Κάθε κυβερνητική εξουσία μπορεί να είναι επιρρεπής στην αυθαιρεσία και σε πρακτικές που υπονομεύουν τον ρόλο της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας – ή οδηγούν ακόμη και στην καθυπόταξή τους. Ο λαός έχει μεν τη δυνατότητα να εκφραστεί μία φορά ανά τετραετία στις εθνικές εκλογές, αυτό ωστόσο δεν αρκεί για να θεραπεύσει τις πληγές που έχουν στο μεταξύ ανοίξει στη δημοκρατική λειτουργία μιας χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό, σε κρίσιμο πρακτικό αντίβαρο – πέρα από τα γνωστά θεσμικά (Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές κ.λπ.) – αναδεικνύεται η αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών και ιδίως όσων συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο. Πόσο όμως αποδοτικό είναι στις ημέρες μας το αντίβαρο αυτό, εν όψει πανίσχυρων κυβερνητικών εξουσιών;
Τα πράγματα είναι δύσκολα σήμερα και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις ΗΠΑ: Ο Πρόεδρος Τραμπ πορεύεται χωρίς φραγμούς. Μεταξύ άλλων, διατάσσει αβίαστα την ανάπτυξη της εθνοφρουράς σε διάφορες Πολιτείες, δρομολογεί διώξεις κατά πρώην αξιωματούχων ή πολιτικών αντιπάλων, ενώ, με τους δικαστές που έχει ο ίδιος διορίσει, απολαμβάνει τη σταθερή εύνοια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η διολίσθηση σε συνθήκες απολυταρχίας είναι έκδηλη. Οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2026 θα είναι απολύτως κρίσιμες για την αμερικανική δημοκρατία: αν οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, θα επέλθει κάποια εξισορρόπηση.
Και, μέσα σε όλα αυτά, ποιος ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και ιδίως όσων έχουν δημόσιο λόγο; Οι ΗΠΑ έχουν μεγάλη παράδοση στην προάσπιση των ελευθεριών, με ισχυρά κοινωνικά κινήματα και θαρραλέους υπερασπιστές τους.
Εντούτοις, αυτό που φοβίζει πλέον έγκυρους αναλυτές στις ΗΠΑ είναι μια διαφαινόμενη κόπωση στις τάξεις των πολιτών που ανησυχούν. Κατά την πρώτη θητεία Τραμπ φαίνεται να υπήρχαν εντονότερες αντιδράσεις. Πλέον όμως μοιάζει να εμφανίζονται σημάδια κόπωσης αλλά και φόβου εναντίωσης σε μια σαρωτική προεδρική εξουσία, προφανώς εν όψει πιθανών δυσμενών συνεπειών (διώξεις, έλεγχοι Αρχών κ.ά.). Η διαφαινόμενη αυτή τάση δεν εμπνέει αισιοδοξία.
Η κόπωση και ο φόβος μπορεί να εμφανιστούν και αλλού. Οχι μόνο σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα, αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες με σχετική δημοκρατική ομαλότητα. Δυστυχώς, και στη χώρα μας μοιάζει να παρατηρείται μια κάποια κόπωση.
Σε άλλες εποχές, μείζονες υποθέσεις θεσμικής λειτουργίας, όπως αυτή των υποκλοπών, κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλούσαν γενικευμένη και ηχηρή αντίδραση από πλήθος φορέων και δημόσιων διανοητών (πανεπιστήμια, πανεπιστημιακούς κ.ο.κ.). Το ίδιο και σοβαρές παραβιάσεις κοινοβουλευτικών διαδικασιών, η εργαλειοποίηση του άρθρου 86 Συντ. από την κυβερνητική πλειοψηφία προκειμένου να παρεμποδιστεί η διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών υπουργών, κ.ά.
Ανάγκη όμως άσκησης κριτικής υφίσταται και έναντι άλλων εξουσιών, όπως είναι προεχόντως η δικαστική. Ασφαλώς με την ευπρέπεια που προσήκει στον θεσμό. Δυστυχώς, η ηγεσία της ελληνικής Δικαιοσύνης εμφανίζεται τελευταία δυσανεκτική στην κριτική. Δεν μπορεί ωστόσο να αξιώνει να βρίσκεται στο απυρόβλητο, ιδίως εν όψει εντόνως αμφιλεγόμενων κρίσεών της σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος.
Αρκεί να θυμίσει εδώ κανείς, λ.χ., την αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών στον ΑΠ ή το γεγονός ότι για το μείζον ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων μέχρι στιγμής βασιζόμαστε σε σχετική ανακοίνωση του ΣτΕ, χωρίς να έχει δημοσιευτεί το κείμενο της απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Η γενικευμένη δε αίσθηση των πολιτών περί ύπαρξης στενών διεπαφών μεταξύ κυβέρνησης και Δικαιοσύνης ενισχύθηκε πρόσφατα με την όψιμη ικανοποίηση του αιτήματος του απεργού πείνας Π. Ρούτσι, μετά σειρά ομόρροπων κυβερνητικών και δικαστικών παλινωδιών.
Εν κατακλείδι: Η ομαλή θεσμική-δημοκρατική λειτουργία διέρχεται και μέσα από την άσκηση δημόσιας κριτικής στα πεπραγμένα κυρίως της κυβερνητικής εξουσίας, με παρρησία και υπευθυνότητα. Είναι καθήκον κάθε ενεργού πολίτη που πιστεύει στη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ο κύριος Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.
