Αθόρυβα εισήχθη στους θεσμούς μας η αμφιβόλου συνταγματικότητος πρακτική ο Πρωθυπουργός να ενημερώνει δημόσια κάθε μήνα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος να τον ακούει και στο τέλος να διατυπώνει, δημόσια και αυτός, κάποιες σκέψεις. Με την επιφυλακτικότητα πάντως που του επιβάλλεται από την πολιτική ουδετερότητα την οποία οφείλει να τηρεί.
Αυτή τη φορά, στη συνάντηση της περασμένης εβδομάδας, ο Πρόεδρος δεν αρκέστηκε όμως στη συνήθη για τους Προέδρους αμήχανη απάντηση. Πήρε θέση. Διακριτικά μεν, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται, πιθανόν, μίας μόνο ερμηνείας, αλλά που, ύστερα από ανάλυση, δείχνει καθαρά ότι πέτυχε έναν βασικό στόχο. Να τονίσει τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, που σέβεται την αντιπολίτευση όσο και την κυβέρνηση και που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να εκφράζει την άποψή του για κρίσιμα θέματα.
Ας δούμε τα τρία αυτά σημεία στις δηλώσεις του Προέδρου.
Πρώτον
«Στο άρθρο 41 του Συντάγματος και στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιλαμβάνεται και η δυνατότητα να διαλύσει τη Βουλή αν καταψηφιστούν δύο κυβερνήσεις και δεν εξασφαλίζεται πολιτική σταθερότητα».
Η προεδρική αναφορά γίνεται σε συνάρτηση με την «κυβερνητική σταθερότητα», την οποία πράγματι το Σύνταγμα ανάγει, όπως και ο Πρόεδρος υπογραμμίζει, σε «αξίωση συνταγματικής περιωπής». Κάποιοι, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, θα ερμήνευαν την προεδρική αναφορά σε πολιτική σταθερότητα ως στήριξη του Προέδρου σε κυβερνητικά σχέδια για αλλαγή του εκλογικού νόμου ή ως έμμεση υπόδειξη στο εκλογικό σώμα να ψηφίσει με ένα κριτήριο που θα ευνοούσε την κυβερνητική παράταξη. Αυταπόδεικτα ωστόσο οι ερμηνείες αυτές καταρρίπτονται. Ούτε ο εκλογικός νόμος αλλάζει, καθώς οι σχετικές φήμες επίσημα διαψεύσθηκαν, ούτε οι εκλογές είναι τόσο κοντά ώστε να έχουν θέση ανεπίκαιρες προεδρικές συμβουλές, ούτως ή άλλως ανεπίτρεπτες, προς το εκλογικό σώμα.
Αντικειμενικά, και πέραν πάσης υποκειμενικής πρόθεσης ή ερμηνείας, η προεδρική αναφορά στο άρθρο 41 παράγραφος 1 του Συντάγματος έχει ένα βασικό νόημα. Τονίζει τον καθοριστικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, υπενθυμίζοντας την πιο κρίσιμη εξουσία του: να διαλύει τη Βουλή, όχι αυτόματα, όπως στις λοιπές περιπτώσεις διάλυσης που προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά όταν αυτός κρίνει ότι επιβάλλεται.
Το Σύνταγμα δεν αναγορεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε «αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας», ούτε σε «αρχηγό του κράτους» ή «ανώτατο άρχοντα». Τον αποκαλεί ρητώς και μόνο «ρυθμιστή του πολιτεύματος», και έτσι σαφώς, όπως εξειδικεύεται με πλήθος συνταγματικών διατάξεων, τον διαχωρίζει από την κυβέρνηση.
Οταν ο Πρωθυπουργός συναντά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν συναντώνται οι δύο κεφαλές της εκτελεστικής εξουσίας, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στη Γαλλία. Συναντάται ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, εξ ορισμού πολιτικά ουδέτερος, με τον πολιτικά υπεύθυνο κυβερνήτη της χώρας.
Δεύτερον
«Παρακολουθήσαμε με πολύ ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις σας [στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης] και περιμένουμε με το ίδιο ενδιαφέρον και τις ανακοινώσεις των άλλων αρχηγών των κομμάτων, οι οποίες από αύριο και μετά θα ξεδιπλωθούν».
Η πρακτική συνέπεια του τονισμού του ρόλου του Πρόεδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος είναι ότι ο Πρόεδρος αναμένει με «το ίδιο ενδιαφέρον» που έδειξε για τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού τις ανακοινώσεις «των άλλων αρχηγών των κομμάτων».
Βλέπει ο Πρόεδρος τον Πρωθυπουργό, στην επίσκεψη, ως αρχηγό κόμματος για να χρησιμοποιήσει τη διατύπωση «των άλλων»; Ας μη σταθούμε σε αυτό. Η ουσία της δήλωσης είναι η ισορροπία που ο ρυθμιστής του πολιτεύματος δείχνει εμφανέστατα ότι θέλει να τηρήσει μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης.
Φθάνει αυτό και μέχρι του σημείου ώστε το απόσπασμα της προεδρικής δήλωσης να το δει κανείς ως έμμεση πρόσκληση στους «αρχηγούς των άλλων κομμάτων» να τον επισκεφθούν, όπως τον επισκέφθηκε ο Πρωθυπουργός; Σίγουρα όχι. Αλλά πάντως η δήλωση, στον τόπο, τον χρόνο και με τον τρόπο που διατυπώνεται, δείχνει σαφέστατα ότι στον ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεωρεί θεσμικώς δεσμευτική για αυτόν την αξίωση ισορροπίας στις σχέσεις του με τους αρχηγούς των αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση κομμάτων.
Τρίτον
« (…) είναι και η ανάγκη μέρος του πλεονάσματος να πάει στην εξόφληση του χρέους μας το οποίο (…) έχει σχέση με την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, με τις επενδύσεις και με την αξιοπιστία μας».
Στην πρωθυπουργική δήλωση δεν υπήρξε αναφορά στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, ούτε στη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, την αξιοπιστία της, την ανάγκη για ξένες επενδύσεις. Μόνο σε οικονομικά μέτρα «στήριξης της κοινωνίας», κυρίως στήριξης «απέναντι στο μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας». Και η προεδρική απάντηση αναφέρθηκε στα μέτρα αυτά εκτενώς και θετικώς.
Η αναφορά όμως στη μείωση του δημόσιου χρέους, σε συνάρτηση με τη διεθνή εικόνα της χώρας και τις ξένες επενδύσεις, στοιχειοθετεί, αν όχι ήπια κριτική, τουλάχιστον σαφέστατη δημόσια συμβουλή προς την κυβέρνηση, άμεσα μεν ως προς την κατεύθυνση που θα μπορούσε επίσης να δοθεί στη διοχέτευση του «αναπτυξιακού πλεονάσματος», έμμεσα δε και κυρίως ως προς τις προτεραιότητές της.
Ο Πρόεδρος ενθαρρύνει την κυβέρνηση στην πολιτική της, εφόσον, όπως επιφυλάσσεται να τονίσει, τηρείται απαρέγκλιτα η δημοσιονομική πειθαρχία.
Ευρισκόμενος όμως στο πλαίσιο μιας πολιτικά ασύμμετρης συνάντησης, συνάγει από τον ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος αυτό που οι συγκεκριμένες συνθήκες απαιτούν να πράξει: να είναι, ως σύμβολο εθνικής ενότητας, η φωνή που, όσο πιο διακριτικά γίνεται, «συμβουλεύει, ενθαρρύνει και προειδοποιεί» τους πρωταγωνιστές της πολιτικής μας ζωής.
Η άρση συγχύσεων
Στα τρία αποσπάσματα που παρατέθηκαν δεν πρέπει να δοθεί συγκυριακός χαρακτήρας. Αυτά καθαυτά, ως επίσημες δηλώσεις του κορυφαίου κρατικού λειτουργού στην κοινοβουλευτική μας δημοκρατία, αποδίδουν αντικειμενικά μια θεσμική αντίληψη και θέση.
Γιατί, πράγματι, το άρθρο 26 του Συντάγματος περί της διάκρισης των λειτουργιών, απολίθωμα μοναρχικών αντιλήψεων, αφήνει περιθώρια συγχύσεων.
Τα τρία αποσπάσματα αίρουν τη σύγχυση: η ρύθμιση του πολιτεύματος είναι αυτοτελής πολιτειακή λειτουργία και ο αποκλειστικός φορέας της, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αυτοτελές όργανο πλήρως διακριτό των λοιπών.
Ο κύριος Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
