(«Σκαλάθυρμα» (το): πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο, π.χ. στιχουργικό σκαλάθυρμα. Ετυμολογία: αρχική σημασία «μικρολεπτομέρεια» < σκαλαθύρω «σκάβω» < σκάλλω «σκαλίζω» + αθύρω «παίζω» (βλ. λ. άθυρμα = παιχνίδι). ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ: Το 83% των Ελλήνων φοβάται τον ιό. Εγώ πιο πολύ κι από τον ιό φοβάμαι αυτούς που (λένε ότι) δεν τον φοβούνται. Και επιδεικνύουν τον […]