Οι φλόγες που καταπίνουν κάθε καλοκαίρι χιλιάδες στρέμματα ελληνικής γης δεν αφήνουν πίσω τους μόνο καμένα δάση και στάχτη, αφήνουν και ένα αναπόδραστο ερώτημα: ποιος έχει την ευθύνη για την καταστροφή; Παράλληλα, μέσα από τις μαρτυρίες, αποτυπώνεται ένας μεγάλος φόβος μπροστά στο αύριο.
Γρηγόρης Αλεξόπουλος
Δήμαρχος Δυτικής Αχαΐας
«Αναγνωρίζουμε τις τεράστιες προσπάθειες που έκαναν οι πυροσβέστες, όμως έπρεπε να ήταν περισσότεροι. Δεύτερον, θα ήταν καλύτερα αν τα πτητικά μέσα είχαν έρθει μία με μιάμιση ώρα νωρίτερα».
Παράλληλα τονίζει: «Γνωρίζουμε πως τα δασαρχεία υπολειτουργούν, όμως είναι σημαντική η συνεργασία μαζί τους. Ως Δήμος, είχαμε κάνει μελέτη αντιπυρικών ζωνών. Το δασαρχείο διύλισε τον κώνωπα, άλλαξε και τη μελέτη και μας την έφερε 20 ημέρες πριν ξεκινήσει η αντιπυρική περίοδος. Στη συνέχεια, έπρεπε να βγει δημοπρασία, να γίνει διαγωνισμός και να ξεκινήσει μια γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία έπρεπε να είχε γίνει μήνες πριν. Κι αυτό συμβαίνει παντού, όχι μόνο εδώ».
Βαγγέλης Κωνσταντής
Αντιδήμαρχος Φιλιππιάδας
Στην περιοχή του η πυρκαγιά ξεκίνησε από τον Αμμότοπο Αρτας. Οι λίγες δυνάμεις του τοπικού πυροσβεστικού σταθμού πήγαν εκεί. Την ίδια στιγμή, στην περιοχή Γυμνότοπος (που απέχει περίπου 10 χλμ.) καλώδια της ΔΕΗ έβγαλαν σπινθήρα που έπεσε σε ξερή βλάστηση. Εξαιτίας του δυνατού αέρα, η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα – οι πυροσβεστικές δυνάμεις άργησαν να μεταβούν γιατί επιχειρούσαν στον Αμμότοπο.
«Αναγκάστηκα να κάνω εγώ, αυτοβούλως, εκκένωση, μαζί με τους αστυνομικούς, σε ελάχιστα λεπτά και πριν βγει το 112. Ολα αυτά σε μικρό χρονικό διάστημα. Μετά η φωτιά πέρασε την Ιονία οδό και πήγε στον Κερασώνα. Αν η πυροσβεστική είχε μεγαλύτερη δύναμη, ίσως να είχε γίνει καλύτερη διαχείριση, χρειαζόμασταν όμως και πτητικά μέσα από την αρχή της πυρκαγιάς».
Σωτήρης Στρογγυλός
Κάτοικος Βολισσού
Το δύσβατο γεωμορφολογικό ανάγλυφο της περιοχής και οι δυνατοί άνεμοι αποτελέσαν έναν μεγάλο αντίπαλο στη μάχη με τη φωτιά. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα, σύμφωνα με τον κ. Στρογγυλό.
«Το χωριό υδροδοτείται από δύο γεωτρήσεις. Πριν από περίπου έναν μήνα, όταν είχε ξεσπάσει η προηγούμενη πυρκαγιά, υπήρξε μπλακ άουτ και οι δύο γεωτρήσεις δεν δούλεψαν. Ο Δήμος έφερε μια γεννήτρια για να την τοποθετήσει σε μία από τις δύο πηγές ώστε να αντληθεί νερό για την πυρόσβεση. Η γεννήτρια, όμως, δεν είχε τέτοια δυνατότητα – το φορτίο ήταν μεγάλο. Ετσι μεταφέρθηκε σε ιδιωτική γεώτρηση στην οποία μπόρεσε να λειτουργήσει. Θα βοηθούσε περισσότερο εάν είχαμε γεννήτριες και για τις δυο πηγές του χωριού».
Τάκης Μασούρας
Κτηνοτρόφος, Βόνιτσα
Κινδύνεψε κυριολεκτικά να καεί. Μπήκε στη φωτιά, τον έβγαλαν οι πυροσβέστες και αυτός ξαναμπήκε. Τόσο μεγάλος ήταν ο φόβος να μη χάσει όλα όσα απέκτησε με στερήσεις μιας ζωής, που ρίσκαρε την ίδια τη ζωή του.
«Ευτυχώς που γύρισα γιατί κατάφερα να γλιτώσω ένα μέρος από το βιος μου» λέει. «Ημουνα μέσα στη φωτιά. Ολοι κάνουν τον σταυρό τους και απορούν πώς σώθηκα, πώς τα κατάφερα. Ηταν τα άλογα μέσα, τα γελάδια, τα μοσχάρια, ευτυχώς τα περισσότερα προλάβαμε και τα βγάλαμε έξω. Κάποια μοσχάρια μόνο χάσαμε». Δεν πρόλαβε να σώσει τις εγκαταστάσεις. «Εγκαταστάσεις υπερσύγχρονες» τονίζει. Αναρωτιέται πως θα ξεκινήσουν από την αρχή – απαιτούνται χιλιάδες ευρώ και ακόμα δεν έχουν πάρει τις αποζημιώσεις για το χαλάζι.
Τον ρωτάω γιατί πήρε ένα τόσο μεγάλο ρίσκο. «Γιατί χωρίς τα ζώα δεν υπάρχει ζωή» λέει. «Εγώ και τα παιδιά μου, η οικογένειά μου είμαστε από το πρωί μέχρι το βράδυ στα ζώα. Πώς θα ζήσουμε;».
Σωτήρης Θεοδώρου
Επιχειρηματίας, Βολισσός
Οταν είδε τη φωτιά να εισβάλλει, έτρεξε στην επιχείρησή του, ένα μπαράκι δίπλα στη θάλασσα, και άρχισε να καταβρέχει τον χώρο. Μάταια. Η επιχείρησή του καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο κ. Θεοδώρου άνοιξε αυτό το μπαράκι πριν από 20 χρόνια, όταν αποφάσισε να γίνει μόνιμος κάτοικος Χίου, εγκαταλείποντας την Αθήνα.
«Η σεζόν στην Βολισσό ξεκινάει στις 20 Ιουλίου και τελειώνει στις 25 Αυγούστου. Περιμέναμε να πάει καλά αυτός ο μήνας για να βοηθηθούμε τους άλλους έντεκα. Τώρα καταστραφήκαμε! Οχι μόνο εγώ. Ολοι οι επιχειρηματίες εδώ. Πώς θα ζήσουμε; Ο κόσμος έφυγε από το νησί, τουρίστες και ντόπιοι. Και από αυτούς δεν πρόκειται να γυρίσει κανένας» λέει.
Σκέφτεται τους εργαζομένους του. Στα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν ακούστηκε τίποτα για τους εργαζομένους στις κατεστραμμένες επιχειρήσεις. Ο ίδιος δεν ξέρει καν τι ποσό δικαιούται. «Μέχρι χθες έσβηνα φωτιές. Πότε να προλάβω να δω και με τι καρδιά;» λέει. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι καιγόμασταν και δεν ακούσαμε ούτε ένα εναέριο μέσο να πετάει. Μία περιοχή που ήταν Νatura την κατέστρεψαν, μία περιοχή που τα τελευταία χρόνια είχε ανάπτυξη. Κάψανε το χωριό μας, αυτή ήταν η δεύτερη φωτιά».
Περπατάει μέσα στο μαγαζί του – η κάβα του καλοκαιριού καμένη στο έδαφος. «Πώς θα αποδείξω τι είχα μέσα στο μαγαζί; Πού είναι τα παραστατικά αγοράς;».
