Οπως έχουν τα πράγματα σήμερα, ένα μεγάλο μέρος τής παιδείας μας σύρεται στο άρμα τού Λυκείου που κι αυτό με την σειρά του σύρεται στο άρμα των Πανελλαδικών εξετάσεων για τα ΑΕΙ. Και τα δύο αυτά άρματα καρκινοβατούν για διαφορετικούς αλλά άμεσα συνδεόμενους λόγους.
Το μεν Λύκειο έχει πλήρως απαξιωθεί στις Β΄ και Γ΄ τάξεις του που συμπαρασύρουν και την Α’. Εχει αχρηστευθεί η σημασία του διττά: ούτε τον μορφωτικό σκοπό του υπηρετεί πλέον ούτε έχει καμιά βαρύτητα (στην Ελλάδα) για την εισαγωγή στα ΑΕΙ που είναι κύριος στόχος κάθε ελληνικής οικογένειας. Οι μαθητές στο Λύκειο πιστεύουν ότι δεν αποκομίζουν τίποτε από την φοίτησή τους σ’ αυτό (με εξαίρεση κάποια από τα εξεταζόμενα πανελλαδικώς μαθήματα) εξ ού και εξαντλούν ασμένως τις επιτρεπόμενες (και μη) απουσίες τους προσβλέποντας στο «άγιο φροντιστήριο». Παραλλήλως έχει εξανεμισθεί και το κύρος των διδασκόντων καθηγητών, αφού οι μαθητές αδιαφορούν για το μάθημά τους. Για όλα αυτά υπάρχουν προφανώς και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Μοναδική λύση επανακαταξίωσης τού Λυκείου και επανεπιτέλεσης τού μορφωτικού σκοπού του είναι να βαρύνει από 20% έως 40% ο Μέσος Ορος τής επίδοσης των μαθητών στις 3 τάξεις τού Λυκείου για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ.
Ας έλθουμε στο δεύτερο εκπαιδευτικό πρόβλημα: στο «τραυματικό» σύστημα των Πανελλαδικών εξετάσεων που είναι «αναγκαίο κακό», αν δεν αποκτήσει το Λύκειο την αξιοπιστία και την βαρύτητα που τού ανήκει. Αδιάβλητο το σύστημα Πανελλαδικών εξετάσεων; Ναι. Ανθρώπινο, δίκαιο, αξιόπιστο, οικονομικά προσιτό; Οχι, προς Θεού. Πρόκειται για ένα απάνθρωπο, άδικο, αναξιόπιστο και πανάκριβο σύστημα, πραγματικά «τραυματικό» για παιδιά και γονείς που ταλανίζει την ελληνική οικογένεια. Η ελληνική κοινωνία μένει κατάπληκτη έως αγανακτισμένη που οι ιθύνοντες (κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, θεσμικοί φορείς) δεν τολμούν να λύσουν το καίριο αυτό πρόβλημα (μορφωτικό, κοινωνικό, οικονομικό, ψυχοφθόρο).
Προτεινόμενη λύση. Οι Πανελλαδικές εξετάσεις να διεξάγονται από έναν έγκυρο εκπαιδευτικό φορέα, τον ιδρυμένο ήδη (αλλά υπνώττοντα) Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων που εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας. Προδιαγραφές:
- Στον φορέα αυτόν θα συμμετέχουν ειδικοί για μια ποιότητα και αξιοπιστία των εξετάσεων και για την εκπαίδευση ικανών διορθωτών. Τα θέματα θα προέρχονται κατά 50% από την (κατάλληλα ισοσταθμισμένη) Τράπεζα Θεμάτων.
- Ο αριθμός των εξεταζομένων μαθημάτων πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον σε 3 ή και σε 2, όπου είναι δυνατόν, με ανάλογη μείωση των επιλογών τού μηχανογραφικού, ώστε να είναι στοχευμένες και επιθυμητές. Τα ΑΕΙ θα καθορίζουν συντελεστές βαρύτητας των μαθημάτων.
- Ο Οργανισμός θα μπορεί να διοργανώνει επαναληπτικές εξετάσεις για να δίνεται ευκαιρία βελτίωσης τού βαθμού των υποψηφίων σε ένα μάθημα που δεν έχουν πάει καλά.
Εθνικό Απολυτήριο. Με αυτό θα εισάγονται οι υποψήφιοι στα ΑΕΙ. Ο βαθμός τού Εθνικού Απολυτηρίου θα προκύπτει από τον Μέσο Ορο των βαθμών επίδοσης στις 3 τάξεις τού Λυκείου και τον Μέσο Ορο των εξεταζομένων πανελλαδικώς μαθημάτων. Για να υπάρξει και μια βαθμολογική εξισορρόπηση και αντικειμενικότητα τής αξιολόγησης, όταν υπάρχει διαφορά μίας ή περισσοτέρων μονάδων, ο τελικός βαθμός τού Εθνικού Απολυτηρίου θα αυξάνεται κατά μία μονάδα, εφόσον ο βαθμός τού Λυκείου είναι μεγαλύτερος ή θα μειώνεται κατά μία μονάδα εφόσον ο βαθμός τού Λυκείου είναι μικρότερος. Παραδείγματα:
Μ.Ο. Απολυτηρίου 18 – Μ.Ο. Πανελλαδικών 16 = Εθν. Απολ. 17 (16+1).
Μ.Ο. Λυκείου 15 – Μ.Ο. Πανελλαδικών 17 = 16 (17-1).
Βάση εισόδου στα ΑΕΙ πρέπει να παραμείνει το 10, αλλά για Τμήματα χαμηλής ζήτησης θα μπορούν να γίνονται δεκτοί υποψήφιοι με Εθνικό Απολυτήριο επίδοσης μικρότερης τής βάσης τού 10.
Υ.Γ. ΠΡΟΣΟΧΗ. Το επιχείρημα πως, αν λαμβάνεται υπόψιν η επίδοση στο Λύκειο, το σχολείο θα μεταβληθεί σε εξεταστικό κέντρο και θα γίνονται πολλαπλές πανελλαδικές εξετάσεις, δεν ευσταθεί. Παροδηγεί, αν δεν είναι εκ τού πονηρού. Το Λύκειο θα λειτουργεί όπως και σήμερα, με θέματα και βαθμολόγηση από τους εκπαιδευτικούς τού Σχολείου (όχι πανελλαδικά), απλώς τα εξεταζόμενα θέματα από την Τράπεζα Θεμάτων μπορούν να αυξηθούν. Ετσι θα μετράει η εικόνα τού μαθητή από την επίδοσή του σε 3 χρόνια και όχι σε 3 ώρες!
Ο κύριος Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
