Ζώντας στην αναμονή του ανέφικτου αύριο
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Κατανοώντας τη σχετικότητα του χρόνου ως προς τον κάθε παρατηρητή ο Αλμπερτ Αϊνστάιν έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης φυσικής και της προσέγγισης της δημιουργίας του Σύμπαντος, δεν τον κατέστησε όμως μέγεθος πιο προσιτό στον καθημερινό άνθρωπο.
Η δική μας πρόσληψη του χρόνου υπήρξε πάντοτε ανεξάρτητη της επιστημονικής ή φιλοσοφικής του μελέτης, διεπόμενη αρχικά από τους ρυθμούς της φύσης, έπειτα από εκείνους της κοινωνίας: ένα από τα πιο οξυδερκή κείμενα της γαλλικής ιστορικής Σχολής των Annales είναι η μελέτη του Ζακ Λε Γκοφ για τις διαφορές που όριζαν τον χρόνο της εκκλησίας και τον χρόνο των εμπόρων στον Μεσαίωνα διαμορφώνοντας το πλαίσιο της εργασίας, του αξιακού συστήματος και της κουλτούρας.
Σημείο τομής, ωστόσο, αποτελεί η νεωτερικότητα καθώς η τεχνολογία αλλάζει ριζικά τα δεδομένα του παρελθόντος μετασχηματίζοντας τις έννοιες του επαγγέλματος και της σχόλης με τους όρους της βιομηχανικής εργασίας και του ελεύθερου χρόνου – «φορντισμός», «τεϊλορισμός» και άλλες παρόμοιες δημοφιλείς στη γραμματεία του 20ού αιώνα λέξεις είναι ενδεικτικές μιας ποιοτικής μεταβολής έκδηλης στην καταμέτρηση βιομηχανικών επαναστάσεων.
Ζώντας σήμερα στον καιρό της τρίτης και της τέταρτης, της ψηφιακής εποχής, του Διαδικτύου και της τεχνητής νοημοσύνης, έχοντας όμως προλάβει να βιώσουμε πολλοί από εμάς τον αναλογικό κόσμο, αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά τις διαφορές που επιφέρουν στον χρόνο μας.
Η ευελιξία των εργασιακών ωραρίων, η διάσπαση του εβδομαδιαίου κύκλου, η εξατομίκευση των προτιμήσεων σε μέσα ψυχαγωγίας και ενημέρωσης, η online προέκταση της προσωπικότητάς μας, η διαφάνεια της ιδιωτικής ζωής, η αέναη εισβολή ειδοποιήσεων, η διαρκής διάσπαση της προσοχής, η κανονικοποίηση του multitasking συγκροτούν το πλέγμα ενός ατέλειωτου παρόντος όπου η στιγμή μοιάζει να απλώνεται στο διηνεκές και ταυτόχρονα η συνειδητοποίησή της να αναβάλλεται για το μέλλον – ένα μέλλον το οποίο παραμένει άπιαστο καθώς υποτάσσεται στις ανάγκες του τώρα.
Στην αναμονή του ανέφικτου αύριο που δεν θα κατακλύζεται από απαιτήσεις, επικαιροποιήσεις, προτεραιότητες, παραμερίζεται το σήμερα ως απλός σταθμός στη διαδρομή. Καθώς η σχέση μας με τον χρόνο μοιάζει να διαρρηγνύεται αφήνοντας ανέπαφο μόνο ένα ξεκάθαρο παρελθόν, αποτυπωμένο συχνά σε selfies, stories, βίντεο καταγεγραμμένα με ψυχαναγκαστική συχνότητα, φαντάζει πιθανή η προοπτική να ζούμε εκ των υστέρων – με (και για) τις ψηφιακές αναμνήσεις του ακαθόριστου ομογενοποιημένου υπολοίπου.
Οικονομισμός, τεχνολογία και χρόνος
Του Γεώργιου Αραμπατζή

Η αίσθηση υποταγής μας στον χρόνο μεταφράζεται σε διάφορες απόπειρες να δαμαστεί αυτός νοητικά. Η τριμερής διάκριση σε παρελθόν – παρόν – μέλλον είναι η πιο συνήθης κατά την κοινή αντίληψη. Αλλες προσπάθειες δρουν επίσης αγχολυτικά, όπως η μεταμόρφωση της απλής ζωής σε βίο με ηθικό και μεταφυσικό νόημα.
Το φαινόμενο της συστολής και διαστολής του χρόνου (γρήγορα περνάει αυτός όταν διασκεδάζουμε και αργά όταν είμαστε σε κατάσταση αναμονής) καταδεικνύει τον ανυπότακτο χαρακτήρα του. Συνολικές κοσμοθεωρήσεις όπως η γραμμική εκδίπλωση του χρόνου ή η κυκλική επιστροφή του είναι προσεγγίσεις που αποπειρώνται να τον εξημερώσουν.
Γίνεται προφανές ότι ο χρόνος χαρακτηρίζεται από μια ριζική πολυσημία – είναι χρόνος υπαρξιακός, βιωματικός, αντικειμενικός, ωρολογιακός, ιστορικός κ.ά. Το γνώρισμά του αυτό, που αφορά αποκλειστικά το ανθρώπινο είδος, έχει κάπως υποχωρήσει και ο χρόνος περιορίζεται στις παροντικές του διαστάσεις.
Σε δύο αίτια οφείλεται αυτή η εξέλιξη, στον οικονομισμό και την τεχνολογία. Κατά τον πρώτο, τα οικονομικά υποκείμενα είναι ίσα μεταξύ τους και κινούμενα μόνο από ορθολογικές επιλογές, είναι υποκείμενα κάπως χωρίς ιστορία και κυρίαρχο γνώρισμά τους, πάντοτε επείγον, είναι να διερωτώνται: κερδίζω ή χάνω; Πώς μπορώ να κερδίσω; Η όποια παράδοση ως χρονική διεύρυνση αποτελεί εμπόδιο στον απόλυτο οικονομισμό, που υπακούει μόνο σε επίκαιρα οικονομικο-ορθολογικά κριτήρια.
Οσο για την τεχνολογία, και αυτή αποκλείει τον άνθρωπο μέσα σε μια μεταφυσική επικαιρότητα. Η συνήθης αντίληψη είναι ότι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την τεχνολογία ως εργαλείο για να επιτύχει συγκεκριμένους σκοπούς, που τους έχει επιλέξει ο ίδιος.
Αυτό δεν ισχύει πλέον στον ψηφιακό / διαδικτυακό κόσμο μας. Τώρα, ο άνθρωπος είναι ένας απλός κόμβος, που ολοκληρώνει ένα ψηφιακό κύκλωμα. Τα social media αποτελούν χαρακτηριστικά σχετικά παραδείγματα, καθώς βασίζονται στη συμμετοχή σε μια κατάσταση άμεσης λειτουργίας, απόλυτα ξένης προς κάθε προσπάθεια ριζικής αναζήτησης σχετικής με τους ύστατους σκοπούς της ύπαρξης. Αν συγκρίνει κανείς μια πλατφόρμα social media με τις ομιλούμενες γλώσσες και πώς αυτές γέννησαν τις εθνικές λογοτεχνίες θα εννοήσει την καίρια διαφορά. Το ψηφιακό / διαδικτυακό σύμπαν φιλοδοξεί μονάχα τη συνεχή επιτέλεση ενός αιώνιου παρόντος.
Η τεχνολογία συνιστά αδιαμφισβήτητα μια σκέψη τού έξω η οποία δεν έχει μνήμη, μόνο «ιστορικό» (για παράδειγμα, το «ιστορικό» των κινήσεών μας στο Διαδίκτυο).
Η επίθεση στη μνήμη είναι, απ’ όλα τα παροντικά στοιχεία που διαπιστώσαμε, το πλέον ανησυχητικό. Η μνήμη είναι το θεμέλιο της ταυτότητάς μας και το έδαφος επάνω στο οποίο κατασκευάζεται το ανθρώπινο φαντασιακό (έτσι, για παράδειγμα, δεν υπάρχει τέχνη χωρίς μνήμη). Δεν υπάρχει, ακόμη, ο βιωμένος χώρος εντός του οποίου κινούνται και δημιουργούν οι άνθρωποι.
Πολύ περισσότερο, με τον χρονικά στενό τεχνο-ορθολογισμό αγνοείται ο ιστορικός χρόνος και τα διδάγματά του τα οποία μόνο ως βιωμένα γεγονότα μπορούν να επενεργήσουν στο επίπεδο των συλλογικοτήτων. Ο ιστορικός χρόνος έχει αποδείξει, ξανά και ξανά, πόσο σκληρός μπορεί να είναι, στρέφοντας καταστροφικές δυνάμεις ενάντια στην ανθρωπότητα.
Η προοδευτικά μεγαλύτερη αδυναμία κατανόησης των παγίδων της Ιστορίας όχι μόνο επιφέρει βλάβη στις επιδιώξεις μας αλλά και ορθώνει τείχη στην επικοινωνία, ιδίως μεταξύ των γενεών, εκείνων που είναι οι φορείς της ιστορικής μνήμης και των επόμενων που υφίστανται έναν χρόνο χωρίς ιστορικές εμπειρίες.
Ζούμε πραγματικά, και διόλου μεταφορικά, μια κυβερνοπάνκ εποχή, η οποία, δυστοπικά, πιέζει το συνειδησιακό φαινόμενο εντός του επίκαιρου και μόνο διπόλου: ερέθισμα – αντίδραση. Από όλους τους παραμελημένους χρόνους, λόγω της προσήλωσής μας στο παρόν, ο ιστορικός χρόνος είναι ο πλέον ανηλεής και αυτός που η επιστροφή του θα μας εκβιάσει να εγκαταλείψουμε τις εμμονές μας.
Ο κ. Γεώργιος Αραμπατζής είναι καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.
Το παρόν που δεν ζούμε
Του Σπύρου Βλαχόπουλου

Η σχέση του ανθρώπου με το παρόν υπήρξε ανέκαθεν προβληματική. Οπως είχε παρατηρήσει ο Μπλεζ Πασκάλ, ποτέ δεν στεκόμαστε στο παρόν. Αντιθέτως, ανακαλούμε το παρελθόν και προσμένουμε το μέλλον. Ισως γιατί υπάρχουν πράγματα που μας ενοχλούν στο παρόν, ίσως γιατί μας προκαλεί άγχος. Οποιος πάντως και να είναι ο λόγος, το παρόν συνήθως το σκεφτόμαστε μόνο για να σχεδιάσουμε το μέλλον μας. Φαίνεται, δηλαδή, να κυριαρχούν το παρελθόν και το μέλλον.
Το παρελθόν γιατί μαθαίνουμε από αυτό και το μέλλον γιατί παραπέμπει στην κίνηση, η δε ζωή είναι μια διαρκής κίνηση. Ετσι, δεν ζούμε πραγματικά, αλλά ελπίζουμε να ζήσουμε στο μέλλον. Οπως εξάλλου είχε επισημάνει ακόμη παλαιότερα ο Σενέκας, το μεγαλύτερο εμπόδιο για να ζήσεις είναι η προσδοκία, η οποία εξαρτάται από το αύριο και χάνει το σήμερα.
Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει από την εποχή του Σενέκα και του Πασκάλ και η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το παρόν έχει γίνει ακόμη πιο προβληματική. Το 1989 ο φιλόσοφος Χέρμαν Λούμπε έδωσε μια διάλεξη με τον εύγλωττο τίτλο: «Στο πέρασμα του χρόνου. Για τη συντόμευση της παραμονής στο παρόν». Δεν χρειάζεται όμως να μεταβεί κάποιος στον χώρο της φιλοσοφίας για να διαπιστώσει πόσο λίγο στεκόμαστε στο παρόν. Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξει κανείς και εάν παρατηρήσει το δίκαιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ερμηνεία του δικαίου από τη θεωρία και τα δικαστήρια κερδίζει συνεχώς έδαφος η προσέγγιση εκείνη η οποία είναι προσανατολισμένη στο μέλλον και στις συνέπειες που θα έχει η επιλογή της μιας ή της άλλης ερμηνευτικής εκδοχής.
Αν και δεν διατυπώνεται ρητά στις δικαστικές αποφάσεις, ο προσεκτικός αναγνώστης τους θα διαπιστώσει ότι ο δικαστής «πίσω από τις γραμμές» προβαίνει συχνά σε προγνώσεις, αποφασίζοντας με βάση τις συνέπειες που θα αναπτύξουν οι αποφάσεις του στο μέλλον.
Επίσης, στο δίκαιο κερδίζει συνεχώς έδαφος η «δυναμική» ερμηνεία, η οποία δεν επικεντρώνει στη βούληση του νομοθέτη όταν θέσπισε τον κανόνα δικαίου, αλλά στο πώς θα λειτουργήσει ο κανόνας δικαίου στο μέλλον και στο πώς θα προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της συνεχώς εξελισσόμενης πραγματικότητας. Αν ψάξει δε κανείς στα πλέον σύγχρονα πεδία του δικαίου, όπως στο περιβαλλοντικό δίκαιο και στο δίκαιο των προσωπικών δεδομένων, θα διαπιστώσει ότι αυτά επικεντρώνονται στο μέλλον, κυρίως μέσω της απαίτησης για εκπόνηση μελετών που θα αξιολογούν και θα αντιμετωπίζουν τους μελλοντικούς κινδύνους.
Ας αφήσουμε όμως το δίκαιο και ας συλλογιστούμε την καθημερινότητα, για να διαπιστώσουμε πόσο έχουμε ελαχιστοποιήσει το παρόν μας. Ας συγκρίνουμε, λ.χ., τα βιντεοκλίπ των τραγουδιών της δεκαετίας του 1980 με αυτά των επόμενων δεκαετιών. Οι εικόνες εναλλάσσονται πλέον με αστραπιαίες ταχύτητες και καμία δεν διαρκεί περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Ας συγκρίνουμε επίσης την ανάγνωση των έντυπων εφημερίδων με τις ενημερωτικές σελίδες στο Διαδίκτυο και την ταχύτητα με την οποία εμφανίζονται και «κατεβαίνουν» οι ειδήσεις σε αυτές.
Ενώ δηλαδή τις ειδήσεις στις έντυπες εφημερίδες τις διαβάζεις, τις σκέφτεσαι και ενίοτε επανέρχεσαι σε αυτές, στο Διαδίκτυο, εάν διακόψεις την ανάγνωση μιας ιστοσελίδας και επανέλθεις ύστερα από μερικές ώρες, αυτό που θα συναντήσεις δεν θα έχει συνήθως καμία σχέση με αυτό που διάβασες μερικές ώρες πριν. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ζει το παρόν ούτε στα ταξίδια. Παλαιότερα, τα ταξίδια διαρκούσαν πολύ περισσότερο και ο ταξιδιώτης «τα ζούσε».
Τώρα πλέον τα ταξίδια έχουν γίνει σε μεγάλο βαθμό μια τυπική διαδικασία και επιλέγουμε το μέσο και τον τρόπο του ταξιδιού μας όχι με βάση τις εμπειρίες και τις απολαύσεις που θα μας προσφέρει, αλλά με βάση το πόσο γρήγορα θα φθάσουμε στον προορισμό μας.
Ολα τα ανωτέρω συνδέονται ασφαλώς με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και τίθενται σε νέα βάση με την τεχνητή νοημοσύνη. Οι πολυάριθμες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης έχουν πολλά, διαφορετικά χαρακτηριστικά, εμφανίζουν όμως και ένα κοινό: Μειώνουν δραστικά τον χρόνο της απάντησης στο ερώτημα που τους τίθεται και περιορίζουν σημαντικά τη νοητική διαδικασία της αναζήτησης και του συλλογισμού.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις μηχανές αναζήτησης. Ετσι, δεν κουραζόμαστε καθόλου πλέον για την αναζήτηση πληροφοριών όσον αφορά, λ.χ., την προσωπικότητα ενός ανθρώπου με παρουσία στον δημόσιο βίο. Με ένα «κλικ» έχουμε στη διάθεσή μας το σύνολο των πληροφοριών για το πρόσωπό του. Η διάσταση του χρόνου συρρικνώνεται συνεχώς. Μαζί συρρικνώνεται και το παρόν, που γίνεται τόσο στιγμιαίο που δεν μπορείς πλέον ούτε καν να το αντιληφθείς.
Πολλά ακόμη θα μπορούσαν να γραφούν για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το παρόν. Εάν πάντως μπορεί να συναχθεί ένα συμπέρασμα από όλα αυτά, είναι ότι μαζί με τη συντόμευση του παρόντος μάλλον συντομεύουμε και τη χαρά της ζωής. Γιατί όπως μας θυμίζει μια αγγλική ρήση (από αυτές που δεν μπορούν να μεταφραστούν): «The present moment is a gift. That’s why we call it the present».
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ.
Utere, non numera*
Toυ Γεώργιοy Στείρη
*Χρησιμοποίησε [τον χρόνο], μην τον μετράς
Πριν από περίπου εκατό χρόνια ο Μαρσέλ Προυστ έγραψε το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Σήμερα οι άνθρωποι, ιδίως στα πιο προηγμένα μέρη του πλανήτη μας, αναζητούν απεγνωσμένα το χαμένο παρόν, το οποίο φαίνεται να συμπιέζεται και να συρρικνώνεται ραγδαία, να χάνει την όποια ύπαρξή του.
Ο χρόνος παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα του φιλοσοφικού και επιστημονικού στοχασμού. Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (354-430 μ.Χ.), στις Εξομολογήσεις του, γράφει: «Τι είναι ο χρόνος; Οταν κανείς δεν μου θέτει το ερώτημα, ξέρω τι είναι. Αν όμως θελήσω να τον ερμηνεύσω σε κάποιον, δεν ξέρω τι να πω. Πάντως, για ένα τουλάχιστον θα έλεγα ότι είμαι βέβαιος: αν τίποτε δεν περνούσε, δεν θα υπήρχε παρελθόν∙ κι αν τίποτε δεν ακολουθούσε, δεν θα υπήρχε μέλλον∙ κι αν τίποτε δεν υπήρχε, τότε δεν θα υπήρχε ούτε παρόν».
Αμέσως μετά ο Αυγουστίνος αναρωτιέται: «Πώς λέμε ότι υπάρχουν το παρελθόν και το μέλλον, αφού το παρελθόν έπαψε να υπάρχει και το μέλλον δεν υπάρχει ακόμη;». Την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί, με τρόμο και αγωνία, ότι και το παρόν συνεχώς μεταπίπτει σε παρελθόν. Συνεπώς, αμφισβητείται ακόμα και εκείνη η χρονική βαθμίδα που φαίνεται να είναι η πλέον πραγματική. Το παρόν πετά τόσο γρήγορα, από το μέλλον στο παρελθόν, ώστε δεν έχει ούτε την ελάχιστη χρονική έκταση.
Ο Αυγουστίνος καταλήγει ότι η τριμερής διάκριση του χρόνου – παρελθόν, παρόν, μέλλον – είναι ψευδεπίγραφη. Αντίθετα, υπάρχει το παρόν του παρελθόντος (οι αναμνήσεις μας), το παρόν του παρόντος (η άμεση αντίληψή μας) και το παρόν του μέλλοντος (οι προσδοκίες μας).
Και όλα αυτά είναι διαφορετικά στον κάθε άνθρωπο. Ο Αυγουστίνος ρέπει στον χρονικό αντιρεαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον νου μας. Είναι, δηλαδή, υποκειμενικό βίωμα.
Ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική» του, από τη μεριά του, υποστηρίζει ότι οι νέοι εστιάζουν στο μέλλον επειδή κυριαρχούνται από τις προσδοκίες. Οι ηλικιωμένοι, αντίθετα, ζώντας με τις αναμνήσεις τους, είναι προσηλωμένοι στο παρελθόν. Για να το εκφράσω με τον τρόπο του Αυγουστίνου: οι νέοι ζουν στο παρόν του μέλλοντός τους, αφού φαντάζονται και προσδοκούν, ενώ οι ηλικιωμένοι στο παρόν του παρελθόντος τους, βυθισμένοι στην ανάκληση και ερμηνεία των αναμνήσεών τους.
Το ερώτημα όμως επανέρχεται πιεστικά: τι γίνεται με το παρόν του παρόντος; Ποιον αφορά; Κάποιοι απαντούν «τα παιδιά», που δεν έχουν ούτε πολλές μνήμες ούτε πολλές προσδοκίες. Ο ενήλικος άνθρωπος, στον δυτικό πολιτισμό, ζει για το παρόν του μέλλοντός του και χάνει τόσο το παρόν του παρόντος του όσο και το παρόν του παρελθόντος του.
Επενδύει το είναι του στις προσδοκίες του, χωρίς να προλάβει να ανασκαλέψει τις μνήμες του και να αντιληφθεί όσα συμβαίνουν γύρω του. Συνθλίβει και συρρικνώνει την ύπαρξή του επενδύοντας το πλέον πολύτιμο αγαθό – τον χρόνο του, που δεν υπάρχει τρόπος αναπλήρωσής του – σε ένα μέλλον το οποίο δεν υφίσταται έξω από τον νου του και για το οποίο δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα το ζήσει.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού κυριάρχησε η αντίληψη ότι η ανθρωπότητα ευρίσκεται σε μια μέση εποχή. Πριν από αυτή υπήρχε μια παραδείσια ζωή, η οποία απωλέσθη οριστικά και μετά τη Δευτέρα Παρουσία θα υπάρξει μια καλύτερη κατάσταση. Επενδύουμε τα πάντα στο μέλλον γιατί ο Θεός υποσχέθηκε ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο.
Ο Διαφωτισμός αντικατέστησε τον Θεό με την επιστήμη, αλλά η υπόσχεση παρέμεινε η ίδια: το μέλλον θα είναι καλύτερο. Μόνο που, κατά τον Αυγουστίνο, ο Θεός δεν υπόκειται στην τριμερή διάκριση του χρόνου. Το προνόμιο του Θεού είναι ότι η ημέρα Του «είναι ένα σήμερα που δεν παραχωρεί τη θέση του σε ένα αύριο, ούτε διαδέχεται ένα χθες»∙ δηλαδή, ένα διαρκές παρόν. Ο θεϊκός τρόπος του βίου, συνεπώς, είναι η πλήρης βίωση ενός διεσταλμένου παρόντος.
Ο κ. Γεώργιος Στείρης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.
