Τα παιδιά στην εξουσία

Στη σχολική τάξη υπάρχει μόνο μία αυθεντία λόγω γνώσης και εμπειρίας, κι αυτή είναι ο δάσκαλος. Αν θέλουμε ν' αλλάξει κάτι, ας επενδύσουμε σ' αυτόν, όχι στην εξουσία του μαθητή ούτε στο σύστημα.

Τα παιδιά στην εξουσία

Στα 1923 εκδίδεται Ο βασιλιάς Ματίας Α΄ του ρηξικέλευθου πολωνού παιδαγωγού Γιάνους Κόρτσακ (εκδ. Κέδρος, 1981). Στο βιβλίο ο ανήλικος Ματίας αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας του, έχει κάθε καλή πρόθεση να βελτιώσει τη ζωή των κατοίκων της και ειδικά των παιδιών, άπειρος όμως καθώς είναι πέφτει στα χέρια επιτήδειων, που τον εκμεταλλεύονται και τελικά τον καταστρέφουν.

Αν και ο Κόρτσακ ως διευθυντής ορφανοτροφείου έδειχνε μεγάλη εμπιστοσύνη στους νέους, εμφορούνταν από δημοκρατικές ιδέες και είχε θεσμοθετήσει μέχρι και παιδικό κοινοβούλιο, στο βιβλίο του αποδεικνύεται ρεαλιστικά πεσιμιστής: η καταστατική ανωριμότητα των παιδιών με τις εξωφρενικά εγωιστικές επιθυμίες χρειάζεται πάντοτε την καθοδήγηση των ενηλίκων.

Ανάλογη αν και διαφορετική απαισιοδοξία εκφράζει ένα ακόμη έργο που εμφανίζεται την ίδια περίοδο (1928), το υπερρεαλιστικό τρίπρακτο του Ροζέ Βιτράκ Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία. Εδώ ο εννιάχρονος υπερμεγέθης πρωταγωνιστής θεωρείται εκπρόσωπος της αγνής νεότητας, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα ανορίωτο θρασίμι με ευαισθησίες.

Η περιγραφή του μεταφραστή Παύλου Μάτεσι, πως «ο Βικτόρ είναι ένα αίτημα για αλήθεια, γνησιότητα και ομορφιά», απλώς κολακεύει μια συγκεκριμένη νοοτροπία που διεκδικεί να ρητορεύει ανέξοδα περί «προοδευτισμού». Το έργο, που πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Κάρολο Κουν (1972-1973) και παίχτηκε φέτος σε σκηνοθεσία Κ. Παπακωνσταντίνου, έχει εξίσου θλιβερό τέλος. Ο Βικτόρ θα πεθάνει, μολυσμένος από την υποκρισία του οικογενειακού του περίγυρου, αφού όμως πρώτα διαλύσει τα πάντα γύρω του. Μία προσπάθεια αυτοκυβέρνησης των παιδιών – Ροβινσώνων στον Αρχοντα των μυγών του Γκόλντινγκ (1954), θα δείξει επίσης πόσο εύκολα επικρατεί το χάος όταν ο παιδικός συναισθηματισμός κυριαρχεί.

Σκέφτομαι τώρα που χιλιάδες οικογένειες ζουν στον πυρετό των Πανελλαδικών πόσο εμείς, τα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» (Κ. Κωστής), έχουμε εξιδανικεύσει την παιδικότητα. Θεωρούμε τη ζωτικότητα της νιότης αστείρευτη πηγή ελπίδας και προόδου, αδιαμφισβήτητη αυταξία – κι ας έχουμε ήδη υποθηκεύσει το μέλλον της, κι ας εμφανίζει ένα εντυπωσιακό ποσοστό η επιρροή της ακροδεξιάς στην Generation Z.

Φθονούμε τη λαμπερή ομορφιά της («νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου», έγραφε ο Εμπειρίκος), την επικαλούμαστε με συναισθηματική φόρτιση σαν πρώτο άρθρο κάθε μελλοντικού συντάγματος, όμως στην πράξη την αφήνουμε παντελώς αθωράκιστη: της παρέχουμε κατώτερου επιπέδου παιδεία, της διδάσκουμε τη μηδενιστική απαξίωση, της παραδίδουμε χαμηλό ορίζοντα προσδοκιών.  Βαυκαλιζόμαστε ότι στη στειρότητα της αποστήθισης και στην ακαμψία του εξετασιοκεντρικού συστήματος μπορούμε αίφνης ν’ αντιτάξουμε πιο φιλελεύθερα και δημιουργικά εκπαιδευτικά προγράμματα, που θα συνδυάζουν παιχνίδι και γνώση.

Ονειρευόμαστε απροϋπόθετα τη μεταφύτευση, λ.χ., του «φινλανδικού» μοντέλου στην Ελλάδα και στην ουσία αναπαράγουμε τη δική μας ιδεολογία της ήσσονος προσπάθειας. Ομως η γνώση απαιτεί μόχθο, δεν μεταλαμπαδεύεται με μαγικά ραβδάκια. Σχολεία παιδοκολακείας όπως το περίφημο Σάμερχιλ ή προγράμματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης τύπου Ρέτζιο Εμίλια, που προσαρμόζονται ευφάνταστα στις «ανάγκες του μαθητή», έχει αποδειχθεί ότι δυσκολεύουν πολύ τη ζωή των αποφοίτων τους όταν αυτοί χρειάζεται να μεταβούν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (τους λείπουν στοιχειώδεις γνώσεις) ή ν’ αναζητήσουν εργασία.

Μετά την καραντίνα έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις το φαινόμενο της «σχολικής άρνησης»: πολλά παιδιά επιλέγουν πλέον αντί της φοίτησης στο σχολείο την κατ’ ιδίαν διδασκαλία. Τι σημαίνει αυτό; Οτι προβιβάζονται άκοπα, χωρίς να παρακολουθούν τα μαθήματα, επειδή η σύσταση είναι να υποστηρίζονται ώστε να επανενταχθούν ευκολότερα στη σχολική κοινότητα.

Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι λαμβάνουν απολυτήριο Λυκείου έχοντας γνώσεις Δημοτικού. Το αδιέξοδο είναι προφανές, αλλά οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αφορούν συνήθως τις εξετάσεις, επιμέρους προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια. Αγνοούν όμως έναν βασικό παράγοντα, τον απαξιωμένο και μισθολογικά παιδαγωγό. Στη σχολική τάξη υπάρχει μόνο μία αυθεντία λόγω γνώσης και εμπειρίας, κι αυτή είναι ο δάσκαλος. Αν θέλουμε ν’ αλλάξει κάτι, ας επενδύσουμε σ’ αυτόν, όχι στην εξουσία του μαθητή ούτε στο σύστημα.

Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ». Εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version