Το μέτρο-έκπληξη, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, θα ανακοινωθεί το επόμενο Σαββατοκύριακο στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, με στόχο να αναστραφεί η πτωτική δημοσκοπική πορεία της κυβερνητικής παράταξης, κρατούν ως επτασφράγιστο μυστικό οι επιτελείς του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Παρ’ όλο που οι φετινές εξαγγελίες για το «καλάθι» των ετήσιων παροχών από το βήμα της ΔΕΘ ξεκίνησαν ήδη από τον Μάρτιο, όταν ανακοινώθηκαν οι αυξήσεις στους ενστόλους και το επίδομα των 250 ευρώ στους συνταξιούχους, η κυβερνητική ηγεσία και το οικονομικό επιτελείο επιχειρούν με κάθε τρόπο να μείνει χαμηλά ο πήχης με το συνολικό κόστος των μέτρων που θα ανακοινωθούν έτσι ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο επικοινωνιακό αποτύπωμα από την παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη.
Περισσότερο από ποτέ, άλλωστε, στην έβδομη κατά σειρά πρωθυπουργική παρουσία του στα εγκαίνια της ΔΕΘ, ο κ. Μητσοτάκης έχει ανάγκη να κερδίσει τις εντυπώσεις και να βγάλει την κυβέρνησή του από τη στενωπό που την έχει οδηγήσει το κακό κλίμα το οποίο επικρατεί στην ελληνική κοινωνία λόγω της έντονης πίεσης που δέχονται τα εισοδήματα των περισσότερων νοικοκυριών από την παρατεταμένη ακρίβεια, αλλά και εξαιτίας των σκανδάλων που, με αποκορύφωμα τον αμαρτωλό ΟΠΕΚΕΠΕ, ρίχνουν βαριά σκιά στην πολιτική ατμόσφαιρα.
Επισήμως ο επικοινωνιακός μηχανισμός επιμένει ότι το κόστος των εξαγγελιών θα κυμανθεί λίγο πάνω από το 1,5 δισ. ευρώ. Πλην, όμως, ανεπισήμως αναγνωρίζεται ότι δεν μπορεί να μείνει εκεί, αφού το κόστος θα είναι υψηλότερο εφόσον στα ήδη εξαγγελθέντα προστεθούν και τα μέτρα τα οποία έχουν περιγραφεί και αφορούν την ελάφρυνση της άμεσης φορολογίας για τη μεσαία τάξη και τα κίνητρα για την ενίσχυση των οικογενειών με παιδιά.
Τις προηγούμενες ημέρες προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση η σφοδρότητα με την οποία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης αντέδρασε στις προτάσεις της αντιπολίτευσης για χορήγηση 13ης σύνταξης στους συνταξιούχους και 13ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους. Κατά τους υπολογισμούς του, καθένα από τα δύο αυτά μέτρα θα είχε ετήσιο κόστος ύψους 1,5 δισ. ευρώ και άρα, αν υιοθετούνταν ένα από αυτά, δεν θα απέμενε δημοσιονομικός χώρος για οποιοδήποτε άλλο μέτρο.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν την ανάγκη για αυξήσεις στις συντάξεις και των μισθών του Δημοσίου, αλλά αποφεύγουν να μιλήσουν για το ύψος της αναπροσαρμογής που θα γίνει επειδή δεν θέλουν να προεξοφληθεί κάτι τέτοιο πριν από την ομιλία του κ. Μητσοτάκη. Θεωρείται, για παράδειγμα, βέβαιο ότι θα υπάρξει παρέμβαση για τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά» που κρατά καθηλωμένες τις απολαβές πολλών συνταξιούχων, αλλά δεν ξεκαθαρίζεται αν θα υπάρξει μερική ή πλήρης απάλειψη.
«Νo money, no honey»
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το οικονομικό επιτελείο «θα ξύσει και τον πάτο του βαρελιού», κατά το κοινώς λεγόμενο, προκειμένου να εξασφαλίσει πόρους που θα βοηθήσουν τη δημοσκοπική ανάκαμψη της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, που έχουν δεχθεί ισχυρά πλήγματα και βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων χρόνων.
«Στο Μέγαρο Μαξίμου ξέρουν καλά την αμερικανική έκφραση “no money, no honey”» σχολίαζε χαρακτηριστικά γαλάζιο στέλεχος μετά την ολιγόωρη επίσκεψη που πραγματοποίησαν την περασμένη Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη ο Πρωθυπουργός και το μισό Υπουργικό Συμβούλιο, επιδιώκοντας να προθερμάνουν το κλίμα εν όψει της ομιλίας του κ. Μητσοτάκη το βράδυ του Σαββάτου 6 Σεπτεμβρίου και της συνέντευξης Τύπου που θα ακολουθήσει το μεσημέρι της Κυριακής.
Αποφεύγοντας επιμελώς να μιλήσει για το οικονομικό σκέλος της ομιλίας την οποία σχεδιάζει να εκφωνήσει, ο Πρωθυπουργός έδωσε μια πρόγευση του πολιτικού μηνύματος που θα περιέχει η επικείμενη παρουσία του στη Θεσσαλονίκη και το οποίο θα περιστρέφεται γύρω από το «αφήγημα» της πολιτικής σταθερότητας που, κατ’ εκείνον, υπηρετείται μόνο από τις μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Το γαλλικό «σκιάχτρο»
Προς αυτή την κατεύθυνση προέβαλε – εν είδει «σκιάχτρου», όπως σχολίαζαν στελέχη της αντιπολίτευσης – την πολιτική και οικονομική κρίση που σοβεί στη Γαλλία, μία από τις ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, οι κλυδωνισμοί που βιώνει το Παρίσι οφείλονται αφενός στο κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν μπορεί να καταλήξει σε καμία συναίνεση, και αφετέρου στα μεγάλα ελλείμματα της γαλλικής οικονομίας, που για την τιθάσευσή τους απαιτείται να ληφθούν σκληρά μέτρα λιτότητας είτε με αυξήσεις φόρων είτε με περικοπές δαπανών.
Κατά τον Πρωθυπουργό, η Ελλάδα βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της κατάστασης που βιώνουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού, από τη μια, η οικονομία μας παράγει πλεονάσματα τα οποία δίνουν τη δημοσιονομική δυνατότητα για μειώσεις φόρων και αυξήσεις δαπανών σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η υγεία και η παιδεία. Ενώ, από την άλλη, η κυβέρνηση προχωρά απρόσκοπτα στην υλοποίηση του προγράμματός της χάρη στην πολιτική σταθερότητα που της εξασφαλίζει η μονοκομματική κοινοβουλευτική που διαθέτει.
Η τελευταία αυτή αποστροφή του κ. Μητσοτάκη ερμηνεύτηκε από ορισμένους πολιτικούς αναλυτές ως έμμεσος υπαινιγμός κυβερνητικών προθέσεων για αλλαγή του υφιστάμενου εκλογικού συστήματος. Παρά τις περί αντιθέτου παλαιότερες δηλώσεις του Πρωθυπουργού, το ενδεχόμενο να τροποποιηθεί ο εκλογικός νόμος εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μεταξύ στελεχών όλων των παρατάξεων και μάλιστα με τους κυβερνητικούς να είναι κυρίως εκείνοι που λειτουργούν ως επισπεύδοντες.
Δημοσκοπικό «ταμείο» μετά τη ΔΕΘ
Τα ευρήματα των τελευταίων μετρήσεων της κοινής γνώμης δείχνουν ότι η ΝΔ είναι αδιαμφισβήτητα πρώτη, αλλά με την πρόθεση ψήφου υπέρ της να κυμαίνεται στην περιοχή του 20%, ποσοστό το οποίο με αναγωγή δίνει εκτίμηση ψήφου που μόλις και μετά βίας ξεπερνά το 25%. Βρίσκεται, δηλαδή, στο κατώτερο όριο που απαιτείται για να αρχίσει να εισπράττει το πρώτο κόμμα έδρες μπόνους. Σε κάθε περίπτωση, η κυβερνητική παράταξη απέχει πάνω από δέκα εκατοστιαίες μονάδες από τον πήχη της αυτοδυναμίας και γι’ αυτό έχει ανοίξει η συζήτηση για να τροποποιηθούν οι προϋποθέσεις απονομής του μπόνους των εδρών για το κόμμα που κόβει πρώτο το νήμα της κάλπης.
Με δεδομένο, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο ισχύον εκλογικό σύστημα θα εφαρμοστεί από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν είναι λίγα τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος τα οποία θεωρούν «ηττοπαθή» την ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Οπως λένε χαρακτηριστικά, «οι αλλαγές στο εκλογικό σύστημα μπορεί να γίνουν μπούμερανγκ, αφού δεν υπάρχει εκλογικό σύστημα που να δίνει αυτοδυναμία με τη βούληση του ενός τετάρτου του εκλογικού σώματος».
Γι’ αυτό και θεωρούν ότι το ζητούμενο για το κυβερνών κόμμα είναι να ανεβάσει την εκλογική του δύναμη. Και αυτό, όπως υπογραμμίζεται από πολλές πλευρές, είναι κάτι που θα φανεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που θα γίνουν αμέσως μετά την παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ. Μέχρι τότε, άλλωστε, όπως επισημαίνεται, «θα έχει αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται το νέο σκηνικό που θα διαμορφωθεί με την επισημοποίηση της ίδρυσης νέων πολιτικών φορέων».
