Η τελευταία οικονομική κίνηση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε την οργή των συντηρητικών και επαίνους από ένα κομμάτι της Αριστεράς. Είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα των απρόσμενων συμμαχιών που γεννά η ιδιοσυγκρασιακή κοσμοθεωρία του αμερικανού προέδρου.
Η ανακοίνωση της περασμένης εβδομάδας ότι το αμερικανικό Δημόσιο σχεδιάζει να αποκτήσει ποσοστό 10% της αμερικανικής προβληματικής εταιρείας μικροτσίπ Intel προκάλεσε καταιγισμό επικρίσεων εκ δεξιών συνοδευόμενες από κατηγορίες κατά της κυβέρνησης για εθνικοποίηση της βιομηχανίας. «Σήμερα είναι η Intel, αύριο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε κλάδος» είπε την Παρασκευή ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής του Κεντάκι Ραντ Πολ. «Κυριολεκτικά μιλώντας, σοσιαλισμός είναι ο κυβερνητικός έλεγχος των μέσων παραγωγής».
Εύσημα από Σάντερς
Η ανακοίνωση έγινε δεκτή με χαρά από τον συναδέλφο του Ραντ Πολ, Μπέρνι Σάντερς, τον ανεξάρτητο γερουσιαστή του Βερμόντ που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστής, ο οποίος εξήρε την πρωτοβουλία λέγοντας ότι είναι ανάλογη μιας νομοθετικής πρότασης που είχε κάνει ο ίδιος. «Οι φορολογούμενοι δεν πρέπει να δίνουν δισεκατομμύρια δολάρια σε κρατικές επιδοτήσεις για μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις, όπως η Intel, χωρίς κάποιο αντάλλαγμα» δήλωσε ο Σάντερς την Παρασκευή, παροτρύνοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει ακόμη περισσότερο.
Σύμφωνα με τη συμφωνία που ανακοινώθηκε την Παρασκευή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα γίνει ο μεγαλύτερος μέτοχος της Intel, καθώς σχεδόν 9 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις που δόθηκαν στην εταιρεία βάσει του νόμου Chips Act του 2022 θα μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο. Ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ δήλωσε την Παρασκευή ότι η συμφωνία «θα συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας μας και παράλληλα θα βοηθήσει να διασφαλιστεί το τεχνολογικό πλεονέκτημα της Αμερικής».
Μιλώντας στο Οβάλ Γραφείο την Παρασκευή, ο Τραμπ είπε ότι ενώ αρχικά είχε ζητήσει να απολυθεί ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, στη συνέχεια άλλαξε γνώμη. «Είπα: “Νομίζω ότι πρέπει να μας δώσετε το 10% της εταιρείας” και εκείνοι είπαν ναι» δήλωσε ο πρόεδρος.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ αποκλίνει από τις φιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις που κάποτε καθόριζαν την ταυτότητα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αλλες παρόμοιες περιπτώσεις είναι ο ενθουσιασμός του για τους δασμούς ή η απόκτηση μεριδίων σε εταιρείες όπως η Nippon Steel. Κάποιοι έχουν παρομοιάσει την προσέγγιση αυτή με τον «κρατικό καπιταλισμό» της Κίνας, όπου το κράτος ελέγχει στενά τον ιδιωτικό τομέα.
«Μια ρεαλιστική επιλογή»
Οι υποστηρικτές αυτής της κίνησης υποστηρίζουν ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας η στήριξη της αμερικανικής βιομηχανίας μικροτσίπ, η οποία εδώ και δεκαετίες αποτελεί ζωτικό κομμάτι της αμυντικής βιομηχανικής βάσης των ΗΠΑ και έχει στηριχθεί από κυβερνήσεις και των δύο κομμάτων. «Είναι μια ρεαλιστική επιλογή» σχολίασε ο Τζούλιους Κράιν, συνιδρυτής της New American Industrial Alliance, που υποστηρίζει τη βιομηχανική πολιτική που προβλέπει την παροχή κρατικών ενισχύσεων. «Το αμερικανικό κράτος παρενέβαινε πάντοτε για να στηρίξει τα στρατηγικά συμφέροντα της Αμερικής» με επιχορηγήσεις, δάνεια και επενδύσεις, δήλωσε ο Κράιν. Χαρακτήρισε προσκολλημένους σε ξεπερασμένα δόγματα όσους αντιδρούν στην πολιτική των κρατικών ενισχύσεων για ιδεολογικούς λόγους, περιγράφοντάς τους ως «τον επιθανάτιο ρόγχο της εποχής του Τζορτζ Μπους του νεότερου στο κόμμα».
Ο Τραμπ δεν υπήρξε ποτέ δογματικός οπαδός της ελεύθερης αγοράς και η μακροχρόνια εκ μέρους του αποδοχή του προστατευτισμού έχει ανατρέψει την έμφαση που έδινε επί μακρόν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ιδέες του μικρού κράτους και του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Σε συνέντευξη στο περιοδικό «Time» νωρίτερα φέτος, ο πρόεδρος είπε ότι σκέφτεται την οικονομία ως «ένα τεράστιο, όμορφο κατάστημα», όπου «εγώ, εκ μέρους του αμερικανικού λαού, είμαι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, ορίζω τις τιμές, και θα πω: Αν θέλεις να ψωνίσεις από εδώ, να τι πρέπει να πληρώσεις».
Μια ομάδα διανοητών της Νέας Δεξιάς έχει ενισχύσει τα λαϊκιστικά ένστικτα του Τραμπ, παροτρύνοντάς τον να αυξήσει τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, από την επιβολή περιορισμών στις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας ως το μπλοκάρισμα συγχωνεύσεων επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση έχει επιδιώξει να λάβει δεσμεύσεις για επενδύσεις από εμπορικούς της εταίρους, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τη μείωση δασμών, και καυχιέται για επενδύσεις ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων τις οποίες ο Τραμπ σκοπεύει να χειριστεί προσωπικά.
Η λίστα του Λευκού Οίκου
Ο πρόεδρος δεν έχει διστάσει επίσης να ασκήσει πιέσεις στις εταιρείες και τις αγορές, όπως στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα για να μειώσει τα επιτόκια, στη Walmart για να κρατήσει χαμηλά τις τιμές ή στην Coca-Cola για να αλλάξει τα συστατικά σε προϊόντα της. Ο Λευκός Οίκος διατηρεί μια λίστα με εκατοντάδες εταιρείες όπου κατατάσσονται βάσει της πολιτικής τους αφοσίωσης, αποκάλυψε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, όπως ανέφερε προ ημερών το ειδησεογραφικό site Axios.
Ο οικονομολόγος και πρώην υπουργός Οικονομικών Λάρι Σάμερς δήλωσε ότι η απόκτηση μεριδίου στην Intel θα μπορούσε να θεωρηθεί λογική ως μεμονωμένη κίνηση, αλλά αποτελεί μέρος ενός ανησυχητικού μοτίβου παρορμητικής οικονομικής διαχείρισης που θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα. «Οταν το κράτος παρέχει στήριξη σε ιδιωτικές εταιρείες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, είναι ενδεχομένως σωστό να διεκδικεί ένα μερίδιο της κερδοφορίας τους προς όφελος των φορολογουμένων» είπε, συγκρίνοντας την εν λόγω κίνηση με τις διασώσεις εγχώριων αυτοκινητοβιομηχανιών επί Μπαράκ Ομπάμα.
Ωστόσο, είναι γνωστό από παλιά ότι η κυβέρνηση Τραμπ συνηθίζει να επιλέγει ποιοι θα είναι οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι, επιδιώκοντας να ενορχηστρώνει η ίδια τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα αντί να επιτρέπει στις αγορές να λειτουργούν αυτόνομα βάσει κανόνων – μια προσέγγιση που τείνει να τροφοδοτεί τον αυταρχισμό και τη διαφθορά σε μέρη όπως η Λατινική Αμερική, επισήμανε ο Σάμερς. «Δεν πιστεύω ότι ο καπιταλισμός των deals, όπου το κράτος χρησιμοποιεί την εξουσία που έχει πάνω στις εταιρείες για να αποσπά χρήματα ή μετοχές, είναι μια υγιής οικονομική στρατηγική» πρόσθεσε.
Η άποψη αυτή αναπαράχθηκε από πολλούς συντηρητικούς στα κοινωνικά δίκτυα, μεταξύ αυτών και από την πρώην πρέσβειρα στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι, η οποία δεν επέκρινε ονομαστικά τον Τραμπ αλλά έγραψε στο Χ ότι η συμφωνία με την Intel «θα οδηγήσει σε αύξηση των κρατικών ενισχύσεων και μείωση της παραγωγικότητας». Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Ερικ Ερικσον έγραψε επίσης στο Χ ότι το μέτρο ήταν «σοσιαλισμός με “Ρ” πλάι στο όνομά του», δηλαδή ρεπουμπλικανικός, και ότι οι συντηρητικοί που κατήγγειλαν τις «αμαρτίες» του Ομπάμα ενάντια στις αγορές ενώ ανέχονται παρόμοιες συμπεριφορές από τον Τραμπ είναι «επαίσχυντοι και δειλοί».
Η ανησυχία
Σε συνέντευξή του, ο Ερικσον είπε ότι τον ανησυχεί το γεγονός ότι αυξάνεται η απήχηση στη Δεξιά απόψεων και στάσεων που στρέφονται κατά της ελευθερίας της αγοράς, οι οποίες ανήκουν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. «Αναγκαζόμαστε να ξαναδίνουμε αυτές τις μάχες ενώ ξέρουμε ότι η αγορά λειτουργεί» ανέφερε. «Περάσαμε δύσκολες εποχές όταν το κράτος ήλεγχε την οικονομία, προτού καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να αποφασίζουν μόνοι τους πώς θα ξοδεύουν τα χρήματά τους. Είναι σαν να έχουμε ξεχάσει τα βασικά» σχολίασε ο ίδιος.
