Η μεταφορά με περιπολικό και αστυνομική συνοδεία ανθρώπων που πρέπει να εξεταστούν για προβλήματα ψυχικής υγείας αποτελεί εξ ορισμού παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων και προσβολή της προσωπικότητάς τους. Η εισαγγελική εντολή για ακούσια εξέταση δεν αίρει τη βιαιότητα μιας τέτοιας διαδικασίας που μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση ενδεχόμενης ασθένειας, τραυματικό βίωμα και κοινωνικό στιγματισμό.
Επειδή πρόκειται για κάτι αυτονόητο σε μια δημοκρατία, θεσμικά προστατευμένο από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο νόμος 2071/1992 προέβλεπε για τη μεταφορά φερομένων ως ψυχικά ασθενών τη συμμετοχή της αστυνομίας μόνο «σε εξαιρετικές περιπτώσεις». Στην πράξη η εξαίρεση έγινε κανόνας, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται σαν κακοποιοί άνθρωποι που χρειάζονται ψυχιατρική φροντίδα, να αντιμετωπίζονται δηλαδή εκδικητικά από την πολιτεία, που θα έπρεπε να στηρίζει την ανάκαμψή τους.
Η υπό διαβούλευση νομοθετική παρέμβαση με την οποία κατοχυρώνεται η μεταφορά αποκλειστικά με το ΕΚΑΒ και σε συνθήκες σεβασμού της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του ασθενούς δεν είναι μόνο θετική αλλά αποτελεί προσαρμογή σε θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού και θεραπεία μιας εθνικής, ντροπιαστικής, υστέρησης. Υπό την προϋπόθεση τήρησης τεχνικών προδιαγραφών, πρωτοκόλλων συναίνεσης και εκπαίδευσης των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, οι οποίοι θα στελεχώσουν τα νέου τύπου οχήματα του ΕΚΑΒ, αντλώντας μαθήματα από καλές ευρωπαϊκές πρακτικές.
Οι λόγοι για τους οποίους ο νόμος για την κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της αστυνομίας δεν εφαρμοζόταν στην πράξη δεν είναι διαδικαστικοί αλλά ουσιαστικοί. Είναι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους παραβιάζεται η πρόβλεψη για παραμονή του εξεταζομένου μέχρι 48 ώρες σε δημόσια ψυχιατρική κλινική, το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών στη χώρα μας (50%+) ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (12-15%), η μηχανική καθήλωση χρησιμοποιείται σε υπερβολικό βαθμό, η περιστρεφόμενη πόρτα (εξιτήριο-υποτροπή-νέα εισαγωγή) βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, δεν εκδικάζονται οι υποθέσεις εντός 10ημέρου στο Μονομελές Πρωτοδικείο λόγω φόρτου εργασίας, δεν διεξάγεται η εξέταση από το δικαστήριο στον χώρο της νοσηλείας. Ενδεικτικά:
- Αδιαφορία των κυβερνήσεων, διαχρονική έλλειψη συντονισμού, λογοδοσίας, αξιολόγησης, συνέχειας στη φροντίδα, διασύνδεσης των περιορισμένων κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας με τις νοσοκομειακές.
- Ασυλική ψυχιατρική κουλτούρα, κοινωνικό στίγμα, άγνοια, προκαταλήψεις, αποκλεισμός των πασχόντων και των οικογενειών από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αξιολόγησης που αφορούν την ποιότητα φροντίδας τους.
- Ελλειψη ενημέρωσης των ψυχιάτρων, των δικαστικών και των αστυνομικών αρχών για βασικά θέματα εφαρμογής του νόμου.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οποιαδήποτε τροποποίηση του νομικού πλαισίου πρέπει να συνοδεύεται από αναδιοργάνωση και περαιτέρω ανάπτυξη, με συντονισμό, λογοδοσία και αξιολόγηση, ενός τομεοποιημένου δικτύου υπηρεσιών κοινοτικής ψυχιατρικής. Χωρίς ισχυρή πολιτική βούληση, αλλαγή της παραδοσιακής ψυχιατρικής κουλτούρας, στοχευμένες δράσεις αποστιγματισμού της ψυχικής ασθένειας, πιλοτικής εφαρμογής σε συγκεκριμένο τομέα (γεωγραφική περιοχή) σχεδίου δραστικής μείωσης των ακούσιων νοσηλειών και πόρους για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, δεν μπορεί να υπάρξει αξιόπιστη εφαρμογή ακόμη και του πλέον προοδευτικού νόμου. Ισως ο έλεγχος της εφαρμογής του νόμου από ανεξάρτητη αρχή με ισχυρή πολιτική συναίνεση και στήριξη είναι αναγκαία συνθήκη για να μην οδηγηθεί στις καλένδες μια ακόμη μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής, ιδρυτής και ομότιμος πρόεδρος ΕΠΑΨΥ.
