Στο μικρό του εργαστήρι στην Ακροποταμιά της Αμφισσας, ο ήχος από το σφυρί που χτυπά το πυρακτωμένο μέταλλο είναι μια μελωδία που αντιστέκεται στον χρόνο. Ο Χρήστος Παπαδήμας, ύστερα από 28 χρόνια επαγγελματικής πορείας, δεν είναι απλώς ένας τεχνίτης.
Είναι ο τελευταίος κουδουνάς της πόλης, ο μοναδικός θεματοφύλακας μιας τέχνης αιώνων που αργοσβήνει, κουβαλώντας στους ώμους του την κληρονομιά ολόκληρης της Ρούμελης. Σήμερα όμως δηλώνει ερωτευμένος και με τις μέλισσες. «Τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολούμαι με τη μελισσοκομία, η οποία έχει εξελιχθεί σε πραγματικό έρωτα!» λέει.
Η Αμφισσα, τα ιστορικά Σάλωνα, υπήρξε κάποτε η καρδιά της κουδουνοποιίας. Τα εργαστήρια, τα «κουδουνάδικα», ξεφύτρωναν στα σοκάκια της γεμίζοντας τον αέρα με τους ήχους της δημιουργίας. «Η μάνα των κουδουνιών είναι τα Σάλωνα με τα πολλά εργαστήρια» έγραφε το 1930 ο λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος. Σήμερα, από εκείνη την πολύβουη παράδοση έχει απομείνει μόνο η σιωπηρή επιμονή του Χρήστου. «Εδώ και 28 χρόνια έχω μείνει ο μοναδικός κουδουνάς. Οι υπόλοιποι έχουν φύγει από τη ζωή ή έχουν πια βγει στη σύνταξη» λέει με μια φωνή όπου η περηφάνια ανακατεύεται με μια νότα μελαγχολίας.
Σαν παιδικό παιχνίδι
Η σχέση του με τα κουδούνια ξεκίνησε σχεδόν τυχαία, σαν παιδικό παιχνίδι. Ηταν μαθητής Γυμνασίου όταν η μοίρα τον έφερε δίπλα σε δύο παλιούς μάστορες, τον Ηλία Τσίγκα και τον Κώστα Γιαννικούλη. «Δίπλα στο σπίτι μας δούλευε. Μια μέρα μού είπε: “Ελα να με βοηθάς και να κερδίζεις κι ένα χαρτζιλίκι”» θυμάται. Αυτό που ξεκίνησε ως μια καλοκαιρινή απασχόληση για χαρτζιλίκι, μετατράπηκε σε έργο ζωής. «Ηθελα απλώς να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, αλλά αυτή η δουλειά αποδείχτηκε έργο ζωής. Το κουδούνι δεν είναι μόνο ένα εργαλείο. Είναι ένας ξεχωριστός κώδικας επικοινωνίας. Διακρίνω τους ήχους του όπως τις ανθρώπινες φωνές. Για μένα είναι η ζωή μου».
Το καθημερινό του τελετουργικό ξεκινά με την αυγή. Στις έξι το πρωί ανοίγει το εργαστήριό του, έναν μικρό χώρο όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Τα εργαλεία του, λιτά και πανάρχαια: καμίνι, αμόνι, κοκόρι (καλούπι που δίνει στρογγυλό σχήμα), φυσερό.
Με αυτά τα μέσα, δίνει ζωή στο μέταλλο, φτιάχνοντας περίπου 150 κομμάτια την εβδομάδα. «Φτιάχνουμε δύο ειδών κουδούνια: τα στρογγυλά που τα βάζουμε στα αρνιά και τα πλακέ που τα λέμε τσοκάνια και μπαίνουν στα κατσίκια. Βγαίνουν σε 13 μεγέθη, από 5 επί 10 εκατοστά το μικρότερο, μέχρι 40 επί 30 το μεγαλύτερο».
Η διαδικασία κατασκευής είναι επίπονη, απαιτεί υπομονή και βαθιά γνώση. Παλαιότερα η δουλειά ήταν πιο σκληρή. Σήμερα υπάρχουν κάποιες τεχνολογικές ευκολίες, όπως το φυσερό. «Παίρνουμε ένα φύλλο λαμαρίνας, το κόβουμε στις διαστάσεις που θέλουμε και το βάζουμε στο καμίνι» εξηγεί.
«Αφού γίνει κατακόκκινο, το χτυπάμε, το ξαναβάζουμε στη φωτιά, μετά το αφήνουμε να κρυώσει κι ύστερα πάλι μέσα στο καμίνι. Μέχρι να πάρει το τελικό του σχήμα μπαίνει στη φωτιά 10-12 φορές». Το τελικό στάδιο, το «χαλκοπότισμα», του δίνει τη χαρακτηριστική, γυαλιστερή του όψη και το συγκολλά.
Το «κούρδισμα» και οι… σφαίρες
Η πραγματική τέχνη όμως δεν βρίσκεται στο σχήμα αλλά στον ήχο. Και το μυστικό για την τέλεια «φωνή» του κουδουνιού είναι… οι σφαίρες. «Ρίχνουμε μέσα στο κουδούνι κάλυκες. Ετσι πιάνει πιο καλή φωνή» αποκαλύπτει. Η μεγαλύτερη πρόκληση ωστόσο είναι το «κούρδισμα», η εναρμόνιση των ήχων.
Η ικανότητα αυτή δεν είναι απλώς τεχνική, είναι μουσικό ταλέντο. «Οταν έρχεται ο βοσκός και μου λέει “θέλω 50 τσοκάνια να χτυπάνε με μία φωνή”, εγώ πρέπει να πετύχω τον ίδιο ήχο σε όλα. Πώς το καταφέρνω; Χτυπάς, ξαναχτυπάς, το παλεύεις μέχρι να το πετύχεις. Δουλεύω 28 χρόνια κι ακόμη μαθαίνω».
Το κουδούνι άλλωστε ήταν ανέκαθεν κάτι περισσότερο από ένα απλό εξάρτημα. Οπως επισημαίνει η Καίτη Καμηλάκη, διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, ήταν ο «πρόδρομος του GPS». Μέσω του ήχου, ο βοσκός γνώριζε ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται το κοπάδι του, ειδικά στα απέραντα βουνά. Τα ζώα-οδηγοί φορούσαν τα μεγαλύτερα κουδούνια, δημιουργώντας ένα ηχητικό στίγμα.
Σήμερα η τέχνη του Χρήστου αντιμετωπίζει τη βιομηχανική παραγωγή. «Πολλοί προτιμούν τα εισαγόμενα κουδούνια που φτιάχνονται μαζικά στο εξωτερικό, κυρίως στην Τουρκία» παραδέχεται. «Ομως ο μερακλής θα έρθει σε εμένα». Και οι «μερακλήδες» πελάτες του δεν είναι λίγοι. Από τη Ρούμελη, τη Νάξο και την υπόλοιπη Ελλάδα, μέχρι τα Βαλκάνια, κτηνοτρόφοι αναζητούν την αυθεντική, χειροποίητη ποιότητα και τον μοναδικό ήχο των κουδουνιών του.
Παρά την αναγνώριση, η μοναξιά της τέχνης του τον βαραίνει. «Λυπάμαι πολύ που αυτή η τέχνη σβήνει για πάντα. Κάποτε το επάγγελμα είχε μεγάλη πέραση. Σήμερα δεν ενδιαφέρεται κανείς να το συνεχίσει». Αυτή η αγωνία όμως δεν κάμπτει την αφοσίωσή του.
Είναι ένας έρωτας βαθύς, σχεδόν αποκλειστικός. «Λατρεύω τον ήχο τους. Πολλές φορές πηγαίνω εκεί όπου βρίσκονται μεγάλα κοπάδια και κάθομαι να ακούσω τις φωνές των κουδουνιών» ομολογεί.
Κοιτάζοντας το μέλλον, ο Χρήστος Παπαδήμας παραμένει ακλόνητος στην απόφασή του. Δεν είναι απλώς μια δουλειά για βιοπορισμό, είναι ο σκοπός της ζωής του. «Οσο ζω θα φτιάχνω κουδούνια» δηλώνει με μια αποφασιστικότητα που μοιάζει σφυρηλατημένη, όπως ακριβώς και τα κουδούνια του. Καλεί όποιον νέο θέλει να μάθει τη τέχνη του. Μαθητευόμενους έχει τους δύο ανιψιούς του.
Στο εργαστήρι του, κάθε χτύπημα στο αμόνι δεν είναι απλώς ένας μεταλλικός ήχος. Είναι ένας χτύπος καρδιάς μιας παράδοσης που αρνείται να σιγήσει, όσο αντέχει ο τελευταίος της μάστορας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ της Άμφισσας που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 19 Οκτωβρίου 2025.
