Μέσα στο ταξί, κολλημένο στην κίνηση, χτυπάει το κινητό του οδηγού και το σηκώνει ζητώντας μου μια ευγενική συγγνώμη. Ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στο πρόσωπο που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γραμμής μού λέει πως πρόκειται για κάποια γυναίκα. Η κόρη του, υποθέτω από την έγνοια που διακρίνω στη φωνή του, μια έγνοια καθημερινή, «πήγες εκεί;», «άργησες;», «βρήκες το ένα;», «βρήκες το άλλο;», «είχε κρύο;», «ζεστάθηκες;», έγνοια για διαδρομές μέσα στην πόλη, ψώνια και μικροϋποχρεώσεις εκφραζόμενη σ’ έναν τόνο λες και ο άντρας φοβάται μην και το πρόσωπο στο οποίο μιλάει του σπάσει. Τελικά, είναι η σύζυγός του.
Οι δυο τους πλησιάζουν τα εβδομήντα. Η γυναίκα είναι μοδίστρα και εργάζεται σ’ ένα εργαστηριάκι που ο άντρας, όπως μου λέει με καμάρι, της έχει φτιάξει στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή έτρεχε «στην Αθήνα» (στη γλώσσα των ολίγο παλαιότερων, «Αθήνα» είναι το κέντρο της πόλης) για να αγοράσει κλωστές και υφάσματα. Ξέρω λιγάκι απ’ αυτά, εξαιτίας της γιαγιάς μου, που ήταν κι εκείνη μοδίστρα.
Ακόμα ράβει και γαζώνει, για τον εαυτό της ή για την οικογένεια (για την ακρίβεια, της ανατίθενται όλες οι οικογενειακές επιδιορθώσεις, όπως να κοντύνει παντελόνια, να στενέψει φορέματα ή να αφαιρέσει άβολες βάτες από σακάκια), κατεβαίνοντας κάθε τόσο «στην Αθήνα» (στο κέντρο) για να αγοράσει τα χρειώδη. Και η σύζυγος του οδηγού, μέσα σ’ όλα, κάνει κάτι παρόμοιο: πέρα από τους προσωπικούς της πελάτες, μαθαίνω, συνεργάζεται και με μια μικρή βιοτεχνία, που της αναθέτει κοντέματα.
Καθώς το μυαλό μου γεμίζει με οικείες εικόνες από απλωμένα υφάσματα, βαριές ραπτομηχανές Singer, κυλίνδρους κλωστών, βελόνες σε μαξιλαράκια, καρφίτσες με χρωματιστά κεφαλάκια και ψαλίδια, σκέφτομαι έναν πίνακα, τη «Δαντελοπλέχτρα» του Βερμέερ, που απεικονίζει μια νεαρή απορροφημένη στο πλέξιμο της δαντέλας. Καθισμένη σε ένα τραπέζι, σκύβει συγκεντρωμένη πάνω από το εργόχειρο, με τα χέρια της να χειρίζονται προσεκτικά τις κλωστές και τα μασούρια.
Το πρόσωπό της είναι ήρεμο, φωτισμένο από απαλό φυσικό φως που αναδεικνύει διακριτικά το λείο της δέρμα και τις πτυχές του κίτρινου και μπλε φορέματός της. Στο προσκήνιο, ένα μαξιλάρι ραψίματος και σκόρπιες κλωστές ενισχύουν την αληθοφάνεια και τη ζεστασιά της σκηνής, ενώ κατά τα άλλα το φόντο έχει μια θολότητα που κατευθύνει την προσοχή του θεατή στην ήσυχη επιδεξιότητα του κοριτσιού.
Ο Βερμέερ δεν ζωγράφισε απλώς ένα κορίτσι απορροφημένο στη δουλειά, αλλά τον κόσμο να διπλώνεται προς τα μέσα, ένα σύμπαν-μινιατούρα όπου κάθε χειρονομία αποτελεί έναν μικρό κύκλο της ζωής. Οι κλωστές πάνω στο μαξιλάρι μοιάζουν με τις ίδιες τις κατευθύνσεις του χρόνου, υφασμένες και ξαναϋφασμένες. Η εργασία δεν είναι πια ένα μέσο παραγωγής, αλλά δημιουργίας, αν όχι αυτό ακριβώς που ξεχωρίζει τη δημιουργία από την παραγωγή. Η ακινησία της όλης σκηνής είναι, βέβαια, μεταφυσικά ηλεκτρισμένη.
Η βελόνα και η κλωστή μεσολαβούν ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο, ενώ μέσα από τη συνάντησή τους ο Βερμέερ επινοεί μια μεταφυσική του ελάχιστου, όπου το άπειρο δεν κρύβεται στους ουρανούς, αλλά στην εύθραυστη πράξη τού να κρατάς τα χέρια σου σταθερά. Η Δαντελοπλέχτρα είναι η πιο αθόρυβη επαναστάτρια της Ιστορίας. Κάθεται μπροστά στην άβυσσο της ύλης, λυτρώνοντάς τη μέσα από την ακρίβεια.
Το σκυμμένο της κεφάλι δεν θυμίζει υποταγή, αλλά κοινωνία με τη μυστική νοημοσύνη του υλικού κόσμου. Μέσα στο περίβλημα της τέχνης της υφαίνει μια αντίσταση στην απόσπαση, στη βία του μοντέρνου θορύβου. Κάθε νήμα που στρίβει είναι μια άρνηση της ταχύτητας, μια επαναβεβαίωση πως η αλήθεια ξεδιπλώνεται μόνο μέσα από τη φροντίδα. Το φως που πέφτει στα χέρια της δεν είναι διαφώτιση, αλλά κρίση.
Και τώρα που είπα κρίση: έχω παρατηρήσει ότι τα τελευταία χρόνια, που σε ό,τι αφορά την ποιότητα της βιωτής μας είμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τη λεγόμενη περίοδο της Κρίσης, η επαναφορά επαγγελμάτων που σχετίζονται με τη μικροπαραγωγή και επιδιόρθωση – παρά με την εμπορία – γίνεται ακόμα πιο αισθητή. Οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να αγοράζουν ρούχα και παπούτσια κάθε φορά που τους λείπει κάτι, γι’ αυτό και επιδιορθώνουν ό,τι μπορούν να επιδιορθώσουν.
Ετσι, τα στενά γεμίζουν ξανά με εκείνα τα μικρά καταστήματα όπου βλέπει κανείς έναν άνθρωπο μόνο του, ανάμεσα σε στοίβες από υφάσματα ή σόλες, να δουλεύει κάτι με τα χέρια του κάτω από το λευκό φως μιας λάμπας. Η εικόνα είναι πάντα η ίδια: Σπανίως υπάρχει μαρκίζα ή επιγραφή. Η πόρτα είναι μονίμως ανοιχτή. Το εσωτερικό δεν έχει διακοσμημένο χώρο υποδοχής πελατών μήτε αποστειρωμένο γκισέ. Δεν υπάρχουν χαμογελαστοί υπάλληλοι ούτε υπάλληλοι που κοιτάζουν κατσουφιασμένοι το ρολόι στον τοίχο λιβανίζοντας όλη μέρα τον καφέ που παράγγειλαν το πρωί. Υπάρχει μόνο ο ράφτης ή η ράφτρα.
Υπάρχει μόνο το φως της λάμπας που τους εξυπηρετεί στη δουλειά τους. Υπάρχει μόνο μια ραπτομηχανή, μια σιδερώστρα και ένας αριθμός από αλλοπρόσαλλα έπιπλα – ένα παλιό τραπέζι, ένα γραφείο που κάποιος είχε για πέταμα, μια καρέκλα σκηνοθέτη, μια-δυο άλλες καρέκλες από φορμάικα, γενικώς πολλή φορμάικα –, που χρησιμεύουν απλώς για να ακουμπούν πάνω τους τα αντικείμενα και τα εργαλεία της δουλειάς. Τα μικρά ραφτάδικα είναι χώροι απογυμνωμένοι από οτιδήποτε δεν είναι πρακτικό, από οτιδήποτε δεν εξυπηρετεί τον ράφτη ή τη ράφτρα και μόνο, οι οποίοι δεσπόζουν (αν και σκυμμένοι) σαν βασιλείς (αν και φτωχοί) στο κέντρο του μικρού τους εργαστηρίου, μοναχικοί και πανίσχυροι.
Τους βλέπεις και θαρρείς πως αντί για το ρούχο επιδιορθώνουν τον κόσμο. Βλέπεις τα χέρια τους σκασμένα, τραχιά, κατατρυπημένα να αγγίζουν το αντίθετό τους, λεπτά υφάσματα και μικροσκοπικές βελόνες, και διακρίνεις τη σχέση ανάμεσα στο χέρι και στην ύλη, στο σώμα και στην επιφάνειά του, στο παρελθόν και στο παρόν. Βλέπεις τα μάτια τους και δεν βρίσκεις φιλοδοξία, μονάχα ακρίβεια, λες και ο νους τους, αντί να «ξεφεύγει» με τη μονοτονία της εργασίας, αντιθέτως βυθίζεται μέσα στο συγκεκριμένο.
Βλέπεις το πείσμα στη γερτή στάση του σώματός τους και καταλαβαίνεις ότι, ενώ το επάγγελμά τους τάχα δεν έχει «αίγλη», δημιουργεί (ή ανα-δημιουργεί) αντικείμενα που βρίσκονται ανάμεσα στο θαύμα και στην επιστήμη. Ισως αυτοί οι μοναχικοί εργάτες του υφάσματος να ενσαρκώνουν μια ύστατη μορφή μνήμης: όχι ως συλλέκτες του παρελθόντος, αλλά τεχνίτες της διάρκειας μέσα στη φθορά.
Οπως οι Μοίρες της μυθολογίας, διαχειρίζονται ένα νήμα – όχι το νήμα που ορίζει τη μοίρα, αλλά το νήμα που καθυστερεί τη λήθη. Η επιδιόρθωση δεν είναι απλή επιδιόρθωση, είναι αναστολή. Η αφοσίωσή τους στο ελάχιστο καθρεφτίζει μια ανομολόγητη αλληλεγγύη με την ύλη, οι στοχευμένες βελονιές τους λειτουργούν σαν σημεία στη γλώσσα του υλικού. Οι ράφτες ράβουν σαν να ράβουν μια πληγή, σαν να γιατροπορεύουν ένα σώμα – κάθε σώμα – που δεν φοβάται τίποτα όσο τη δαγκωματιά του οριστικού.
Μια σταγόνα με αδυναμίες
Διάβασα για κάτι που ονομάζεται «σταγόνα του Πρίγκιπα Ρούπερτ», ένα κεφαλάκι γυαλιού με ουρά, που δημιουργείται όταν λίγο λιωμένο γυαλί πέφτει σε κρύο νερό. Η ξαφνική ψύξη προκαλεί άμεση σκλήρυνση της εξωτερικής επιφάνειας, ενώ το εσωτερικό ψύχεται βραδύτερα, δημιουργώντας έντονες εσωτερικές τάσεις. Ετσι, το κεφαλάκι είναι εξαιρετικά ανθεκτικό, ενώ η ουρά εύθραυστη.
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη δύναμη και στην τρωτότητα μοιάζει κάπως με τη διπλή ταχύτητα που κινεί τη ζωή. Οπως η αντοχή της σταγόνας εξαρτάται από την ακεραιότητα του πιο αδύναμου σημείου της, έτσι και η ζωή ισορροπεί μέσα από τα μικροπροβλήματα. Στη σταγόνα αυτή μοιάζει να αποτυπώνεται η δυσκολία της μορφής να συγκρατήσει το περιεχόμενό της. Η σταθερότητα είναι στιγμιαία, γιατί η εσωτερική ένταση φέρει ήδη τη ρήξη. Δεν πρόκειται, όμως, για κάποιο σφάλμα στη λογική που κρατάει όρθια τα πράγματα. Είναι απλώς ο τρόπος όλων να υπάρχουν.
