Υποκλοπές και δίκτυα παράνομων παρακολουθήσεων ταλάνισαν την πολιτική ζωή του τόπου στα μεταπολιτευτικά χρόνια, ξεκινώντας από την εποχή του Θεοφάνη Τόμπρα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και φθάνοντας στο σήμερα, με τις υποκλοπές μέσω Predator.
Λίγες ήταν οι κυβερνήσεις που δεν βρέθηκαν στη δίνη καταγγελιών για παράνομες παρακολουθήσεις, πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων και άλλων δημόσιων λειτουργών, με κοινό παρονομαστή αυτών των αντιθεσμικών και αντιδημοκρατικών πρακτικών έναν.
Αναπάντητα ερωτήματα
Σε καμία από τις καταγγελλόμενες υποθέσεις υποκλοπών τελικά δεν υπήρξε δικαστική διερεύνηση σε βάθος, ούτε παραδειγματική τιμωρία όσων ενεπλάκησαν σε αυτές.
Από τον κανόνα των επιφανειακών ερευνών και τη μη απόδοση ευθυνών δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε η υπόθεση με τις παρακολουθήσεις μέσω του λογισμικού που φέρει την επωνυμία Predator, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο πολιτικών αντιπαραθέσεων πάνω από τρία χρόνια.
Η επισήμανση του Ευάγγελου Βενιζέλου πρόσφατα, σε δημόσια εκδήλωση για τη Δημοκρατία, για τις υποκλοπές τμήμα των οποίων απασχολούν τώρα σε χαμηλό επίπεδο την ελληνική Δικαιοσύνη, συνόψισε το θέμα. «Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έπεισε ότι δόθηκαν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα που προέκυψαν, αναφορικά με τη νομιμότητα, τη σκοπιμότητα, τους λόγους που έγιναν, τις εγκρίσεις που δόθηκαν, το περιεχόμενό τους. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τα αναπάντητα ερωτήματα μένουν και ρίχνουν τη σκιά της αμφισβήτησης στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης».
Οι καταγγελίες για παράνομες παρακολουθήσεις που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2022, με τον σημερινό πρόεδρο του ΠαΣοΚ Νίκο Ανδρουλάκη να καταγγέλλει, τότε, ότι επιχειρήθηκε παρακολούθησή του με μολυσμένα μηνύματα, προκάλεσαν ισχυρές πολιτικές αναταράξεις, και ακολούθησαν δικαστικές έρευνες, που τελικά δεν οδήγησαν σε διερεύνηση σε βάθος των καταγγελιών που έγιναν, όχι μόνο από τον σημερινό αρχηγό του ΠαΣοΚ, αλλά και από άλλα πρόσωπα, δημοσιογράφους και πολιτικούς.
Η αρχειοθέτηση των καταγγελιών με πόρισμα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2024, δεν έκλεισε τον κύκλο αυτής της ιστορίας, αφήνοντας ερωτήματα, πτυχές της υπόθεσης που δεν φωτίστηκαν, ενώ μόνο ένα μικρό τμήμα της, με τέσσερις ιδιώτες εμπλεκομένους, παραπέμφθηκε σε δίκη.
Ανοίγει η έρευνα
Η δίκη αυτή, στο Πλημμελειοδικείο (δικαστήριο πρώτου βαθμού), αφορά κατηγορίες πλημμελήματος και οι εκτιμήσεις που προηγήθηκαν της έναρξής της ήταν προσαρμοσμένες στη χαμηλή ποινική αξιολόγηση των δικαζόμενων πράξεων και στο γεγονός ότι οι υποκλοπές σχεδόν στο σύνολό τους είχαν αρχειοθετηθεί.
Ωστόσο, η εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, με εξετάσεις μαρτύρων, κατέδειξε το εύρος των ερωτημάτων, που δεν έχουν απαντηθεί, τις αδιευκρίνιστες πτυχές της, αλλά και τις ημιτελείς έρευνες, που ακολούθησαν τις καταγγελίες πολιτικών και δημοσιογράφων.
Το δικαστήριο, το οποίο επιχειρεί να βγάλει κάποια άκρη και να εντοπίσει την πραγματικότητα μιας ιστορίας που έχει πλήξει τους θεσμούς και έχει προκαλέσει σειρά πολιτικών αναταράξεων, εκθέτοντας τη χώρα μας και στο εξωτερικό, υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες αναζητώντας απαντήσεις. Ενδιαφέρον ως δικαστική εξέλιξη για την υπόθεση, με ενδεχομένως ευρύτερες διαστάσεις, αποκτά η απόφαση του δικαστηρίου να καλέσει μάρτυρες για κατάθεση που δεν ήταν στον κατάλογο αλλά έχουν διαδραματίσει ρόλο (άγνωστο ποιον) στις παρακολουθήσεις.
Η κλήση σε κατάθεση στο ακροατήριο, δημόσια, του προσώπου εκείνου (έχει εντοπιστεί) μέσω του τηλεφώνου του οποίου εστάλησαν μολυσμένα μηνύματα με πολλούς αποδέκτες προς παρακολούθηση, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Ανδρουλάκης, αποτελεί μια κίνηση εκ μέρους του δικαστηρίου που έχει τη σημασία της.
Το ίδιο και για άλλες κλήσεις μαρτύρων που ενδέχεται να ακολουθήσουν, ενώ καταθέσεις που δόθηκαν δημόσια στο ακροατήριο έχουν προσθέσει πολλά στη γενική εικόνα, τόσο των παρακολουθήσεων όσο και των ερευνών που ακολούθησαν, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο αλλά και, κυρίως, σε δικαστικό.
Η κατάθεση του τότε επικεφαλής της Αρχής για τη διασφάλιση του τηλεφωνικού απορρήτου (ΑΔΑΕ), επίτιμου ανώτατου δικαστικού Χρήστου Ράμμου, που περιέγραψε από πρώτο χέρι τους ελέγχους για τις παρακολουθήσεις, χαρακτηρίζοντάς τους «γράμμα κενό», υπήρξε διαφωτιστική για τον τρόπο που δεν ερευνήθηκαν σε βάθος οι καταγγελίες.
Ο κ. Ράμμος σε μια κατάθεση περιγραφική των ημιτελών ελέγχων και των ατελέσφορων προσπαθειών της Αρχής να βγάλει άκρη για τους παρακολουθούμενους από ΕΥΠ και Predator, κατέληξε στην παραδοχή «είδαμε ό,τι μας έδειξαν». Οι «κολοβές» έρευνες δεν επέτρεψαν κατά τους μάρτυρες που έχουν ήδη εξεταστεί να βεβαιωθεί με στοιχεία η ύπαρξη κοινού κέντρου παρακολουθήσεων για EYΠ και Predator.
Με αυτά τα δεδομένα, η δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη μπορεί να μην έχει αποδώσει συγκλονιστικές αποκαλύψεις, αλλά οπωσδήποτε έχει συμβάλει στο να έρθουν στο φως νέα στοιχεία της υπόθεσης, όπως ότι τελικά ήταν περισσότερα τα θύματα των υποκλοπών που άνοιξαν τα ύποπτα μηνύματα και βρέθηκαν σε παράνομη παρακολούθηση.
Η κατάθεση, για παράδειγμα, της Πηνελόπης Μηνιάτη, η οποία είχε διατελέσει προϊσταμένη στη νευραλγική θέση της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της Ελληνικής Αστυνομίας, υπήρξε άκρως διαφωτιστική.
Η μάρτυρας στο δικαστήριο, περιγράφοντας τα γεγονότα που την αφορούσαν, δεν άφησε αμφιβολίες ότι υπήρξε θύμα παρακολούθησης, σημειώνοντας με νόημα αναφερόμενη στο μολυσμένο μήνυμα που έλαβε: «Πάντως για μένα δεν ήταν απλά απόπειρα»…
Πάντως, ανεξάρτητα από την πορεία αυτής της δίκης, που έτσι κι αλλιώς αφορά ιδιώτες με εμπλοκή στις παρακολουθήσεις και αδικήματα πλημμελήματος, η ουσία είναι πως για μία ακόμα φορά καταγγελίες για παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων θεσμικών παραγόντων δεν έτυχαν διερευνήσεων σε βάθος.
Ιδια πρακτική
Η πρακτική των ερευνών που έφθασαν ως ένα σημείο, ή άλλων που κινήθηκαν εξαρχής στο πεδίο της συγκάλυψης, πρακτική που ακολουθήθηκε για δεκαετίες στη Μεταπολίτευση, όσες φορές υπήρξαν δημόσια καταγγελίες για υποκλοπές, ακολουθήθηκε και στην ιστορία με το Predator.
Aπό την εποχή του Θεοφάνη Τόμπρα με τις παρακολουθήσεις μέσω ΟΤΕ (τότε) που τελικά δεν διερευνήθηκε και έκλεισε με απόφαση της Βουλής μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση Κοσκωτά, μέχρι την ιστορία με τις υποκλοπές επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, με τον εντοπισμό παράνομου λογισμικού παρακολούθησης στη Vodafone, η κατάληξη υπήρξε πάντα η ίδια.
Επιφανειακές έρευνες, αναπάντητα ερωτήματα, μη απόδοση ευθυνών στους πρωταγωνιστές των υποκλοπών. Τα ίδια και για τις καταγγελίες για υποκλοπές επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με κεντρικό πρόσωπο τον Νίκο Γρυλάκη, τα ίδια και τώρα με το Predator…
