Η ταχύτητα με την οποία παίρνουμε θέση σε κάθε σημαντικό γεγονός που προκύπτει καθημερινά, στην Ελλάδα ή στον κόσμο, είναι αυτόματη. Ενεργοποιούνται κάποια αντανακλαστικά που μας αθροίζουν στη μία ή στην άλλη πλευρά. Ο μηχανισμός είναι ο ίδιος σε όλους μας.
Πρώτα ευαισθητοποιείται το συναίσθημα. Το συναίσθημα δεν είναι κάτι δευτερεύον, ούτε μια σκέτη διάθλαση της πραγματικότητας, όπως ισχυρίζονται πολλοί. Δεν γεννηθήκαμε με αυτό, δεν το βρήκαμε κάπου έτοιμο, δεν είναι μια προκάτ κατασκευή.
Σε τι είσαι περισσότερο ευαίσθητος εξαρτάται από τις βασικές σου τις αρχές. Από τον πυρήνα των αξιών τις οποίες προσπαθείς να υπερασπιστείς. Δεν νομίζω πως υπάρχει άλλη πιο αξιόπιστη πυξίδα για να μη χαθούμε μέσα στο χάος και την πολυπλοκότητα των γεγονότων.
Επειτα ακολουθεί η συνθετική σκέψη, η προσπάθεια της ανάλυσης, και αν είναι δυνατόν η αμφισβήτηση της αρχικής σου αντίδρασης, η υπονόμευση του ίδιου σου του εαυτού. Αυτό είναι απαραίτητο για να διακρίνουμε αν τελικά προσπαθούμε να στριμώξουμε την πραγματικότητα μέσα σε κάποιες ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, που δεν έχουν άμεση σχέση με τις βασικές μας τις αρχές, αλλά με κολλήματα.
Παρατηρώ για ώρα ένα πιτσιρίκι στην παραλία – δεν έχει κλείσει χρόνο – να παλεύει να κερδίσει βήματα στην άμμο. Ενα και πέφτει, έπειτα δύο και πέφτει, τέσσερα είναι το ρεκόρ του μέχρι στιγμής. Θέλω να επιστρέψω εκεί.
Να κερδίζω το κάθε βήμα μου από την αρχή. Χωρίς σιγουριές, αλλά με πείσμα να περπατήσω. Δεν μπορώ και δεν θέλω να αλλοιώσω τον αξιακό μου κώδικα, όμως θέλω να πέφτω και να ξανασηκώνομαι, να βλέπω με καινούργια μάτια. Ολα από την αρχή.
Eπειτα, είναι και το άλλο που το σκέφτομαι συνέχεια και θα το πω, ελπίζοντας να μην κατηγορηθώ για ηλικιακό ρατσισμό (!). Μια χούφτα ογδοντάχρονοι μοιάζει να έχουν στα χέρια τους τις τύχες του πλανήτη.
Δεν λέω να πάνε για ψάρεμα, να σταματήσουν να ζουν και να δουλεύουν, κανείς δεν δικαιούται να το πει αυτό για κανέναν. Υπήρξαν επιστήμονες-ερευνητές που σε αυτήν την ηλικία βρήκαν ή καθοδήγησαν με τη σοφία τους νεότερους να φτιάξουν φάρμακα και θεραπείες που έσωσαν χιλιάδες.
Αλλά πώς αποφασίζεις στα ογδόντα σου να διατάζεις σφαγές; Ακόμη κι αν αισθάνεσαι πώς έχεις όλο το δίκιο του κόσμου – δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό – γιατί το κάνεις εσύ, μια-δυο στροφές πριν από την έξοδο; Γιατί παίρνεις εσύ αυτή την ευθύνη; Ποια ανάγκη σού καλύπτει; Γιατί προσπαθώντας να κρατηθείς με τα δόντια από τη ζωή, μπήγεις τα νύχια σου στον θάνατο των άλλων;
Αυτοί – μη γελιόμαστε – δεν οδηγούνται από κάποια εσωτερική ανάγκη να αφήσουν πίσω τους έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν που παρέλαβαν. Νομίζω πως δεν έχουν καν την αγωνία της υστεροφημίας. Είναι απλώς χαλασμένοι. Για αυτούς, το ψάρεμα δεν θα ήταν και τόσο άσχημη ιδέα.
