Σε βάθος χρόνου φαίνεται να εξελίσσονται οι πολιτικοδικαστικές διαδικασίες για υποθέσεις όπως οι παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, η τραγωδία στα Τέμπη και άλλες πολιτικής χροιάς δικαστικές έρευνες, καθώς αποτελούν πλέον μόνιμο αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων, ενώ εξελίσσονται σε διαρκή πονοκέφαλο για στην κυβέρνηση. Αν και ο Πρωθυπουργός επέμεινε πως η καθημερινότητα των πολιτών και η επίλυση προβλημάτων που χρονίζουν αποτελούν τις προτεραιότητες του κυβερνητικού έργου, ωστόσο οι εξελίξεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και άλλες έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, καθώς και οι δικαστικές διαδικασίες για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αποτελούν μια πολιτική καθημερινότητα, από την οποία η κυβέρνηση δεν μπορεί να αποστεί, καθώς απαιτείται να είναι σε ετοιμότητα για την αντιμετώπισή της. Αλλωστε, όπως έχει καταδείξει η πολιτική εμπειρία πολλών δεκαετιών την περίοδο της Μεταπολίτευσης, καμία υπόθεση καταγγελλόμενου σκανδάλου δεν κρατάει για καιρό και δεν προβληματίζει ουσιαστικά μια κυβέρνηση αν δεν πυροδοτείται από δικαστικές ενέργειες και δικαστικές διαδικασίες.
Η παροχή αυτή επιβεβαιώθηκε πλήρως την περασμένη εβδομάδα για τις παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, όταν ένα βαρύ πόρισμα της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος ήρθε να προσθέσει επιπλέον θέματα στο κουβάρι της παρανομίας, όταν δεσμεύθηκαν πολλά περιουσιακά στοιχεία της μέχρι πρότινος πολιτευτή της ΝΔ Πόπης Σεμερτζίδου, η οποία πλέον ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για βαριά αδικήματα, όπως απάτη και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Οι παθογένειες και η πολιτική σύγκρουση
Την ίδια ώρα, η έναρξη της Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία αποφασίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία να φθάσει την έρευνά της ως το μακρινό 1998, προκαλεί έντονες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και ερμηνεύεται ως προσπάθεια συμψηφισμού και συγκάλυψης των ευθυνών της τελευταίας επταετίας. Πάντως, μια διαχρονική παθογένεια στη διαχείριση και διάθεση των κοινοτικών πόρων, την οποία όλοι αντιλαμβάνονται ότι υπήρχε, δεν μπορεί να προσφέρεται στο σήμερα για συμψηφισμούς, όταν συνεχίστηκε χωρίς να ακυρωθεί, παρά τις κάποιες προσπάθειες, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις εμφάνισε φαινόμενα και διάχυσης και επέκτασης. Και σε αυτό το πεδίο η κυβέρνηση είναι δύσκολο να πείσει και να αιτιολογήσει τα πεπραγμένα της.
Παράλληλα η ύπαρξη και δεύτερης δικογραφίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ που αναμένεται, όπως είχε αποκαλύψει «Το Βήμα», από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με αίτημα την άρση ασυλίας για περί τους 10 βουλευτές (η συντριπτική πλειονότητα από το κυβερνών κόμμα) είναι βέβαιο ότι θα πυροδοτήσει κι άλλο το όλο θέμα, δημιουργώντας νέα πολιτικά δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση οι παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ πλέον εξελίσσονται σε μια πολιτική παράμετρο που η κυβέρνηση αρχικά υποτίμησε, ή τουλάχιστον δεν αντιλήφθηκε το μέγεθος του πολιτικού κόστους που συνεχίζει να παράγει.
Σε ό,τι αφορά, δε, τις καταγγελίες για απόκρυψη από τον υφυπουργό Γιώργο Μυλωνάκη ενημερωτικού σημειώματος για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις αιτιάσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ότι κάποιοι βουλευτές της ΝΔ γνώριζαν πως ήταν σε παρακολούθηση, από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έγινε γνωστό ότι η ίδια δεν έχει κάποια αρμοδιότητα να ελέγξει αυτές τις αιτιάσεις, καθώς αντικείμενό της είναι η διαχείριση και διάθεση των κοινοτικών κονδυλίων, αποκλείοντας έτσι την όποια παρέμβαση. Ωστόσο, το θέμα Μυλωνάκη απασχολεί ήδη τη Βουλή, ενώ η Ζωή Κωνσταντοπούλου εμφανίζεται με δηλώσεις της αποφασισμένη να επανέλθει, ενώ ο ίδιος ο υφυπουργός έχει δώσει εξηγήσεις αρνούμενος κάθε εμπλοκή. Σε κάθε περίπτωση τα περί Μυλωνάκη θα απασχολήσουν το Κοινοβούλιο, όπου και θα τεθούν εκ νέου.
Τα απόνερα της Novartis
Και ενώ οι εξελίξεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ φαίνεται ότι για καιρό θα παράγουν ειδήσεις και θα προβληματίζουν, ένα ακόμα σκάνδαλο, εκείνο της ενοχοποίησης 10 πολιτικών, ως δωροληπτών για τη Novartis, είχε τις πολιτικές του απολήξεις, που έχουν το δικό τους νόημα, την εβδομάδα που μας πέρασε. Η ιστορία αυτή που κράτησε οκτώ χρόνια με σκληρές πολιτικές αντιπαραθέσεις, ενώ καταγράφηκε ως μία από τις σκοτεινές σελίδες της μεταπολιτευτικής μας περιόδου, κατέληξε με την καταδίκη – σε ποινές μικρές, αυτές προβλέπει ο νόμος – των πρώην προστατευόμενων μαρτύρων, οι οποίοι καταδικάστηκαν πλέον ως ψευδομάρτυρες. Ορισμένοι από τους πολιτικούς που διασύρθηκαν από τις αστήρικτες καταγγελίες τους, οι οποίες δεν συνοδεύθηκαν από κανένα άλλο στοιχείο και αρχειοθετήθηκαν ως ανυπόστατες, αντέδρασαν. Και αντέδρασαν με αμφίσημες δηλώσεις, που έχουν τη σημασία τους. Τόσο ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς όσο και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με δύο λόγια στις δηλώσεις τους τόνισαν ότι ένα τέτοιο πολιτικό σκάνδαλο σπίλωσης των πολιτικών αντιπάλων δεν μπορεί να κλείσει μόνο με την καταδίκη ως ψευδομαρτύρων των φυσικών αυτουργών, τη στιγμή που δεν ελέγχθηκαν, ούτε δικάστηκαν, εκείνοι που το ενορχήστρωσαν και το κατασκεύασαν. Προφανώς τα πολιτικά βέλη και των δύο στρέφονται πρωτίστως προς τον Αλέξη Τσίπρα και τα συστήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επί των ημερών της οποίας ξεκίνησε η ιστορία, αλλά εκ των πραγμάτων εκτοξεύονται και προς τη σημερινή κυβέρνηση, επί των ημερών της οποίας διεξήχθησαν όλες οι διαδικασίες για τη δικαστική, και όχι μόνο, εκκαθάριση του σκανδάλου.
Δεν είναι τυχαίο πως ο Ευάγγελος Βενιζέλος καταθέτοντας στη δίκη με τους πρώην προστατευόμενους μάρτυρες αναρωτήθηκε αν είναι λογικό να φθάσει η υπόθεσή τους (σπίλωση πολιτικών αντιπάλων) στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο για αδικήματα ήσσονος σημασίας, την ώρα που οι εισαγγελικοί παράγοντες και άλλοι που ενεπλάκησαν στην υπόθεση έχουν διαφύγει του δικαστικού – και όχι μόνο – ελέγχου… Βεβαίως, η υπόθεση αυτή δεν είναι εύκολο να ανοίξει και πάλι, και ίσως δεν είναι και προς το συμφέρον κανενός, όπως προσφυώς τόνιζε μιλώντας στο «Βήμα» ανώτατος δικαστικός που έχει πλέον αφυπηρετήσει και προσεγγίζει τέτοια θέματα με μεγαλύτερη διαχρονικότητα. Ετσι κι αλλιώς η Novartis, έτσι όπως ξεκίνησε και όπως κατέληξε, αποτελεί μια εξαιρετικά διδακτική απόδειξη της λαϊκής παροιμίας «όποιος σκάβει τον τάφο του αλλουνού, πέφτει και ο ίδιος μέσα», ενώ προσφέρεται ως παράδειγμα για το πώς μια πολύ σοβαρή υπόθεση μπορεί να λοξοδρομήσει και τελικά να εξαερωθεί. Διότι η Ελλάδα ανήκει στις χώρες εκείνες που τελικά δεν πήραν μία από τον φαρμακευτικό κολοσσό για ένα υπαρκτό σκάνδαλο, ενώ άλλες εισέπραξαν μεγάλες αποζημιώσεις. Οι ΗΠΑ αποτελούν ενδεικτικό παράδειγμα. Εδώ η έρευνα εστράφη στους πολιτικούς και το σκάνδαλο πέρασε κάτω από την μπάρα… Και βέβαια οι ευθύνες των δικαστικών είναι τεράστιες για όσα δεν έκαναν για να διασφαλίσουν το δημόσιο συμφέρον και να πάρουν, τουλάχιστον, κάποια χρήματα ως αποζημίωση για τις παράνομες πρακτικές ενός φαρμακευτικού κολοσσού, καθώς και να οδηγήσουν στο εδώλιο εκατοντάδες γιατρούς και νοσηλευτικά στελέχη.
Η ανοιχτή πληγή των Τεμπών
Για την τραγωδία στα Τέμπη, που έχει αφήσει πληγές στο κοινωνικό σώμα, η εισαγγελική πρόταση την εβδομάδα που μας πέρασε έφερε πιο κοντά τη δίκη στη Λάρισα, καθώς πλέον ο έλεγχος του τεράστιου υλικού μένει να γίνει μόνο από πρόεδρο Εφετών. Οι αμφισβητήσεις που εκφράστηκαν για την ταχύτητα υποβολής της εισαγγελικής πρότασης δεν έχουν βάση, καθώς ο εισαγγελέας Εφετών Λάμπρος Τσόγκας ήταν από την αρχή στην ανάκριση και γνώριζε όλο το υλικό. Κατέθεσε την πρότασή του σε πραγματικά πολύ σύντομο χρόνο για μια τόσο βαριά δικογραφία, αλλά στη λογική της επιτάχυνσης για να ξεκινήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η δίκη. Κατά τα άλλα, το Δικαστικό Συμβούλιο για τον Χρήστο Τριαντόπουλο (μπάζωμα) τρέχει, ενώ για τον Κώστα Αχ. Καραμανλή αναμένονται οι δικαστικές διαδικασίες να ξεκινήσουν από Οκτώβριο, μετά την κλήρωση των ανώτατων δικαστών από τη Βουλή. Τρεις διαδικασίες πολύ σοβαρές, οι οποίες θα απασχολήσουν για μήνες, με τις πολιτικές επιπτώσεις που εξ αντικειμένου παράγονται για μια τόσο βαριά υπόθεση, η οποία έχει λάβει και τις διαστάσεις που έχει λάβει…
