Ο Κουάμι Ακότο-Μπάμφο είναι ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης και ακτιβιστής από την Γκάνα. Γεννήθηκε το 1983 στην Aκρα και σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στο Πανεπιστήμιο Κουάμι Νκρούμα (KNUST), ενώ υπηρέτησε ως λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Ράντφορντ έως το 2013, οπότε και αφιερώθηκε στην τέχνη του.
Εκείνος και η αδελφή του μεγάλωσαν με τη μητέρα και τη γιαγιά τους, η οποία τους μετέδωσε την παράδοση και τη φιλοσοφία των Ακάν, μιας εκ των μεγαλύτερων εθνοτικών ομάδων της Δυτικής Αφρικής (βρίσκεται κυρίως στην Γκάνα και την Ακτή του Ελεφαντοστού. Είναι ενδιαφέρον ότι η παραδοσιακή κοινωνική δομή των Ακάν είναι μητριαρχική, ενώ ακόμα και σήμερα ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό το μητρογραμμικό σύστημα – η καταγωγή, η κοινωνική θέση και η ιδιοκτησία μεταβιβάζονται από τη μητέρα).
Ο Ακότο-Μπάμφο επηρεάστηκε βαθιά από τη μητρογονική κληρονομιά, επεκτείνοντας το καλλιτεχνικό κίνητρό του στην ανάδειξη της ευρύτερης ιστορικής και πολιτισμικής ταυτότητας της Αφρικής και προωθώντας την επανένωση των απανταχού αφρικανικών κοινοτήτων.
Είναι γνωστός για μεγάλης κλίμακας γλυπτικές εγκαταστάσεις, που εστιάζουν στη μνήμη της δουλείας και της αφρικανικής διασποράς. Κορυφαίο έργο θεωρείται το «Nkyinkyim Installation», μια εν εξελίξει εγκατάσταση που ξεκίνησε το 2009, ως μέρος του «Ancestor Project», μιας συλλογής έργων διαφόρων καλλιτεχνών με στόχο την ανασυγκρότηση της αφρικανικής ταυτότητας. Το έργο του Ακότο-Μπάμφο, του οποίου μέρη εγκαθίστανται σε πολλές χώρες, περιλαμβάνει χιλιάδες αγάλματα και προτομές που απεικονίζουν, με χαρακτηριστικό ρεαλισμό, θύματα του δουλεμπορίου κάθε ηλικίας και φύλου.
Ανακάλυψα τον καλλιτέχνη βλέποντας, τυχαία, ένα βίντεο που παρουσίαζε μια εγκατάσταση στην Γκάνα, στο πλαίσιο του «Ancestor Project». Hταν ένα πλήθος ανθρώπων βυθισμένων ως τον λαιμό σε έναν νερόλακκο. Κάποια πρόσωπα έφεραν σκουριασμένο ζυγό, που κατέληγε σε τέσσερις λοστούς. Τα μάτια κάποιων ήταν στραμμένα στον ουρανό, με μια έκφραση απόλυτης απελπισίας. Τα γλυπτά ήταν τόσο ρεαλιστικά, που αρχικά πίστεψα πως έβλεπα πραγματικούς ανθρώπους.
Δεν έμοιαζαν φτιαγμένοι από τον πηλό του καλλιτέχνη, αλλά από σάρκα καλυμμένη από ξεραμένη λάσπη. Τα φρικαλέα δεσμά εκτείνονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τα κορμιά σάπιζαν στα στάσιμα βαλτόνερα, τα βλέμματα ήταν άδεια όχι επειδή ήταν σκαλισμένα με το σκαρπέλο πάνω σε άψυχα υλικά, αλλά επειδή δεν είχε απομείνει τίποτε ανθρώπινο μέσα τους. Την απελπισία των λίγων ματιών που στρέφονταν στον ουρανό συνεπικουρούσε ένα μισάνοιχτο στόμα, χωρίς φωνή, που έμοιαζε να προσκαλεί κάποιον να φυγαδεύσει την ψυχή από μέσα.
Παρά την αβάσταχτη εικόνα, η εγκατάσταση δεν έχει τίποτα υπερβολικό, τίποτα επιτηδευμένο. Βλέπεις ό,τι βλέπεις και, με έναν ανεξήγητο τρόπο, απλώς ξέρεις ότι είναι «πραγματικό». Συνέβαινε πριν από κάποιους αιώνες και ενίοτε επαναλαμβάνεται σήμερα, μονάχα με πιο εξελιγμένα δεσμά, πιο εξελιγμένες μεθόδους. Παρατηρώντας την εγκατάσταση, ένιωσα κάπως τυχερή. Τυχερή όχι μόνο επειδή δεν συνέβη σ’ εμένα κάτι τέτοιο, αλλά επειδή δεν συνέβη καν στην Ιστορία μου κάτι τέτοιο, δεν συνέβη καν στους προγόνους μου. Στους δικούς μου προγόνους συνέβησαν άλλα – δεν τρέχαμε ποτέ ξυπόλυτοι στα λιβάδια.
Ωστόσο, δεν ακύρωσαν την ύπαρξή μας. Δεν έπεισαν ούτε εξανάγκασαν δικούς μας να μας πουλήσουν. Δεν μας έχωσαν σ’ ένα αμπάρι για μήνες ώστε, όσοι από εμάς έβγαιναν ζωντανοί, να μεταπωληθούν στην άλλη άκρη του κόσμου. Δεν αφάνισαν τις γλώσσες μας. Δεν μας έκοψαν τα χέρια επειδή δεν μαζέψαμε αρκετό καουτσούκ. Δεν μας μόλυναν με ιούς για να μελετήσουν συμπτωματολογίες ούτε δοκίμαζαν πάνω μας φάρμακα. Δεν μας στείρωσαν εν αγνοία μας ούτε έφτιαξαν νόμο («Partus sequitur ventrem») που να ορίζει ότι τα παιδιά που γεννούν οι σκλάβες γυναίκες μας είναι αυτομάτως σκλάβοι. Κατά συνέπεια, κανείς δεν βίαζε τις γυναίκες μας με μόνο σκοπό να εξασφαλίσει δωρεάν νέους σκλάβους. Επίσης, κανείς δεν άφηνε αυτά τα παιδιά να πεθάνουν από ασιτία, επειδή οι λεχώνες μας ήταν αναγκασμένες να δίνουν το γάλα τους στα μωρά των κυριών τους, δίχως να μένει σταγόνα για τα δικά τους. Και όλα αυτά επί αιώνες.
Δεν αισθάνθηκα «τυχερή» για τα μαρτύρια των δικών μου προγόνων επειδή τα βρίσκω λιγότερο σοβαρά – δεν κάνουμε διαγωνισμό. Αισθάνθηκα τυχερή επειδή, τουλάχιστον, κανείς δεν αφάνισε τη γλώσσα μου, επειδή οι παππούδες των παππούδων μου γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν εδώ τριγύρω και επειδή το όνομα της οικογένειάς μου είναι δικό της – δεν μας λένε Σμιθ ή Γουίλιαμς επειδή έτσι λεγόταν δυο αιώνες πριν ο ιδιοκτήτης μας. Το δικό μου όνομα μπορώ να το βρω στη Βίβλο. Με τη γλώσσα που μιλάω τώρα μπορώ να κουτσοκαταλάβω Oμηρο.
Oλα αυτά δεν έχουν για εμένα άλλο νόημα και άλλη χρησιμότητα παρά την αίσθηση ότι μπορώ να προσδιορίσω ένα απειροελάχιστο κομματάκι αυτού που είμαι μέσα στην Ιστορία. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας θεός που μου χρωστάει χωράφια. Δεν επινόησα εγώ προσωπικά τη δημοκρατία. Δεν θυμάμαι να είχα καμιά προσωπική συμβολή στη συγγραφή του Θεαίτητου. Μια σημαία είναι για μένα ένα κομμάτι ύφασμα.
Η ύπαρξή μου είναι αποτέλεσμα ενός τυχαίου μπούγιου ανθρώπων που ζευγάρωναν ανά τους αιώνες ώσπου βγήκα εγώ. Eτσι, στο δικό μου μυαλό, το κερδισμένο παιχνίδι της κληρονομιάς αφορά απλώς το ότι, αν πλάσω με τη φαντασία μου αυτούς τους ανθρώπους να κλωθογυρίζουν περίπου στους ίδιους τόπους όπου κλωθογυρίζω εγώ και να μιλούν περίπου όπως μιλάω εγώ, η εικόνα που θα σχηματιστεί θα έχει αρκετή σχέση με την πραγματικότητα.
Δεν μπορούν να το κάνουν όλοι αυτό. Οι απόγονοι εκείνων που απεικονίζονται στα έργα του Ακότο-Μπάμφο δεν έχουν ιδέα πού γεννήθηκαν οι παππούδες των παππούδων τους. Δεν ξέρουν αν μιλούσαν τη γλώσσα των Φούλα ή των Eβε. Και να ήξεραν, δεν θα μπορούσαν να διδάξουν λίγες λέξεις στα παιδιά τους. Τα ανά τον κόσμο μαύρα παιδιά δεν μπορούν να κομπάσουν στους φίλους τους ότι είναι κατά 2/10 Γάλλοι και κατά 3,4/10 Πορτογάλοι, όπως κάνουν τα λευκά.
Η Αφρική έχει κοντά μια εξηνταριά αναγνωρισμένα κράτη, αλλά ένας μαύρος γεννημένος εκτός Αφρικής είναι απλώς «Αφρο-κάτι». Φαντάσου τα μακρινά ξαδελφάκια σου στο Κλίβελαντ να αποκαλούνται «Ευρωπαιοαμερικανοί». Αδύνατο να το φανταστείς – όλοι ξέρουν πως ένας Karas ή Pappas, ένας Μπενουά κι ένας Σουλτς δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Γι’ αυτό καλλιτέχνες όπως οι συμμετέχοντες του «Ancestor Project» συνήθως δεν περιορίζουν τα αιτήματά τους στη διατήρηση της κληρονομιάς συγκεκριμένων εθνοτικών ομάδων, αλλά τα ανάγουν σε αιτήματα ενότητας, ξέροντας πως το πρώτο βήμα για να γίνουν οι «Αφρο-κάτι» της οικουμένης κάτι συγκεκριμένο είναι να ισχυροποιήσουν το πρώτο συνθετικό τους, να καλλιεργήσουν συλλογική συνείδηση, να προσανατολιστούν με τη βοήθεια των κοινών βιωμάτων, να αγωνιστούν για την αναγέννηση μιας ολόκληρης ηπείρου συνολικά και ολιστικά και, τελικά, να αντιγυρίσουν στην έξωθεν επιβαλλόμενη ομογενοποίηση του παρελθόντος και του παρόντος τους την έσωθεν κατακτημένη ομόνοια του μέλλοντός τους. Είναι ένα καθήκον τόσο υπεράνθρωπο όσο απάνθρωπη υπήρξε η Ιστορία που το επέβαλε.
H τέχνη του να φεύγεις
Βρίσκομαι στο πανεπιστήμιο λίγο προτού διπλοκλειδώσω για το καλοκαίρι. Σε μια γωνιά του γραφείου υπάρχει ένα αγλαόνημα, με το γλαστράκι ακόμη αμπαλαρισμένο. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τα φυτά – τούτο δω έχει αναλάβει να το ποτίζει η καλή Σαμαρείτισσα που μας το δώρισε. Μα, όπως το βλέπω, το ψιλολυπάμαι.
Σκέφτομαι να το πάρω φεύγοντας, ωστόσο πρέπει να παρευρεθώ σε μια ομιλία αργότερα και θα κουβαλάω ήδη όλη μου την προίκα – χαρτιά, βιβλία, εκατομμύρια κάψουλες καφέ, τσίχλες, ζελεδάκια –, αφού θα βαριέμαι μετά να ξαναγυρίσω για να μαζέψω ό,τι πρέπει να μεταφέρω σπίτι. Με φαντάστηκα να σουλατσάρω στο πάρκινγκ με το αγλαόνημα αγκαλιά σαν τη Ματίλντα στο «Leon», η οποία μου δίδαξε πως η θέληση να σώσεις πράγματα δεν βγαίνει πάντα σε καλό. Αφήνω λοιπόν το αγλαόνημα στην ησυχία του (και στην τύχη του επίσης), εξασκούμενη στην τέχνη τού απλώς να φεύγεις.
