Ενώ οι «ανταποδοτικοί» δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης και ανάλυσης, ο αντίκτυπός τους στις αναπτυσσόμενες οικονομίες δεν έχει λάβει την προσοχή που του αξίζει. Στην πραγματικότητα, οι δασμοί του αμερικανού προέδρου είναι πιθανό να παγιώσουν, και ακόμη να διευρύνουν, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών.
Αναλύσαμε 88 οικονομίες που επηρεάζονται από τους αμερικανικούς δασμούς που ανακοινώθηκαν στις 31 Ιουλίου και τέθηκαν σε ισχύ τον περασμένο μήνα, συμπεριλαμβανομένων των 27 οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εξαιρώντας όμως οκτώ στατιστικές ακραίες περιπτώσεις (τις τέσσερις πλουσιότερες και τις τέσσερις φτωχότερες οικονομίες) και καταλήξαμε στο εξής: Οσο χαμηλότερο είναι το εισόδημα μιας χώρας, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος των δασμών που αναλογεί σε αυτήν. Για τις 42 οικονομίες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω των 10.000 δολαρίων, ο μέσος δασμολογικός συντελεστής ανέρχεται σε 20,3%. Για τις 19 οικονομίες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από 35.000 δολάρια, το ποσοστό πέφτει μόλις στο 14,5%. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Γενικευμένο Σύστημα Προτιμήσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, το οποίο ιστορικά χορηγούσε στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ιδιαίτερα στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, ευνοϊκή μεταχείριση.
Οι οικονομίες χαμηλού εισοδήματος στηρίζονται συνήθως στις εξαγωγές – συχνά προς αγορές ανεπτυγμένων χωρών – περιορισμένης γκάμας πρωτογενών αγαθών ή φθηνών βιομηχανικών προϊόντων με μικρά περιθώρια κέρδους (συχνά κάτω του 5%). Τα υφάσματα αντιστοιχούν περίπου στο 44% των εξαγωγών της Σρι Λάνκα (το 25,5% των οποίων κατευθύνθηκε στις ΗΠΑ το 2022) και προσφέρουν το ένα τρίτο των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση. Στο Μπανγκλαντές, τα ενδύματα συνιστούν το 83% των εξαγωγών, με σχεδόν το ένα πέμπτο να καταλήγει στις ΗΠΑ το 2025. Επειδή τέτοιες χώρες έχουν μικρή διαπραγματευτική ισχύ στις διεθνείς αγορές, οι υψηλότεροι αμερικανικοί δασμοί αφήνουν στους εξαγωγείς δύο επιλογές: είτε να μειώσουν τις τιμές είτε να παραδώσουν μερίδιο αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των συναλλαγματικών τους εσόδων είναι σχεδόν αναπόφευκτη.
Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βασίζονται στο ξένο συνάλλαγμα για να εξυπηρετήσουν τα εξωτερικά τους χρέη και να πληρώσουν για βασικές εισαγωγές (όπως καύσιμα και τρόφιμα). Καθώς η μείωση των εσόδων σε δολάρια υπονομεύει την ικανότητά τους να αποπληρώσουν τα χρέη, θα αυξηθούν οι πιέσεις υποτίμησης στα τοπικά νομίσματα, επιβαρύνοντας περαιτέρω το χρέος. Οποιο δημοσιονομικό περιθώριο διέθεταν για επενδύσεις σε κρίσιμες ανάγκες – υποδομές, εκπαίδευση, υγεία – θα εξαφανιστεί.
Οι δασμοί του Τραμπ, εμποδίζοντας την ανάπτυξη στις χώρες που τη χρειάζονται περισσότερο, μοιάζουν σχεδόν σκόπιμα σχεδιασμένοι να επιτείνουν τις παγκόσμιες ανισότητες. Την ίδια στιγμή, και οι ΗΠΑ θα πληρώσουν υψηλό τίμημα, καθώς η παγκόσμια ζήτηση θα μειωθεί, οι κίνδυνοι χρέους θα πολλαπλασιαστούν και η γεωπολιτική αστάθεια θα ενταθεί.
Αντί να παλεύει για να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της «αμοιβαιότητας» στους δασμολογικούς πίνακες, η κυβέρνηση Τραμπ θα έκανε καλά να υιοθετήσει κανόνες χωρίς αποκλεισμούς, που μειώνουν τις ανισότητες και επιτρέπουν στις αναπτυσσόμενες οικονομίες να ευημερήσουν.
Ο κ. Qiyuan Xu είναι ανώτερος ερευνητής στην Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών.
Ο κ. Yutao Huang είναι ερευνητής στην Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών.
