Βλαδίμηρος Συμεωνίδης στο ΒΗΜΑ: «Ο Ριάδης με έσωσε από την κατάθλιψη»

Ο μαέστρος Βλαδίμηρος Συμεωνίδης μιλάει για τον «ανεξερεύνητο» έλληνα συνθέτη, έργα του οποίου – καθώς και του Μορίς Ραβέλ – θα ερμηνεύσει με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στην πόλη των Σκοπίων

Βλαδίμηρος Συμεωνίδης στο ΒΗΜΑ: «Ο Ριάδης με έσωσε από την κατάθλιψη»

Η ιστορική μνήμη ταξιδεύει με τα φτερά της μουσικής, φέρνει στο προσκήνιο δημιουργούς με αξιοσημείωτη προσφορά και μας γοητεύει ακόμα με τις ποιότητες του έργου τους. Το Σάββατο 17 Μαΐου η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης ανεβαίνει στην πόλη των Σκοπίων για μία συναυλία υψηλής συμβολικής αλλά και καλλιτεχνικής αξίας.

Με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννηση του Μορίς Ραβέλ (1875-1937), αλλά και αντλώντας έμπνευση από την καλλιτεχνική «συγγένεια» του γάλλου συνθέτη με τον έλληνα ομότεχνό του Αιμίλιο Ριάδη (1880-1935), η ορχήστρα θα παρουσιάσει έργα των δύο συνθετών. Ο μαέστρος Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, που όχι μόνο διευθύνει τη συναυλία αλλά έχει αναλάβει και την ενορχήστρωση και αναβίωση σημαντικού μέρους του έργου του Ριάδη, μας δίνει μια γεύση του προγράμματος και μας ξεναγεί στον κόσμο του σημαντικού έλληνα δημιουργού.

Η αλήθεια είναι πως τους έλληνες συνθέτες τους γνωρίζουμε ελάχιστα. Ενας από αυτούς είναι ο Ριάδης, με τον οποίο εσείς έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα. Πέρυσι διευθύνατε την όπερά του «Γαλάτεια» στη Θεσσαλονίκη. Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο έργο του και σας σπρώχνει να επιστρέφετε σε αυτό;

«Στην περίπτωση της “Γαλάτειας” μιλάμε για μία όπερα ανολοκλήρωτη, που δεν είχε παιχτεί ποτέ. Ηταν η πρώτη παρουσίασή της. Ο Ριάδης είχε αφήσει το μεγαλύτερο μέρος χωρίς να το ενορχηστρώσει, δουλειά που τελικά έκανα εγώ. Παράλληλα συμπλήρωσα μικρά μέρη που είχαν μείνει ημιτελή.

Τώρα, στη νέα συναυλία μας στα Σκόπια περιέλαβα και τη Συμφωνική Σουίτα από τη “Γαλάτεια”. Θα παιχτεί για πρώτη φορά και τη δημιούργησα χρησιμοποιώντας μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές σελίδες από τη μουσική της όπερας. Είναι, πιστέψτε με, πολύ όμορφη μουσική, γι’ αυτό και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου!».

Οπότε, όχι απλώς διευθύνετε τη μουσική του Ριάδη, αλλά επεμβαίνετε σε αυτή, άλλες φορές ενορχηστρώνοντάς την, άλλες φορές συμπληρώνοντάς την. Ποιες οι δυσκολίες του εγχειρήματος;

«Τα χειρόγραφά του είναι εξαιρετικά δύσβατα, δυσανάγνωστα. Ο άστατος και δυσνόητος γραφικός χαρακτήρας του κάνει την προσέγγιση ακόμα πιο δύσκολη. Με βοήθησε όμως η πανδημία (σ.σ.: γελάει). Οσο και αν ακούγεται παράξενο, αυτή η τραγική για όλους μας περίοδος μου επέτρεψε να απομονωθώ και να ασχοληθώ με τη μουσική του Ριάδη. Η δουλειά αυτή, καθημερινή δουλειά για τρία χρόνια, με έσωσε από την κατάθλιψη.

Την ίδια στιγμή είχα έναν μεγάλο φόβο: Μήπως ήταν μόνο δική μου η αίσθηση πως ο Ριάδης έχει γράψει σημαντική μουσική; Είναι λογικό και αναμενόμενο να αγαπάς εκείνο πάνω στο οποίο δουλεύεις, τι θα πουν όμως οι άλλοι; Ομολογώ πως η αποδοχή και των μουσικών και του κοινού μού έδωσε μεγάλη χαρά. Από τις αντιδράσεις τους επιβεβαίωσα πως αποκαλύφθηκε πραγματικά μία πολύ καλή μουσική».

Πώς τώρα ο Ριάδης συνυπάρχει με τον Ραβέλ στη συναυλία των Σκοπίων;

«Είναι μια συναυλία όπου παρουσιάζονται και συνομιλούν δύο συνθέτες που σχετίζονται ιστορικά. Ο Ριάδης έζησε μερικά χρόνια στο Παρίσι. Πιθανώς να υπήρξε και μαθητής του Ραβέλ, αν και δεν τεκμηριώνεται επισήμως αυτό. Ο ίδιος, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έλεγε ότι μελέτησε μαζί του. Ακόμα και αν η σχέση τους δεν ήταν τόσο στενή όσο πιστεύεται, σίγουρα κυκλοφορούσαν στους ίδιους κύκλους καθώς εκείνη την εποχή και οι δύο ήταν ενεργά μέλη της παρισινής μουσικής ζωής.

Τώρα η συναυλία συνταιριάζει τους δύο συνθέτες, με αφορμή και τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Ραβέλ, με έναν πάρα πολύ όμορφο τρόπο, πιστεύω».

«Πριν από χρόνια, αν έβλεπε κάποιος παρτιτούρες τόσο απαιτητικές όπως εκείνες του Ριάδη, θα θεωρούσε αδύνατο να παιχτούν από μια δική μας ορχήστρα»

Εκτός από την εποχή που έδρασαν, έχουν κοινά, υπάρχουν ομοιότητες και στον τρόπο που κάνουν μουσική;

«Βεβαίως, πάρα πολλές ομοιότητες. Ο Ριάδης, αν και τις βασικές του μουσικές σπουδές μετά τη Θεσσαλονίκη τις έκανε στο Μόναχο, έζησε, όπως σας είπα, στο Παρίσι και αυτό πιστεύω ότι λέει πολλά για την αισθητική του. Του ταίριαζε πολύ ο μουσικός κόσμος της Γαλλίας, ο μουσικός τρόπος έκφρασης των Γάλλων και αυτό αποτυπώνεται κατ’ αρχάς στη μουσική του εκείνης της εποχής, αλλά και αργότερα στα άλλα έργα που έγραψε, επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Τότε έγινε πιο ελληνικός θα έλεγα, κρατώντας ωστόσο τη γαλλική αισθητική με τρόπο διακριτό και έντονο».

Μιλάμε για εποχές με πολλά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Οι καλλιτέχνες που ζούσαν στην Ελλάδα καλούνταν να δημιουργήσουν σε ένα όχι πολύ φιλόξενο περιβάλλον…

«Ναι, έτσι είναι, και στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε εκείνος, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα από όσο ήταν στην Αθήνα. Ο Ριάδης προσπαθούσε συνεχώς να έχει συνδέσεις με την Αθήνα, έκανε μεταξύ άλλων παρέα και με τον Δημήτρη Μητρόπουλο που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Είχε το ένα του πόδι στην πρωτεύουσα, ώστε να μένει σε επαφή με ό,τι καλύτερο μπορούσε να προσφέρει η Ελλάδα εκείνη την περίοδο σε θέματα τέχνης».

Εχουν βελτιωθεί πολύ τα πράγματα από τότε;

«Ναι! Πλέον διαθέτουμε ορχήστρες υψηλού επιπέδου και στις δύο πόλεις, και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Πριν από χρόνια, αν έβλεπε κάποιος παρτιτούρες τόσο απαιτητικές όπως εκείνες του Ριάδη, θα θεωρούσε αδύνατο να παιχτούν από μια δική μας ορχήστρα. Σήμερα μπορούμε να τις ερμηνεύσουμε και μάλιστα πολύ καλά! Αυτό κάνει και η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά στην πράξη πως διαθέτει εξαιρετικούς μουσικούς.

Βεβαίως η Ελλάδα πάντα γεννούσε αξιόλογους μουσικούς, ήταν όμως μεμονωμένες περιπτώσεις. Δεν υπερβάλλω λέγοντας ότι οι ορχήστρες μας είναι πλέον ευρωπαϊκού επιπέδου. Και αυτό λέει πολλά δεδομένου ότι μια ορχήστρα δείχνει το επίπεδο πολιτισμού, του μουσικού πολιτισμού, μιας χώρας».

Πού οφείλεται αυτή η βελτίωση κατά τη γνώμη σας;

«Είμαστε μία μικρή χώρα. Μία φτωχή χώρα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είμαστε και μία χώρα που στην πραγματικότητα οι πολιτικοί της ποτέ δεν στήριξαν όσο θα έπρεπε τη μουσική, ποτέ δεν της έδωσαν την προσοχή που της αρμόζει.

Ομως υπάρχει σημαντικό καλλιτεχνικό δυναμικό που πάντα κάνει το καλύτερο που μπορεί και που με τον αγώνα του προχωράει μπροστά. Παρακολουθώ τη μουσική ζωή της Ελλάδας εδώ και πολλά χρόνια και διαπιστώνω ότι σήμερα γίνονται πράγματα που φάνταζαν εντελώς αδύνατα την περίοδο που σπούδαζα στο πανεπιστήμιο. Χαίρομαι όμως, όπως κάθε άνθρωπος που αγαπάει και πονάει αυτό που κάνει, και πάντα επιθυμώ το καλύτερο. Οπότε ελπίζω οι συνθήκες που θα δημιουργηθούν στα χρόνια που θα έρθουν να βοηθήσουν τις ορχήστρες μας να γίνουν ακόμα καλύτερες. Γιατί και το μπορούν και το αξίζουν».

INFO: Η συναυλία της ΚΟΘ στα Σκόπια, το Σάββατο 17 Μαΐου, δίνεται στο πλαίσιο των δράσεων διεθνοποίησης και εξωστρέφειας που υλοποιείται χάρη στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συμπράττουν η υψίφωνος σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου και ο πιανίστας από τη Βόρεια Μακεδονία Σιμόν Τρπτσέσκι.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version