Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης συστήθηκε στο κοινό με το «Relic» (2015) και την ομάδα Osmosis. Μετά από μια εντυπωσιακή πορεία (5 ήπειροι, 19 χώρες, 38 πόλεις), η παράσταση ξανάρχεται: Μια σόλο περφόρμανς αναφορά στην ανάγκη κάθε πλάσματος να υπάρξει. Οπως και στις δουλειές που ακολούθησαν («Τιτάνες», «Elenit», «Τουρνέ», «Lapis Lazuli»), εξακολουθεί να συγκινεί, διερευνώντας αχαρτογράφητους τόπους.
Πώς ξεκίνησε το «Relic»;
«Το 2015 το πρωτοπαρουσιάσαμε στο φεστιβάλ Aerowaves της Βαρκελώνης. Το έργο είχε αρχίσει να παίρνει τελική μορφή, έρχονταν φίλοι να το δουν, να πουν τη γνώμη τους – «αυτό έχει ψωμί», έλεγαν. Η Βίκυ Μαραγκοπούλου μου πρότεινε να κάνω αίτηση στο Aerowaves – μας επέλεξαν. Σε μια μέρα παίξαμε τρεις φορές, το είδαν 180 καλλιτεχνικοί διευθυντές απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί έγινε η “έκρηξη”. Μετά, το ένα έφερε το άλλο. Μας κάλεσαν στο Λονδίνο (Barbican), στο Παρίσι (Theatre de la Ville), στην Μπιενάλε της Λυών κι άλλα σημαντικά. Εννοείται ότι κι εσύ το κυνηγάς…».
Κεφάλαιο ταξίδια…
«Τα ταξίδια ήταν ξεκάθαρη επιθυμία μου. Με θυμάμαι να ταξιδεύω από νωρίς, από τη Δραματική του Θεάτρου Τέχνης. Πρώτο μεγάλο ταξίδι ήταν στη Νέα Υόρκη. Επαθα έρωτα. Αποφάσισα να σπουδάσω εκεί. Ονειρευόμουν ότι, αν κάποια στιγμή φτιάξω κάτι, να μπορεί να ταξιδέψει κι αυτό. Πού να φανταζόμουν ότι για 10 χρόνια θα ήμουν με μια βαλίτσα στο χέρι»
Τι νέο φέρνει η παράσταση;
«Το έργο δεν έχει αλλάξει στον πυρήνα του. Οι άνθρωποι που το ξαναβλέπουν, μου λένε ότι το αλλάζω διαρκώς, όπως κι όλα τα έργα μου – δεν το αισθάνομαι. Επειδή όμως επαναλαμβάνονται και βελτιώνονται, είναι σαν να αλλάζουν».
Το κοινό αντιδρά διαφορετικά ανά τον κόσμο;
«Το κοινό είναι κυρίως φεστιβαλικό, υποψιασμένο. Αρα οι αντιδράσεις δεν διαφέρουν πολύ. Αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει την τελευταία δεκαετία είναι το πώς το κοινό βλέπει το έργο. Οταν ο Αγγελος Μέντης έφτιαξε το κοστούμι (2015), υπήρχε η αντίδραση ότι πρόκειται για κάτι σχεδόν αδιανόητο. Μετά από μια πανδημία της Covid, του TikTok, των social media, βλέπω ότι παγκοσμίως το κοινό, όσον αφορά την πρόσληψη τέτοιων θεαμάτων, είναι πιο εξοικειωμένο».
Τι σας εμπνέει;
«Λεπτομέρειες, πράγματα που δεν φανταζόμουν. Ωστόσο επιστρέφω σε κάποιες θεματικές – η σχέση μικρόκοσμου-μακρόκοσμου, πώς λειτουργεί το μυαλό, τι είναι η συνείδηση, ειδικά τώρα με την τεχνητή νοημοσύνη».
Ιδέες κυρίως, όχι θέματα…
«Ναι. Γιατί ποτέ δεν μπαίνω στην πρόβα με το σκεπτικό να κάνω ένα έργο με θέμα, ας πούμε, τη μετανάστευση ή τη βία. Κάθε θέμα που με ενδιαφέρει θα φιλτραριστεί μέσα από μένα και θα βγει – δεν ξέρω με ποιον τρόπο.
Ωστόσο αν μου δώσεις μια περούκα, ένα όπλο, δυο τακούνια και μια μασέλα, θα φτιάξω μια σκηνή που όμως επειδή μπορεί το προηγούμενο βράδυ να σκεφτόμουν τη Γάζα, να ‘χει κάτι απ’ αυτή την απόγνωση».
Σαν παιχνίδι;
«Βασανιστικό παιχνίδι. Απτό, όχι θεωρητικό. Εχει να κάνει με την ύλη, την εικόνα που βλέπω στον καθρέφτη, το πώς θα πέσει το φως πάνω της, τι ήχο θα βγάλει. Παίρνω απόσταση από θεωρητικά θεάματα που ποντάρουν σε μια εγκεφαλική διαδικασία. Αισθάνομαι ότι η δουλειά μου σχετίζεται περισσότερο με του χειρωνάκτη, με αυτόν που λαξεύει την πέτρα. Η σχέση με την ύλη, το φως, τον καθρέφτη, το σώμα, είναι το δικό μου εργαστήρι».
Είχατε από παιδί τόση φαντασία;
«Εγώ δεν θεωρούσα ότι την είχα. Πίστευα ότι έτσι είναι τα παιδιά, οι άνθρωποι. Σίγουρα καταλάβαινα ότι το χιούμορ ήταν ένα πιο δυνατό εργαλείο μου. Αργότερα κατάλαβα ότι μάλλον το μυαλό μου είναι λίγο πιο κουνημένο σε κάποια πράγματα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνω ποιήματα σε ακαταλαβίστικη γλώσσα στο σχολείο για πλάκα, σαν αστείο. Μόνο μια δασκάλα γούρλωσε τα μάτια της γιατί κάτι είδε και είπε ότι αυτό μάλλον είναι ποίημα. Αρα υπάρχει πεδίο όπου μπορεί κάπως, κάποτε να εκτιμηθεί αυτή η τρέλα».
Τα κάνετε όλα μόνος;
«Είναι λίγο πιο πολύπλοκο. Από το “Relic” που είναι σόλο ως το “Elenit” με 16 ανθρώπους on tour, κανένα δεν το έχω κάνει μόνος. Οταν γύρισα από τη Νέα Υόρκη ήμουν κάπως δυστυχής διότι ξεκίνησα να σκηνοθετώ κάποια έργα, πιο συμβατικά, αλλά δεν αισθανόμουν ότι με άκουγαν οι συνεργάτες μου, ούτε ότι μου έδιναν αρκετό χρόνο. Δούλευα με σκηνοθέτες, αλλά εκτός από τον Δημήτρη (σ.σ.: Παπαϊωάννου) δεν έβρισκα κάποιον να με καθοδηγήσει. Κι άρχισα να γκρινιάζω. Αυτή η γκρίνια με κούρασε.
Είπα ότι ή θα αλλάξω δουλειά και θα γίνω βοηθός του πατέρα μου στην αρχιτεκτονική – είχα ήδη μπει στο Πολυτεχνείο – ή θα φτιάξω κάτι που δεν θα έχει ενδιάμεσους, οπότε δεν θα έχω να κατηγορήσω κανέναν. Κάτι που θα προσπαθήσω, σε κάθε δευτερόλεπτο, να έχω τη χαρά που ένιωσα στην 6η δημοτικού όταν πρωτογνώρισα το θέατρο, με αυτή την πεφωτισμένη δασκάλα, τη Μαρία Χρυσομάλλη-Κατζουράκη. Ετσι ξεκίνησε αυτή η μοναχική διαδικασία. Σιγά-σιγά είδα ότι μπορώ να τη μοιραστώ και το σχήμα άρχισε να ανοίγει».
Αυτοπεποίθηση είχατε;
«Οχι. Υπήρχε απελπισία, απόγνωση, κι αυτή η ανάμνηση του δημοτικού. Με τα χρόνια μπορεί να την είχα καταπιέσει, αλλά εκείνη τη διαβολεμένη χαρά τη θυμόμουν. Κι όταν έφτασα να είμαι ένας δυστυχισμένος καλλιτέχνης, αναρωτήθηκα πού πήγε η χαρά. Είχα πείσμα, επιμονή. Και μια στρατιά ανθρώπων να με συμβουλέψουν, να με κατευθύνουν, όπως ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, η Βίκυ Μαραγκοπούλου, ο Αγγελος Μέντης και πόσοι ακόμα…».
Σας επηρέασε ο Παπαϊωάννου;
«Πιστεύω ότι ο Δημήτρης είναι ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή καλλιτέχνες, ένας συνεχιστής της παράδοσης του Τσαρούχη, του Κουν, του Χατζιδάκι. Αναμφισβήτητα είναι από τους ανθρώπους που μου έδωσαν κλειδιά, χρήσιμα για μια ζωή. Συνεργάστηκα μαζί του (“2”, “Πουθενά”, “Μέσα”) και επειδή σκάβει βαθιά στη φόρμα, συνειδητοποίησα ότι το μήνυμα, τη συγκίνηση τα καταλαβαίνω μέσα από τη φόρμα, από την εικόνα. Υπάρχει η συγκίνηση που μπορεί να προκληθεί επειδή κάποιος οδύρεται στη σκηνή αλλά και η συγκίνηση που μπορεί να βγει από μια συμμετρία».
Πώς χαρακτηρίζετε τα έργα σας;
«Είναι σίγουρα υβριδικά. Δεν είναι ούτε θέατρο ούτε χορός, performance ή εικαστικά γεγονότα. Είναι εύπλαστα, ευέλικτα στην κατηγοριοποίησή τους. Με ενδιαφέρουν οι παραστατικές τέχνες, οι εικαστικές. Με εμπνέει ο χορός – η αγάπη της Πίνα Μπάους για το ανθρώπινο σώμα – και ταυτόχρονα τα λαϊκά θεάματα, το τσίρκο, το μπουρλέσκ, η όπερα, η φάρσα, το μιούζικαλ. Απ’ όλα έχω να πάρω. Γιατί στον πυρήνα τους προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το κοινό, και εμένα με ενδιαφέρει να ανοίγει ένα κανάλι με τον θεατή. Τη σκηνή την καταλαβαίνω σαν ένα πεδίο μάχης και αποπλάνησης. Επίσης είναι ολοφάνερο ότι μου αρέσει ο μεταμοντερνισμός».
Τι έπεται;
«Επειδή έκλεισε μια δεκαετία κι εγώ μόλις μπαίνω στην επόμενη και ηλικιακά, αναρωτιέμαι τι μπορεί να με εκπλήξει. Δουλεύω πολύ στο να επιβάλω στον εαυτό μου μια ανάσα, λίγο χώρο, να πάψει να κυνηγάει την ουρά του – ξεκίνησα να λέω κάποια “όχι”. Το 2026 δεν θα ταξιδέψω, για να αποτοξινωθώ, να μην ξαναδώ αεροδρόμιο, βαλίτσα, ξενοδοχείο, να ξανασυνδεθώ με τους ανθρώπους μου. Ολο αυτό έκανε επιτυχημένα τον κύκλο του – μεγάλες χαρές, ωραίες συνεργασίες. Είναι μια καλή στιγμή να ακούσει κανείς την ησυχία και να δούμε τι μπορεί να φέρει».
