Η επίθεση στην οικονομική υποδομή της σημερινής κοινωνίας δεν προέρχεται από αέρος. Ούτε χρειάζεται δολιοφθορείς κομάντος να ανατινάξουν τα κεντρικά γραφεία μιας εταιρείας. Η επίθεση σε δεδομένα πελατών, ηλεκτροφόρα καλώδια ή στον κεντρικό υπολογιστή του «στόχου» σχεδιάζεται, οργανώνεται και εξαπολύεται μέσω Διαδικτύου. Ο σύγχρονος Δούρειος Ιππος μοιάζει με ένα πρόγραμμα υπολογιστή που οι πολεμιστές μεταφέρουν στην τεχνολογική υποδομή της εταιρείας-στόχου με καταστροφικές προθέσεις. Μόλις πρόσφατα γίναμε μάρτυρες μιας επίθεσης στον κυβερνοχώρο που έκανε τα στελέχη της εταιρείας-στόχου – αλλά και τις εθνικές κυβερνήσεις – να προβληματιστούν σοβαρά για το μέλλον. Η ρωσόφωνη ομάδα χάκερ REvil είχε εισέλθει στα συστήματα του αμερικανικού παρόχου υπηρεσιών πληροφορικής Kaseya. Οι κυβερνοαπατεώνες χρησιμοποίησαν τα ψηφιακά τους «όπλα» για τη διανομή κακόβουλου λογισμικού που κρυπτογράφησε τα δεδομένα αρκετών εκατοντάδων εταιρειών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη με σκοπό να τα αχρηστεύσει. Μόνο οι χάκερ μπορούν να ξεκλειδώσουν ξανά τα αρχεία της Kaseya. Και απαιτούν 70 εκατομμύρια δολάρια για να το κάνουν! Πληρωτέα σε Bitcoin. Ψηφιακή απάτη Η αμερικανική εταιρεία πληροφορικής δεν είναι το μοναδικό θύμα ψηφιακής απάτης και εκβιασμού. Στη Σουηδία, η αλυσίδα σουπερμάρκετ Coop αναγκάστηκε να κλείσει προσωρινά περίπου 800 καταστήματά της διότι τα ηλεκτρονικά συστήματά τους κατέρρευσαν. Στη Γερμανία «χιλιάδες υπολογιστές δέχθηκαν επιθέσεις και η οικονομική ζημιά που προκλήθηκε δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί αξιόπιστα», σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλειας Πληροφοριών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πριν από λίγες εβδομάδες, μια άλλη ομάδα χάκερ είχε εν μέρει αποσυνδέσει και αχρηστεύσει τον μεγαλύτερο αγωγό βενζίνης στη χώρα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η εταιρεία Colonial πλήρωσε στους εκβιαστές λύτρα 4,4 εκατ. δολαρίων προκειμένου να μπορέσει ο αγωγός να λειτουργήσει ξανά. Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής κρέατος στον κόσμο JBS αναγκάστηκε να διακόψει μεγάλο μέρος της παραγωγής της στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία στις αρχές Ιουνίου, όταν δέχθηκε κυβερνοεπίθεση από χάκερ. Η βραζιλιάνικη εταιρεία κατέβαλε τελικά στους εκβιαστές 11 εκατ. δολάρια για να επιτρέψουν την επαναλειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων και την επαναφορά της παραγωγής της στην κανονικότητα. Δεν βλέπουν όλα τα περιστατικά ψηφιακής απάτης το φως της δημοσιότητας. Λόγω της ντροπής (για την ευάλωτη υπόστασή τους) πολλά θύματα παραμένουν σιωπηλά. Και αντίθετα με τις προτροπές και τις εκκλήσεις των αρχών ασφαλείας, ενδίδουν στους εκβιασμούς των κυβερνοαπατεώνων. Ομως, «κάθε εταιρεία που πληρώνει λύτρα τροφοδοτεί το τέρας», όπως σημειώνει στη γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» ο Τίμο Κομπ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ασφάλειας πληροφορικής HiSolutions. Ενοικιάζουν τεχνογνωσία Πρόκειται για μια νέα μορφή εγκλήματος, η οποία, καθώς δεν γνωρίζει σύνορα, εξελίσσεται και διαδίδεται με εκθετικό ρυθμό σε παγκόσμια κλίμακα. Η ομάδα χάκερ REvil προσπαθεί να πλουτίσει μέσω των κυβερνοεπιθέσεων σε επιχειρήσεις. Μπλοκάρει τα συστήματα πληροφορικής και ζητεί λύτρα για να τα ξεμπλοκάρει. Και δεν μένει μόνο στη δική της δράση: προσφέρει και σε άλλους εγκληματίες τεχνογνωσία και υποδομές για επιθέσεις στον κυβερνοχώρο. Η ομάδα ενοικιάζει το λογισμικό και τον μηχανισμό είσπραξης λύτρων σε άλλους, λιγότερο προηγμένους τεχνολογικά απατεώνες, για να επιχειρήσουν τις δικές τους κυβερνοεπιθέσεις. Η REvil παρακρατεί το 20% έως 30% της λείας. Κενά ασφαλείας Η επιχείρηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο ανθεί. Τα κενά ασφαλείας που έχει η εταιρεία-στόχος είναι η κερκόπορτα που εκμεταλλεύονται οι ψηφιακοί εγκληματίες. Οσοι δεν συνεργάζονται με τους εκβιαστές έχουν να αντιμετωπίσουν την οργή των πελατών τους, που βλέπουν να αποκαλύπτονται δικά τους «ευαίσθητα δεδομένα». Ευλόγως πολλές εταιρείες προτιμούν να αποσιωπήσουν τον εκβιασμό και να πληρώσουν, παρά να ξεκινήσουν μια μακρά, επίπονη και συχνά ατελέσφορη συνεργασία με τις αρχές. Διότι οι επιτιθέμενοι είναι ευέλικτοι και επιθετικοί, ενώ το κράτος δικαίου είναι αργό και δυσκίνητο. Σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Accenture, η λεία των κυβερνοαπατεώνων μόνο από τις εγκληματικές δραστηριότητές τους στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας κατά την περίοδο 2019-2023 θα φτάσει σε αξία τα 735 δισ. δολάρια. Ο Ματίας Βάστερ, ειδικός σε θέματα κυβερνοασφάλειας στην Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), διαπιστώνει ότι «η γερμανική οικονομία ουδέποτε δέχθηκε πιο σοβαρή και απειλητική επίθεση από τη σημερινή». Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το κράτος δικαίου πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να προσαρμοστεί στην εποχή μας εάν θέλει να αντιμετωπίσει την ψηφιακή απειλή σε ισότιμη βάση. Το επιθετικό και ανεξέλεγκτο έγκλημα στον κυβερνοχώρο θα ήταν για την οικονομία ό,τι είναι η πανδημία για τους ανθρώπους: ακριβό για όλους, θανατηφόρο για πολλούς.