O Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένα παράδοξο της πολιτικής ζωής. Ποτέ δεν ενσωματώθηκε πλήρως στο ΠαΣοΚ, του οποίου έγινε πρόεδρος, ούτε απορροφήθηκε από τη συγκυβέρνηση της περιόδου 2012-2015 με τη ΝΔ, στην οποία θήτευσε ως αντιπρόεδρος. Δεν ενδιαφέρθηκε να πιάσει την κοινωνία από το χέρι, πολέμησε την Ακροδεξιά και τον λαϊκισμό όταν άλλοι θεωρούσαν ότι το «φίδι» ήταν τιθασευμένο και ότι οι ίδιοι θα αξιοποιήσουν προνομιακά το δηλητήριό του.
Επειδή προπορευόταν, συνήθως δεν γινόταν αντιληπτός, παρά αφότου τα γεγονότα κατέκλυζαν τις ψευδαισθήσεις, για παράδειγμα στην οικονομική κρίση ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Γι’ αυτό η πολιτική του διαδρομή κινείται μεταξύ θαυμασμού και φθόνου, ανοίγοντας δρόμους και αποκρούοντας επιθέσεις. Αλλοι πολιτικοί ανέθεσαν στη σιωπή και στην απόσταση να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με την κοινωνία.
Όμως, ο Ευ. Βενιζέλος δεν είναι ένας αποστειρωμένος πολιτικός, το γραφείο του είναι ανοιχτό και σε όσους τον αγαπούν και σε αυτούς που αγαπούν να τον μισούν. Εξάλλου, ο ίδιος μιλά δημόσια για όσα τον απασχολούν και σχετίζονται με τη χώρα, όχι με τα κόμματα, και μέσα από τις παρεμβάσεις του έχει γίνει σημείο αναφοράς για ένα κομμάτι του Κέντρου απαιτητικό και δύσκολα χειραγωγήσιμο.
Ενώ τα τελευταία έξι χρόνια βρίσκεται εκτός ενεργού πολιτικής και έχει από το 2019 τοποθετήσει τον εαυτό του στη σφαίρα της «μεταπολιτικής», όλο και συχνότερα οι τοποθετήσεις του επηρεάζουν και καθορίζουν την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης.
Στον κήπο των καλλιεργημένων στερεοτύπων κερδισμένοι βγαίνουν οι επίμονοι κηπουροί. Ο κ. Βενιζέλος δεν είναι άνθρωπος της κηπουρικής και γι’ αυτό φυτρώνουν συνεχώς ζιζάνια στην αυλή του. Και περιέργως τα ίδια ζιζάνια, μια μονοκαλλιέργεια για τις «πραγματικές προθέσεις» του σχετικά με την εξουσία, όταν η εξουσία ενοχλείται.
«Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη»
Αυτό συνέβη και πάλι τις τελευταίες εβδομάδες, όταν διατύπωσε την άποψη ότι «η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη», καθώς και με τη διαπίστωσή του – η οποία επιβεβαιώνεται και από την ανάγνωση των δημοσκοπήσεων – πως «έφθασε στο τέλος της η περίοδος των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων και βαδίζουμε προς την περίοδο των κυβερνήσεων συνεργασίας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με κοινοβουλευτικό πολίτευμα».
Οι θέσεις αυτές αρχικά προκάλεσαν κάποιες συζητήσεις, έλαβαν ωστόσο ευρεία δημοσιότητα όταν συνδέθηκαν, στο πλαίσιο της επετειακής εκδήλωσης της εφημερίδας «Δημοκρατία», με τον Κώστα Καραμανλή. Οι δύο πολιτικοί εκφώνησαν δύο συγκλίνουσες σε πολλά σημεία ομιλίες για την «κρίση της δημοκρατίας σήμερα». Στο ακροατήριο κυριαρχούσαν οι παρουσίες του Αντώνη Σαμάρα, του Προκόπη Παυλόπουλου, του Νικήτα Κακλαμάνη και του Νίκου Δένδια.
Την προσοχή, όμως, και την αντίδραση του Μεγάρου Μαξίμου συγκέντρωσε κυρίως η δική του συμμετοχή. Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι αυτό έγινε για να φύγει ο φακός από την παρουσία στην εκδήλωση τόσων εμβληματικών προσώπων από τον χώρο της ΝΔ.
Υπάρχει και άλλη εξήγηση για την επίθεση που δέχθηκε. Το γεγονός ότι απευθύνεται στον κεντρώο χώρο, ακροατήριο που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη δημοσκοπικά και εκλογικά. Αυτό το ακροατήριο παρακολουθεί τις τοποθετήσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου για τους θεσμούς, την εξωτερική πολιτική, τη δημοσιονομική κατάσταση, αλλά και θυμάται το βάρος που επωμίστηκε προσωπικά για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης τόσο την περίοδο 2011-2015 όσο και την περίοδο 2016-2019, ευρισκόμενος στην πρώτη γραμμή της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η συνομιλία του Ευ. Βενιζέλου με αυτό το ακροατήριο διαπιστώνεται συνεχώς στα συνέδρια του «Κύκλου Ιδεών», που συγκρότησε το 2015 και εξελίχθηκε σε ένα υπερκομματικό φόρουμ διαλόγου.
Ο κ. Βενιζέλος μπορεί να έχει αποστασιοποιηθεί από την ενεργό πολιτική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει πάψει να παράγει πολιτική. Γι’ αυτό το όνομά του «παίζει» συνεχώς και μόνο για τα υψηλότερα κλιμάκια, αν όχι για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έστω πρωθυπουργός! Πολλοί λένε ότι η Βουλή έχει υποβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια και ότι θα έπρεπε να έκανε εκεί τις παρεμβάσεις του και όχι σε συνέδρια και συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης.
«Υποψήφιοι πρωθυπουργοί είναι οι αρχηγοί των κομμάτων»
Ο ίδιος είναι κατηγορηματικός ως προς την επιστροφή του στη Βουλή. Δεν συζητεί καν το ενδεχόμενο συμμετοχής του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠαΣοΚ. Θεωρεί ότι η συζήτηση για δήθεν δικό του ρόλο και μάλιστα πρωθυπουργού σε μια επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας απορρέει από το άγχος εκείνων οι οποίοι φοβούνται εξελίξεις που δεν ελέγχουν και που μπορεί να δείξουν ότι η χώρα δεν πάσχει από αθεράπευτη έλλειψη εναλλακτικών λύσεων. «Υποψήφιοι πρωθυπουργοί είναι οι αρχηγοί των κομμάτων» τονίζει.
«Δεν ενοχλούνται από την ανύπαρκτη πιθανότητα να αναλάβω θεσμικό ρόλο που δεν επιδιώκω», προσθέτει, «αλλά από την προφανή βεβαιότητα ότι ασκώ ως πολίτης το δικαίωμά μου στον πολιτικό λόγο. Είναι περίεργο να θεωρούν κάποιοι ότι έχει τέτοιες φιλοδοξίες ένα πρόσωπο που δηλώνει ότι βρίσκεται στον χώρο της μεταπολιτικής και ασκεί ως πολίτης το δικαίωμά του στον πολιτικό λόγο.
Ελπίζω οι ειδικοί του “πολιτικού ψυχολογισμού”, που λένε ότι ασκώ κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη γιατί αθέτησε τη δέσμευσή του να με προτείνει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να μπουν στον κόπο να ρωτήσουν τον ίδιο αν αληθεύει η ιστορία.
Διαπιστώνουν μήπως ότι ήμουν φιλικός προς την κυβέρνηση πριν από την προεδρική εκλογή και έγινα επικριτικός μετά; Αν θέλουν να εντοπίζουν τα “κίνητρά” μου, μπορούν πολύ απλά να παρακολουθούν πώς εξελίσσονται στη χώρα μας τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, κοινωνικής συνοχής, εθνικής ταυτότητας και δημοσιονομικής επίγνωσης. Τα θέματα που αφορούν την πολιτική μου εμπειρία και την επιστημονική μου εξειδίκευση» επισημαίνει.
Οταν το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης άρχισε την πρωθυπουργική του θητεία, εκείνος αποδεχόταν το τέλος της κοινοβουλευτικής του παρουσίας, που φίλοι και εχθροί επαινούν ως μία από τις σημαντικότερες της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ηταν μόλις 62 ετών.
Επέστρεψε με ενθουσιασμό στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ για να οργανώσει τα υψηλού κύρους μεταπτυχιακά σεμινάρια Συνταγματικού Δικαίου, στα οποία μετέχουν όλοι οι ομότεχνοί του. Με τον ίδιο ενθουσιασμό επέστρεψε στη δικηγορία και στις αίθουσες του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Παράλληλα, οι εκδηλώσεις και τα συνέδρια του «Κύκλου Ιδεών» δίνουν πολύ συχνά το στίγμα. Ο συνδυασμός της πολιτικής του εμπειρίας και του επιστημονικού του λόγου προσδίδει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στις παρεμβάσεις του. Για πολλά κρίσιμα θέματα η κυβέρνηση προσβλέπει στη στήριξη ή στη συμβουλή του. Τελευταία παραδείγματα, η ιδέα της περιφερειακής διάσκεψης των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου και ο νόμος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ υιοθέτησε ουσιαστικά τη γνωμοδότηση που συνέταξαν ο Ευ. Βενιζέλος και ο πρώην πρόεδρος του ΔΕΕ Βασίλης Σκουρής. Ακόμη και για την αντίκρουση των σεναρίων ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ασκήσει ποινικές διώξεις κατά υπουργών παρακάμπτοντας το άρθρο 86 του Συντάγματος, οι κυβερνητικοί κύκλοι επικαλούνται τις δικές του απόψεις για τις σχέσεις εθνικού Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου.
Όπως, επίσης, και για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα αφενός μεν στις θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών από πανεπιστήμια άλλων κρατών-μελών, αφετέρου δε στη ρητή πρόβλεψη του κανονισμού περί Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τον σεβασμό ασυλιών και προνομίων που παρέχει το εθνικό δίκαιο.
Όταν η κριτική γίνεται ενοχλητική
Θα υπέθετε κανένας ότι η σχέση του με το Μέγαρο Μαξίμου είναι ομαλή. Ομως δεν είναι. Ο λόγος του δεν αρέσει όταν ασκεί κριτική για τις υποκλοπές, για την καταστρατήγηση του άρθρου 86 με την παράκαμψη της προκαταρκτικής εξέτασης στην υπόθεση των Τεμπών ή για τη διελκυστίνδα γύρω από τις εκταφές, για τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με τις μαζικές επιστολικές ψήφους προκειμένου να μη συγκροτηθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά η εξελισσόμενη με τον γνωστό τρόπο εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αυτοί που θέλησαν να προστατεύσουν αυτόκλητοι την «αξιακή καθαρότητά» του για να μη «μολυνθεί» από τη συμμετοχή του στην εκδήλωση μιας εφημερίδας αντίπαλου πολιτικού χώρου, που του είχε επιτεθεί την περίοδο της κρίσης, είναι σε μεγάλο βαθμό ίδιοι με εκείνους που είχαν ενοχληθεί γιατί το 2023 είχε μιλήσει σε εκδήλωση κατά των υποκλοπών οργανωμένη από φορείς φιλικούς προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, η θέση αρχής του είναι ότι «για θέματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου συζητούμε με όλους όσοι κινούνται εντός του συνταγματικού φάσματος». Οπως λέει χαρακτηριστικά, «όταν έχεις σταθερές πεποιθήσεις έχεις και την αυτοπεποίθηση να απευθύνεσαι σε μη φιλικά ακροατήρια, ιδίως όταν σε ακούν με σεβασμό. Εχω ζήσει άλλωστε στην πολιτική μου ζωή και ακροατήρια υποτιθέμενων ομοϊδεατών που ούρλιαζαν με πάθος για να μην ακούγεται η φωνή μου και μάλιστα την περίοδο του αγώνα για την επιβίωση της χώρας».
Ο Ευ. Βενιζέλος ήταν πρόσφατα ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση του Ινστιτούτου του ΠαΣοΚ In Social για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οπως τόνισε στην ομιλία του αυτή, «της αναθεώρησης του Συντάγματος προηγείται ο σεβασμός του Συντάγματος». Θεωρεί, άλλωστε, ότι πολύ δύσκολα μπορεί να διαμορφωθεί αναθεωρητική συναίνεση και να συγκεντρωθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών που πρέπει να απαιτείται στη δεύτερη Βουλή, αυτή που συντελεί στην αναθεώρηση και καταστρώνει νομοτεχνικά τις διατάξεις.

Θεωρείτε, δηλαδή, ότι η επόμενη Βουλή θα είναι τόσο εύθραυστη, ώστε δεν θα καταφέρει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα;
«Μια Βουλή που κινδυνεύει να διαλυθεί αν δεν διαμορφωθούν οι αναγκαίες συνεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης προφανώς δεν έχει τις προϋποθέσεις να αναθεωρήσει το Σύνταγμα και μάλιστα με αίσθηση της ιστορικότητας της αναθεωρητικής διαδικασίας και χωρίς λαϊκίστικες εξάρσεις».
Ναι, αλλά για την αναθεώρηση του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών φαίνεται ότι συγκεντρώνεται ευρύτερη συναίνεση.
«Η αναθεώρηση του άρθρου 86 με τρόπο πειστικό για την κοινωνία έχει καταστεί αναγκαία μετά τις αλλεπάλληλες καταστρατηγήσεις του τόσο από την κυβέρνηση Τσίπρα εναντίον πολιτικών αντιπάλων όσο και από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπέρ των ίδιων των μελών της».
Αυτά που εξηγείτε παραπάνω αποτελούν τη βάση της άποψης που διατυπώσατε περί μη διακυβερνησιμότητας της χώρας;
«Το ζήτημα της διακυβερνησιμότητας προηγείται όλων των θεσμικών ζητημάτων. Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη όχι γιατί δεν έχει νόμιμη κυβέρνηση ή γιατί δεν μπορεί να αποκτήσει μετά τις εκλογές μια άλλη νόμιμη κυβέρνηση, που όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι μονοκομματική αλλά συνεργασίας.
Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη γιατί το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία των πολιτών, οι παραγωγικές δυνάμεις, οι διανοούμενοι αδυνατούν να οργανώσουν έναν εθνικό διάλογο που θα οδηγήσει σε επικαιροποίηση της εθνικής στρατηγικής και σε ανασύσταση του κοινωνικού συμβολαίου που διερράγη την περίοδο της κρίσης και δεν ανανεώθηκε μετά τη λεγόμενη επιστροφή στην κανονικότητα.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί συνεκτική και συμπεριληπτική μια κοινωνία όταν, κατά τη Eurostat, η υποκειμενική φτώχεια εκτινάσσεται στην Ελλάδα στο 67% και όταν κυριαρχεί η αίσθηση της ανισότητας και της διαφθοράς. Ας εξετάσουμε ένα σενάριο, ένα σχήμα μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας που επιτρέπει στον κ. Μητσοτάκη να παραμείνει πρωθυπουργός με κυβερνητικούς εταίρους από την “άπω Δεξιά”, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος και η Αφροδίτη Λατινοπούλου.
Αριθμητικά δύσκολο, αλλά ας το εξετάσουμε. Ενα τέτοιο σχήμα τι θα σημαίνει για τους θεσμούς, τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αναθεώρηση του Συντάγματος; Τι θα σημαίνει για την εξωτερική πολιτική μέσα μάλιστα στις συνθήκες της εποχής Τραμπ; Τι θα σημαίνει για τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας; Η χώρα θα έχει κυβέρνηση αλλά θα είναι απολύτως μη διακυβερνήσιμη».
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής η κυβέρνηση δείχνει ότι προσπαθεί να ισορροπήσει μέσα στα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί μετά τη δυναμική επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ. Η πρόσφατη τριμερής συνάντηση Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και οι σκληρές δηλώσεις Νετανιάχου που είχαν ως αποδέκτη την Τουρκία εντάσσονταν στο πλαίσιο αυτό;
«Η Ελλάδα προσπαθεί προφανώς να διέλθει με τον πιο ασφαλή και ισορροπημένο τρόπο από μια περίοδο αβεβαιότητας στο εσωτερικό της Δύσης, στις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Τα πρωτόκολλα διεθνούς συμπεριφοράς έχουν αλλάξει ριζικά και ενώ εμείς έχουμε συνηθίσει τα τελευταία πενήντα χρόνια σε μια “χαλαρή” σχέση με τον χρόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, που είναι η βασική μας εθνική ατζέντα, τώρα βλέπουμε να αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες που πυκνώνουν και επιταχύνουν τον χρόνο σε διάφορα ανοιχτά μέτωπα.
Βεβαίως πρέπει να έχουμε τον δικό μας στρατηγικό ειρμό, όπως λέω συχνά. Για παράδειγμα, ο Πρωθυπουργός διατύπωσε πρόσφατα την πρόταση για πενταμερή περιφερειακή διάσκεψη των χωρών της Αν. Μεσογείου. Το ζήτημα της ηλεκτρικής σύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ εκκρεμεί, κυρίως εκκρεμεί η οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία αλλά και τη Λιβύη. Προφανώς το μείζον εθνικό μας ενδιαφέρον είναι πάντα η κατάσταση στην Κύπρο.
Τα τριμερή σχήματα με την Αίγυπτο και το Ισραήλ έχουν μεγάλη σημασία, ιδίως όταν υπάρχει για αυτά πραγματικό αμερικανικό ενδιαφέρον. Ομως είναι αυτονόητο ότι τον ρυθμό και τον τόνο των ελληνοτουρκικών σχέσεων τον δίνουν οι δύο χώρες και όχι άλλοι, ακόμη και αν είναι στρατηγικοί εταίροι. Οι ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, οι επαφές για τα ΜΟΕ και οι συζητήσεις για τη λεγόμενη “θετική ατζέντα” πρέπει να συνεχίζονται κανονικά. Οπως πρέπει να είναι συνεχής η ανταπόκριση στις πρωτοβουλίες του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό».
