Φεμινιστική απάντηση στην πολεμοχαρή πατριαρχία

Η συμβολή του φεμινισμού στην πολιτική επιστήμη είναι πολύ σημαντική, γιατί ανοίγει νέους δρόμους έρευνας, βαθιάς κατανόησης του κόσμου και ειρηνικής συνύπαρξης

Φεμινιστική απάντηση στην πολεμοχαρή πατριαρχία

Επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε η φεμινιστική θεωρία, απαντάει στους πολεμοχαρείς και αιμοδιψείς που κυβερνούν τον κόσμο και έχουν βυθίσει την ανθρωπότητα στην ανασφάλεια και τη δυστυχία, αρνούμενοι να διευθετήσουν τις όποιες διαφορές με διάλογο, διαπραγμάτευση και σεβασμό στο έμβιο περιβάλλον.

Η αγωνία κορυφώνεται, μια παγκόσμια ανάφλεξη δείχνει σχεδόν αναπόφευκτη, στον δημόσιο διάλογο κυριαρχούν οι σκληροί άρρενες στρατιωτικοί και εθνικιστές, δεν προσφέρεται χώρος για φιλειρηνικές φωνές.

Οι γυναίκες, ιστορικά, είναι απούσες από τις επίσημες διεθνείς διαπραγματεύσεις και τις αποφάσεις περί πολέμου ή ειρήνης. Ωστόσο, το αρχετυπικό μοντέλο της γυναίκας ειρηνίστριας οφείλεται στον Αριστοφάνη, ο οποίος με την πολιτική του κωμωδία «Λυσιστράτη» ασκούσε δριμύτατη κριτική στον δαπανηρό και αιματηρό Πελοποννησιακό Πόλεμο.

Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο σύγχρονος διανοούμενος Φράνσις Φουκουγιάμα, με σχετικό άρθρο του, προκάλεσε θύελλα σχολίων και αντιπαρατιθεμένων απόψεων: «Ο κόσμος, όπως τον γνωρίζουμε, δημιουργήθηκε από τους άνδρες… αν κυβερνούσαν οι γυναίκες, ο κόσμος θα ήταν λιγότερο βίαιος και περισσότερο συμφιλιωτικός και συνεργάσιμος από αυτόν που γνωρίζουμε σήμερα» («Women and the Evolution of World Politics», «Foreign Affairs» 77 No 5, 24-40 S/O ’98).

Η παραδοσιακή διεθνής πολιτική είναι ο πιο ανδροκρατούμενος τομέας. Οι κορυφές της άμυνας και των στρατιωτικών θεσμών παρέχουν ένα πειστικό δείγμα ηγεμονικής ανδροπρέπειας που πολύ λίγο αμφισβητείται.

Ο στρατός είναι το πιο σημαντικό πεδίο, αφού η πατριαρχική κουλτούρα συναρτά την τιμή και την αξία του άνδρα κυρίως από την ικανότητά του να χρησιμοποιεί βία. Η ελληνική λέξη ανδρεία είναι συνυφασμένη με την παλικαριά, τη γενναιότητα στον πόλεμο και τη χρήση βίας. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι ανδρεία σωφροσύνης αιρετωτέρα.

Η συμβολή του παρόντος άρθρου στον διάλογο αφορά την υπόθεση εργασίας ότι μια φυσική ισορροπία των φύλων στα κέντρα αποφάσεων (περίπου 50/50) ενδέχεται να οδηγεί σε έναν πιο δημοκρατικό, ειρηνικό, ισορροπημένο και λιγότερο ανταγωνιστικό κόσμο. Σε αυτή τη θέση μάς οδηγεί το γεγονός ότι γυναίκες και άνδρες, ιστορικά, διαθέτουν διαφορετική εμπειρία και γνώση, αφού έζησαν σε διαφορετικούς χώρους (δημόσιος / ιδιωτικός), με διακριτούς ρόλους.

Ως αποτέλεσμα των διαφορετικών βιωμάτων, προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, το υπαρκτό χάσμα βίας μεταξύ αρρένων και θηλέων ανθρώπων (μία γυναίκα ανά 19 φυλακισμένους στην Ευρωπαϊκή Ενωση) και η πλαισίωση των φιλειρηνικών κινημάτων από γυναίκες. Ενα καλό πρότυπο αποτελούν οι σκανδιναβικές χώρες, όπου η εφαρμογή της έμφυλης ισότητας στην πολιτική και κοινωνική ζωή, υπό τη μακρόχρονη ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας, συνοδεύεται από καλύτερη λειτουργία της δημοκρατίας, φιλειρηνικές πολιτικές και ισχυρό κοινωνικό κράτος.

Με βάση αυτά τα στοιχεία υποστηρίζω ότι η δίκαιη κατανομή της ευθύνης και η ισορροπία πολιτικής και οικονομικής ισχύος μεταξύ των φύλων κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί όχι μόνο στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη, μέσω της καλύτερης αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων, αλλά και στη μείωση του ανταγωνισμού και της βίας στη διεθνή πολιτική. Ακόμη κι αν συμβεί, με τη μαζική είσοδό τους στην πολιτική και τις θέσεις εξουσίας, οι γυναίκες να «αντιγράψουν» πολλά «ανδρικά» στοιχεία, πιστεύω ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο από αυτό που παράγει το σημερινό σκληρό πατριαρχικό σύστημα.

Με βάση τους παραπάνω συλλογισμούς, η διάσταση του φύλου αποτελεί μία σημαντική μεταβλητή η οποία παραβλέπεται ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική. Η θεωρία του Ρεαλισμού, η οποία στηρίζεται στην αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον Θουκυδίδη, είναι κυρίαρχη στις διεθνείς σχέσεις.

Οι φεμινιστές/τριες της ακαδημαϊκής κοινότητας αμφισβητούν τα όρια της παράδοσης των Διεθνών Σχέσεων που βασίζεται στη λειτουργία των κρατών, σε ένα οιονεί άναρχο και κρατικοκεντρικό σύστημα ισχύος, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για τη φεμινιστική σκέψη.

Το ερώτημα όμως είναι, πού, πώς και πότε θα αξιολογηθεί και θα αξιοποιηθεί η ιστορική εμπειρία και η γυναικεία προσέγγιση των πραγμάτων (Βλ. Cynthia Enloe, «Masculinity as Foreign Policy issue», «Foreign Policy – In Focus», Vol. 5, No 36, October 2000). Η κωδικοποίηση των δικαιωμάτων των γυναικών σε διεθνείς συμβάσεις, όπως η CEDAW του ΟΗΕ, αναπόφευκτα θέτει υπό αμφισβήτηση τα όρια και τους περιορισμούς της ασκούμενης πολιτικής.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μέσω της Επιτροπής FEMM, έχει πάρει επανειλημμένα θέση απέναντι στις ανισορροπίες του διεθνούς πολιτικού συστήματος, έχει θέσει υπό αμφισβήτηση την ορθοδοξία των διεθνών σχέσεων και έχει ανοίξει τον διάλογο για τον ρόλο των γυναικών στην ασφάλεια και την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων.

Οι φεμινιστικές θεωρίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από τον θετικισμό μέχρι τον μεταθετικισμό και αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο η συμβατική θεωρία των Διεθνών Σχέσεων έχει αγνοήσει τον ρόλο των γυναικών και τη δύναμη της «ήπιας ισχύος».

Ο Ρόμπερτ Κοχέιν υποστηρίζει ότι «…η φεμινιστική θεωρία ασκεί κριτική στις θεωρίες που δημιουργήθηκαν από τους άνδρες, για να θέσουν τους εαυτούς τους στο κέντρο της πολιτικής. Οι φεμινιστές/τριες εξετάζουν κριτικά τις διεθνείς σχέσεις, από τη σκοπιά εκείνων που συστηματικά έχουν αποκλεισθεί από θέσεις εξουσίας» [«International Studies Quarterly» (1998) 42, 193-198].

Αρα, οι φεμινιστικές θεωρίες για τις διεθνείς σχέσεις δεν αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες, ούτε προέρχονται μόνο από τις γυναίκες. Οι φεμινίστριες της διεθνούς πολιτικής θεωρίας Πίτερσον, Τίκνερ, Χάρντινγκ και Ενλόου επιμένουν ότι οι εμπειρίες των γυναικών αποτελούν σημαντικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη γνώση του κόσμου μέσω της προώθησης εναλλακτικών προτύπων απέναντι στην ανορθολογική πατριαρχία: «Οι συμβατικοί φακοί των διεθνών σχέσεων μάς δείχνουν την κορυφή του παγόβουνου.

Οι φεμινιστικοί φακοί μάς οδηγούν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, για να δούμε τις βαθιές ανισότητες που διαμορφώνουν τις διεθνείς ιεραρχίες, οι οποίες ξεσπούν σε διεθνείς συγκρούσεις, όταν έρχονται στην επιφάνεια» (Transformation in I.R., εκδ. Cambridge University Press, 1997, σ. 186). Η συμβολή του φεμινισμού στην πολιτική επιστήμη είναι πολύ σημαντική, γιατί ανοίγει νέους δρόμους έρευνας, βαθιάς κατανόησης του κόσμου και ειρηνικής συνύπαρξης.

Η κυρία Αννα Καραμάνου είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης ΕΚΠΑ, πρώην πρόεδρος Επιτροπής FEMM του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version