικα σε οικογενειακή φωλιά.
Στην πραγματικότητα, εκείνη η μικροσκοπική ξύλινη κατοικία του 1920 έγινε το ιδανικό πεδίο για να εφαρμόσει και να δοκιμάσει στην πράξη το πολύ προσωπικό, τολμηρό και για κάποιους ακόμα και ανήκουστο για τα μέτρα της εποχής όραμά του. Αντί να γκρεμίσει το μικρό οίκημα και να ξεκινήσει μια κατασκευή εκ βάθρων, ο Γκέρι αποφάσισε να το διατηρήσει ως πυρήνα γύρω από τον οποίο θα δομούσε ένα σπίτι αρκετά μεγάλο αλλά και λειτουργικό για την τετραμελή οικογένειά του και τις ανάγκες της.
Λόγω της περιορισμένης οικονομικής δυνατότητάς του, επιστράτευσε τα πιο ταπεινά και αταίριαστα για τη φυσιογνωμία της περιοχής υλικά.

Το εμβληματικό σήμερα σπίτι του Φρανκ και της Μπέρτα Γκέρι στη Σάντα Μόνικα λειτούργησε ως δοκιμαστικός σωλήνας για το αρχιτεκτονικό όραμά του
Ηταν μια ιδέα που δεν λάτρεψαν ακριβώς οι γείτονές του, οι οποίοι, όπως ο ίδιος είχε αφηγηθεί, ήταν έξαλλοι στη θέα του γαλβανισμένου χάλυβα, των κόντρα πλακέ, της συρμάτινης περίφραξης, της ασυνήθιστης φόρμας του σπιτιού, των παραθύρων που έβλεπαν όχι προς τον δρόμο αλλά προς τον ουρανό.
Μια γειτόνισσά του είχε απειλήσει ακόμα και με μηνύσεις για το «ανοσιούργημα» που έβλεπε να ξεπροβάλλει κοντά στην ιδιοκτησία της. Τελικά, αυτό που οι περίοικοι αντιμετώπισαν αρχικά ως ξένο σώμα και που ο Γκέρι δημιούργησε κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία – τη δεκαετία του ’90 καταπιάστηκε με την ανακαίνιση και τη βελτίωση της εν λόγω κατοικίας –, έγινε ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του.
Η οικία Γκέρι, γνωστή και απλώς ως «το σπίτι του Φρανκ και της Μπέρτα», σηματοδότησε την αρχή της αναγνώρισης του αρχιτέκτονα ως ενός φωτεινού, πρωτοπόρου και εικονοκλαστικού μυαλού και παρέμεινε στην ιδιοκτησία του έως το τέλος της ζωής του.

Το Μουσείο της Ποπ Κουλτούρας δια χειρός Γκέρι στο Σιάτλ των ΗΠΑ
Μπορεί ο Γκέρι να αποκρυσταλλώθηκε στο συλλογικό ασυνείδητο περισσότερο ως ένας τεχνοκράτης που παρέδωσε στην ανθρωπότητα κάποια γιγαντιαίων διαστάσεων αλλά και βαθιάς πολιτισμικής επιρροής οικοδομήματα, όπως το Μουσείο Guggenheim του Μπιλμπάο, το Walt Disney Concert Hall του Λος Αντζελες – της πόλης η οποία ήταν η δεύτερη πατρίδα του – και το Ιδρυμα Louis Vuitton στο Παρίσι, όμως ο ίδιος επέμενε να αντιμετωπίζει έως τις ύστατες ημέρες του τον εαυτό του ως καλλιτέχνη. Εναν άνθρωπο που με πρώτη ύλη τα θραύσματα του αποσπασματικού κόσμου στον οποίο ζούμε δημιουργούσε έναν καινούργιο.
Ο οδηγός φορτηγού που άνοιξε νέους δρόμους
Γεννημένος στο Τορόντο του Καναδά ως Φρανκ Οουεν Γκόλντμπεργκ, ο Γκέρι – άλλαξε το επώνυμό του το 1954 προκειμένου να αποφύγει τα αντισημιτικά ένστικτα – μεγάλωσε μέσα στην τέχνη και τη δημιουργία. «Η τέχνη», έλεγε, «ήταν ο τρόπος που είχε η οικογένειά μου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της». Τη δεκαετία του ’40 ο πατέρας του, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα με το αλκοόλ, έπαθε καρδιακή ανακοπή στη διάρκεια ενός καβγά τους. Ηταν μια εικόνα που ο Γκέρι δεν ξεπέρασε ποτέ.

Τα ψάρια υπήρξαν αγαπημένο μοτίβο του Φρανκ Γκέρι. Γνωστότερο όλων εκείνο που δημιούργησε για τη Βαρκελώνη επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992
Παρότι ο πατέρας του επανήλθε, η υγεία του παρέμεινε εύθραυστη. Τόσο πολύ ώστε έπειτα από προτροπή των γιατρών, οι οποίοι έκριναν πως η καρδιά του δεν θα άντεχε έναν ακόμα βαρύ καναδικό χειμώνα, η οικογένεια μετακόμισε στην Καλιφόρνια. Ο Γκέρι, που αποκόπηκε βίαια από το παρελθόν και την καθοριστική σχέση με τους παππούδες του – στο κατάστημα με εργαλεία που είχαν έμαθε να φτιάχνει τις πρώτες του κατασκευές ως παιδικό παιχνίδι –, αναγκάστηκε να χωρέσει σε μια νέα ρουτίνα ζωής. Μπήκε στο κολέγιο και παράλληλα για τα προς το ζην εργαζόταν ως οδηγός.
«Ημουν οδηγός φορτηγού στο Λος Αντζελες, φοιτούσα στο City College και δοκίμασα να γίνω ραδιοφωνικός εκφωνητής – κάτι στο οποίο δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός. Δοκίμασα και τη χημική μηχανική, στην οποία επίσης δεν ήμουν καλός και δεν μου άρεσε. Και τότε θυμήθηκα. Κάπως άρχισα να βασανίζω το μυαλό μου με το ερώτημα: “Τι μου αρέσει πραγματικά; Πού ήμουν; Τι με ενθουσίαζε;”. Και θυμήθηκα την τέχνη – ότι λάτρευα να πηγαίνω σε μουσεία, να κοιτάζω πίνακες, να ακούω μουσική. Αυτά τα πήρα από τη μητέρα μου, που με πήγαινε σε συναυλίες και μουσεία.

Το επονομαζόμενο κτίριο που χορεύει στην Πράγα. Αποτέλεσμα της συνεργασία του Φρανκ Γκέρι με τον τσεχοκροάτη αρχιτέκτονα Βλάντο Μίλουνιτς
Θυμήθηκα τη γιαγιά και τα ξύλινα τουβλάκια και έτσι, από μια διαίσθηση, δοκίμασα μερικά μαθήματα αρχιτεκτονικής» είχε αφηγηθεί για τη ζωή του εκείνα τα χρόνια και για την καθοριστική – για τον ίδιο αλλά και για την ανθρωπότητα – απόφασή του να στραφεί στις σπουδές Αρχιτεκτονικής, τις οποίες μάλιστα κατάφερε να ολοκληρώσει με τη στήριξη και την οικονομική συνδρομή της πρώτης συζύγου του Ανίτα Σνάιντερ.
Για περίπου δύο δεκαετίες, ο Γκέρι, φύσει ανένταχτος και μποέμ, συνεργάστηκε με καλλιτέχνες της Δυτικής Ακτής, σχεδιάζοντας τα στούντιο και τα εργαστήριά τους. Επλασε το δικό του αφήγημα για την αρχιτεκτονική, όχι ως ασεβής αναθεωρητής, αλλά με το πνεύμα του φιλοπερίεργου δημιουργού και του ανθρώπου που είχε τη θέληση αλλά και το κουράγιο να δει τι υπάρχει πέρα από το όριο και το θεωρούμενο για την εποχή θέσφατο.

Το 1989 ο Γκέρι παρέδωσε τις εγκαταστάσεις της εταιρίας Vitra στη Γερμανία. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Pritzker
Το σπίτι του στη Σάντα Μόνικα έγινε με έναν τρόπο η πιο πλήρης και η πιο φωτογενής έκφραση της φιλοσοφίας του. Και ένα εφαλτήριο για να περάσει από τον σχεδιασμό και τη δημιουργία κατοικιών στις παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο.
Δείγματα αυτής της πρώτης επιδραστικής περιόδου του, που κορυφώθηκε με την απονομή του Βραβείου Pritzker το 1989, έγιναν το Ενυδρείο Cabrillo στο Σαν Πέντρο, το Μουσείο Αεροδιαστημικής στο Κέντρο Επιστημών της Καλιφόρνιας, αλλά και οι εγκαταστάσεις του Μουσείου Design της εταιρείας Vitra στην πόλη Βάιλ αμ Ράιν στη Γερμανία. Για λογαριασμό της τελευταίας ο Γκέρι είχε σχεδιάσει ή, καλύτερα, είχε σμιλεύσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του, την περίφημη σήμερα καρέκλα Wiggle, κατασκευασμένη από πεπιεσμένο χαρτί.

Η θρυλική καρέκλα Wiggle που ο Γκέρι σχεδίασε για την εταιρία Vitra
Το θαύμα του Μπιλμπάο
Ναι, ο αείμνηστος αρχιτέκτονας μπορούσε να είναι το ίδιο καίριος, σαφής και επιδραστικός τόσο σε μια περιορισμένη φόρμα όσο και στα μνημειακών διαστάσεων έργα που ανέλαβε. Εκείνα που ανέδειξαν τον ίδιο σε διασημότητα της αρχιτεκτονικής, συνέβαλαν ώστε η αρχιτεκτονική να αντιμετωπίζεται και να εκλαμβάνεται ως υψηλή τέχνη, άλλαξαν τη μοίρα ολόκληρων πόλεων και δημιούργησαν μια τάση που έγινε γνωστή ως «The Bilbao Effect».
Το 1997 ο Γκέρι παρέδωσε στη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Χώρας των Βάσκων, στον ισπανικό Βορρά, το μουσείο Guggenheim Bilbao, ένα έργο συνολικής επιφάνειας 24.000 τετραγωνικών μέτρων (από τα οποία τα 11.000 εκθεσιακοί χώροι), που μόλις την πρώτη χρονιά λειτουργίας του κατάφερε να προσελκύσει 1,3 εκατομμύρια επισκέπτες από όλον τον κόσμο – τα οποία έγιναν 4 εκατομμύρια την πρώτη τριετία – και να μετατρέψει στο πέρας του χρόνου το Μπιλμπάο σε σημείο αναφοράς του παγκόσμιου πολιτιστικού γίγνεσθαι.

Το Μουσείο Guggenheim του Μπιλμπάο θεωρείται ορόσημο στην επαγγελματική διαδρομή του Φρανκ Γκέρι
Ο αστικός μύθος λέει πως όταν ο, γεννημένος Καναδός αλλά πολιτογραφημένος Αμερικανός, αρχιτέκτονας αντίκρισε το έργο του ολοκληρωμένο, μονολόγησε: «Τι έκανα σε αυτούς τους ανθρώπους;». Οποια και να είναι η αλήθεια, η επιτυχία και η απήχηση του Guggenheim Bilbao θεωρείται – δικαίως – πως πυροδότησε το ενδιαφέρον για λιγότερο βαρετά δημόσια κτίρια. Γέννησε βεβαίως και την κριτική αναφορικά με το εάν ένα μουσείο μπορεί ή επιτρέπεται να είναι πιο ενδιαφέρον και επιβλητικό από τα ίδια τα εκθέματά του.
Σε κάθε περίπτωση, την έμπνευση για το έργο που μαζί με το Walt Disney Concert Hall – το οποίο δημιούργησε έξι χρόνια αργότερα, το 2003, στο Λος Αντζελες και μάλιστα λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι όπου ζούσε όταν μετοίκησε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’40 – είναι τα πιο διάσημά του την άντλησε κατά κύριο λόγο από την κίνηση και τις φολίδες των ψαριών.

Το Walt Disney Concert Hall στο Λος Άντζελες είχε και συναισθηματική σημασία για τον Γκέρι, αφού ήταν ένα από τα πιο μνημειακά έργα του λίγους δρόμους μακριά από το σπίτι που μεγάλωσε ως μετανάστης στην Καλιφόρνια
Αδιάφορος για τις τάσεις και τα κινήματα της εποχής του, τα οποία αντιμετώπιζε με μια ιδέα υπεροψίας, ο Γκέρι αναζητούσε έμπνευση στο αρχέγονο και το πρωτόλειο. Εστω κι αν χρειαζόταν να ανατρέξει σε φόρμες ηλικίας εκατομμυρίων ετών. Στα απολιθώματα, ας πούμε, των οργανισμών του υδάτινου κόσμου. «Με ενδιέφερε η κίνηση. Οταν ένα ψάρι κινείται, είναι τόσο όμορφο» έλεγε το 1997. «Αρχισα να δημιουργώ τέτοιες μορφές και κατάφερα να πετύχω αυτή την αίσθηση κίνησης, αναπτύσσοντας έτσι ένα καινούργιο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο».
Πριν από περίπου μία δεκαετία ο Γκέρι έλεγε ότι στόχος και υποχρέωση ενός αρχιτέκτονα είναι να αφήσει τον κόσμο λίγο καλύτερο από ό,τι τον βρήκε. Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει πως ο ίδιος τήρησε αυτή την άρρητη δέσμευση. Ακόμα και αν χρειάστηκε να θέσει το όραμά του και στη διάθεση των σύγχρονων κροίσων.

Fondation Louis Vuitton ή αλλιώς ένα ακόμα επιβλητικό έργο του Γκέρι στο δάσος της Βουλώνης
Μέχρι τις ύστατες ηµέρες του ο γηραιός «starchitect» εργαζόταν για το καινούργιο κατάστηµα-ναυαρχίδα του οίκου Louis Vuitton στο Μπέβερλι Χιλς, ενώ δούλευε και τα σχέδια για το νέο εκθεσιακό/συνεδριακό µεγαθήριο του γάλλου µεγιστάνα Μπερνάρ Αρνό στο Παρίσι, σε µικρή απόσταση από το επίσης δικής του εµπνεύσεως Fondation Louis Vuitton στο Δάσος της Βουλώνης.