Για τον συνομήλικο…
Και να που τα καρντάσια αποφοιτούν από το Ε’ Αρρένων Θεσσαλονίκης και το γιορτάζουν σε μια ταράτσα έτοιμα να ξεχυθούν στη ζωή. Ο Περγαντής, ο Ρικούδης, ο Πατιερίδης (ο επιλεγόμενος Σπουτς), ο Νιόνιος και βαθυστόχαστος εγώ. Αυτός ανέμελα φοράει το φουλάρι του μουσικού (φοιτά ήδη στο Ωδείο). Εγώ τη γραβάτα του δικηγόρου (προορίζομαι για τη Νομική. Η μαμά με βλέπει Λυκουρέζο). Και να πώς τα φέρνουν τα πράγματα. Εχοντας κι ο Διονύσης περάσει στη Νομική, ένα πρωί, έξω από το αμφιθέατρο του Κεντρικού, μου λέει: «Δεν θα το αντέξω, καρντάσι, θα φύγω, κατεβαίνω στην Αθήνα. Αν τους αντέξεις, σε παραδέχομαι». Αυτός έφυγε με φορτηγό, δούλεψε ψιλοχαμάλης στη Μενάνδρου, μετά ο Γιώργος Κούνδουρος στη «Στοά» τον έβαλε να γρατζουνάει την κιθάρα. (Το «Καρνάγιο» στις Σπέτσες ήρθε μετά.)
Αυτός χωρίς το φουλάρι. Εγώ με τη γραβάτα, πήρα πτυχίο, ορκίστηκα, έφυγα για το Παρίσι. Κράτησα τη γραβάτα στη Νομική του Paris 2, απελευθερώθηκα τον Μάιο του ’68, έβγαλα τη γραβάτα στη Vincennes, και έκτοτε δεν την ξαναφόρεσα. Αυτός γεννημένος τον Δεκέμβριο του ’44, εγώ σαν προχτές, 24 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Αυτός έφυγε από τη ζωή την Τρίτη το βράδυ. Εγώ γραπωμένος στη ζωή να διερωτώμαι το «πότε». Για μένα το ερώτημα μένει ανοιχτό. Για τον Διονύση έκλεισε την Τρίτη στις 8 το βράδυ.
Η στροφή που δεν έκανα όντας καθηγητής στο πανεπιστήμιο, αυτός που δεν τη χρειάστηκε, οδήγησε τον εαυτό του κατευθείαν στον εαυτό του: στην ευφυΐα του. Αυτή ανακάλυψε το ταλέντο του, αυτή έγραψε τους στίχους του, αυτή μας έδωσε τον Σαββόπουλο – άλλο πράγμα από τον Νιόνιο, όπως εξομολογείται στο βιβλίο. Αλλά η ευφυΐα του ήταν ιδιοφυής και μπορούσε να την κάνει ό,τι θέλει. Να πονέσει και να μην πονά. Να τραγουδά σεκόντο με την Μπέλλου, να ξετρελαίνει τη Δόμνα Σαμίου, να αιφνιδιάζει τα «χατζιδάκια μ’, θοδωράκια μ’» όταν τον έτρωγε η αρκούδα στην Ασφάλεια, όταν η όμορφη Ασπα που τον αγάπησε, του πήγαινε φαΐ.
Επίσης, να το παίξει μεγαλοαστός με σκαρπίνια και πουκάμισα επί μέτρω από του Χρηστάκη. Επιπλέον, να πιστεύει και να μην πιστεύει σε τίποτα όπως η Ιστορία. Να γίνεται όλα τα πρόσωπα της Ιστορίας: και ποιητής, και συνθέτης, και κονφερασιέ, και λαογράφος και μίμος του εαυτού του. Στη δεκαετία του ’70 αριστεριστής και άπατρις, τροβαδούρος σαν τον Μπορίς Βιάν. Στη δεκαετία του ’90 πατριώτης με κάτι από το «Ας ερχόσουν για λίγο…» του Σουγιούλ. Στη δεκαετία του 2000 αμήχανος παππούς στην Αγορά στο Λαύριο. Μα έγινε ο Διονύσης όλα αυτά; Γίνεται όλα τα πρόσωπα της Ιστορίας να είναι αναρχικοί, νεορθόδοξοι, πλουτοκράτες, παππούδες;

Το «άλλο», που λέει ο Ρεμπώ για τον εαυτό του (για το «εγώ»), ήταν το άλλο του άλλου του Διονύση. Και παρότι δεν υπάρχει ο άλλος του άλλου, ο Διονύσης τον συνέταξε επιμελώς με μια γοητευτική ελαφράδα. Εγώ έμεινα ο «ίδιος»: μονομερής και έμμονος. («Semper idem», όπως διάβαζα σ’ έναν τάφο.) Ο,τι αφαιρούσα όμως από τον αστό εαυτό μου σαν τον «κύριο Τεστ» του Βαλερύ ήταν «η βλακεία που δεν υπήρξε το κύριο προσόν μου». Τι όμως είχα να προσθέσω από τον Βαλερύ; Οτι «η αριθμητική με γλιτώνει από το ξάφνιασμα που γερνώ». Τα νούμερα όμως (η αριθμητική) δεν με σώζουν από το ξάφνιασμα που θα πεθάνω.
Περιπτώσεις λοιπόν και οι δύο: ο μικρός Καντ και ο μικρός Γκαίτε όπως μας αποκαλούσε ο αγαπημένος μας καθηγητής Δημήτρης Βαφειάδης. Ογδόντα δύο ετών ο Διονύσης, ογδόντα δύο κι εγώ. Αυτός εκεί, εγώ εδώ. Αλλά και οι δύο επί τα αυτά, στη βεβαρημένη, βαρετή Ελλάδα να έχουμε το ίδιο ξημέρωμα και την ίδια νύχτα: την υστεροφημία. Μοιραστήκαμε και μοιραζόμαστε την ίδια ιστορία σχέσεων δύναμης που πάει τους ανθρώπους μπροστά και που, όταν δεν τους κάνει υπεράθρωπους, τους κάνει τη μαϊμού του Νίτσε.
Και από εκεί ξεκινάμε την επιστροφή, «νεκροζώντανοι στο Κύτταρο». Το κατάλαβα. Πράγματι, το νεκρό αδράχνει το ζωντανό. Οπότε ποιος εδώ ο πεθαμένος;
Στο κύτταρο, μια σκέψη μοριακή ανεβάζει στην επιφάνεια. Ο Διονύσης μετέγραψε τον Αλέξη Ασλάνογλου. Αλλαξε τον Μπομπ Ντίλαν. Ακουσε προσεκτικά τον Χατζιδάκι. Αλλά και το adagio της πέμπτης του Μάλερ. Στην Αννα, την παιδική του φίλη, έβαλε βιολοντσέλο. Ο ίδιος, με τις τιράντες του, μέγας είρων της εποχής, έπαιξε το ντέφι να κρατήσουν οι χοροί μπας και ξυπνήσει ο πονηρός πολιτευτής. Γιατί η αλήθεια του Διονύση Σαββόπουλου δεν ήταν του πολιτευόμενου αλλά του χορευτή. Διότι εγώ που δεν χορεύω, ζω για να μπορεί ο Σαββόπουλος να κτυπά το ντέφι που είναι η δικαίωσή μου.
Στο πένθος, ας το παραδεχτούμε, αν ο νεκρός δεν είναι μέσα μας, για μας, τότε οι ανούσιοι επικήδειοι και τα αφιερώματα επ’ ευκαιρία διασήμων, πληθαίνουν. Αυτός που σήμερα γράφει για τον εκλιπόντα, λείπει στον εαυτό του. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα του αδύνατου – αυτή για μένα είναι η ανάσταση των νεκρών – τότε ό,τι γράφουμε για τον νεκρό είναι για την πάρτη μας. Το ερώτημα είναι: ζωντανοί γράφουμε ή πεθαμένοι; Η οθόνη βουλιάζει… Αλλά το πλήθος, εκεί, ακίνητο, στον βυθό. Κι ό,τι «σαλεύει» είναι μερικά μυαλά που κατάλαβαν πως η οθόνη που τα προβάλλει είναι από φτηνό χασέ σαν το σάβανο.
