Βαράγγοι, οι «Βίκινγκς του Βυζαντίου» και προστάτες των ανακτόρων

Μια νέα προσέγγιση στους «Βίκινγκς της Ανατολής» φιλοδοξεί να αναδιατάξει την ιστορική πρόσληψη των Βαράγγων του Βυζαντίου

Βαράγγοι, οι «Βίκινγκς του Βυζαντίου» και προστάτες των ανακτόρων

Οι Βάραγγοι ήταν μια “αχαρτογράφητη ομάδα” λαών είναι η εναρκτήρια παρατήρηση του βιβλίου Οι Βάραγγοι (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας Σβέριρ Γιάκομπσον.

Μονάδα του βυζαντινού στρατού από τον 10ο αιώνα, υπεύθυνοι ασφαλείας των ανακτόρων, «άνθρωποι του Βορρά», Βίκινγκς, Σκανδιναβοί, Ρως, Άγγλοι, «Εγκλινοβάραγγοι», «πελεκοφόροι», όπως ήταν γνωστοί από τα τσεκούρια που αποτελούσαν τον κύριο οπλισμό τους, συνιστούν τακτική, αν και ασαφή ως προς τη σύνθεσή της, παρουσία στις πηγές από τον 10ο ως τον 15ο αιώνα.

Στη συμβατική ιστοριογραφία συγκροτούν ένα από τα βυζαντινά τάγματα, δύναμης 4.000-6.000 ανδρών αρχικά, με επικεφαλής τον ακόλουθο, αξιωματικό της τάξης των σπαθαροκανδιδάτων. «Λαός άγριος και ανελέητος», «ένα έθνος που κατατάσσεται στα ανδράποδα», με «γλώσσα σαν τρικυμισμένη θάλασσα» κατά τον Πατριάρχη Φώτιο που παραθέτει ο Γιάκομπσον, η πρώτη εμφάνισή τους ταυτίζεται με τους Ρως και την επιδρομή τους στην Κωνσταντινούπολη το 860.

«Τα πιο αισχρά πλάσματα του Θεού» λόγω των σεξουαλικών τους ηθών και της αδιαφορίας τους για την ιδιωτικότητα, σύμφωνα με τον άραβα διπλωμάτη Ιμπν Φαντλάν, θα συνάψουν σταδιακά εμπορικές σχέσεις, θα δεχθούν ιεραποστόλους, θα εκτιμηθούν για τις πολεμικές τους αρετές, θα συγκροτηθούν σε στρατιωτικό σώμα.

Τον 11ο αιώνα το όνομα «Βάραγγοι» εκφράζει το σκανδιναβικό στοιχείο, μια «Βαραγγική Φρουρά» υφίσταται από τα χρόνια του Βασιλείου Β΄, το εθνωνύμιο προσδιορίζει τα βασίλεια της Νορβηγίας και της Δανίας: ο διασημότερος Βάραγγος των βυζαντινών κειμένων, ο «Αράλτης» (Χάραλντ Σίγουρδαρσον), «γιoς του βασιλιά της Βαραγγίας», προβαίνει σε μεγάλα ανδραγαθήματα την περίοδο των Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνα και Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου, τιμάται με υψηλά αξιώματα και επιστρέφει στην πατρίδα του για να ανέλθει στον νορβηγικό θρόνο.

Τις ψηφίδες αυτές που μοιάζουν να συνθέτουν μια μάλλον άρτια εικόνα, παρά τα αναπόφευκτα κενά της, θεωρεί ο ισλανδός ιστορικός ότι θα πρέπει να επανεξετάσουμε ιστοριογραφικά.

Η μεγάλη αφήγηση

Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα τη στόχευση του Σβέριρ Γιάκομπσον θα πρέπει να έχει υπόψη του τη μελέτη του γλωσσολόγου, συγγραφέα και διευθυντή της Βασιλικής Βιβλιοθήκης της Κοπεγχάγης Σίγκφους Μπλόνταλ.

Η εικοσιπενταετής έρευνα του ισλανδού μελετητή που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το θάνατό του, το 1950, κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1970 με τον τίτλο The Varangians of Byzantium (εκδ. Cambridge University Press) και θεωρείται ως σήμερα το βασικό έργο αναφοράς για το αντικείμενο.

Ο Μπλόνταλ αναλύει εξονυχιστικά τις βυζαντινές πηγές, τις πληροφορίες των οποίων συμπληρώνει με την προσφυγή στο εκτεταμένο πρωτογενές υλικό λατινικών και σκανδιναβικών κειμένων και τη μαρτυρία ρουνικών επιγραφών, προκειμένου να αποτυπώσει τη διαδρομή των Βαράγγων ως μισθοφορικής στρατιωτικής δύναμης από τον 10ο αιώνα ως το 1453. «Σημαντική και ρηξικέλευθη», κατά τον Γιάκομπσον, η έρευνα αυτή ακολουθεί το πρότυπο του ιστορικισμού του 19ου αιώνα και του Λέοπολντ φον Ράνκε – την ανασύσταση των γεγονότων «όπως πραγματικά συνέβησαν».

Ως αποτέλεσμα «συγκροτήθηκε μια μεγάλη αφήγηση, σαν ψηφιδωτό, καθώς πολλά ετερογενή στοιχεία συνδυάστηκαν για να σχηματίσουν ένα μεγαλύτερο σύνολο». Η συμπλήρωση της εικόνας με αρχαιολογικά ευρήματα τον 20ό αιώνα δεν έθιξε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Μπλόνταλ.

Πρόθεση του Γιάκομπσον είναι ακριβώς να απομακρυνθεί από την οπτική της αναζήτησης της τεκμηρίωσης γεγονότων στις αφηγήσεις μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στο πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο της συνθεσής τους, τα κίνητρα και τη διαμόρφωση των μεσαιωνικών σκανδιναβικών ταυτοτήτων που αποκαλύπτουν.

Η προσέγγισή του εστιάζει στις αναπαραστάσεις από την οπτική της «πολιτισμικής μνήμης» όπως την όρισε ο γερμανός πολιτισμικός ιστορικός Γιαν Ασμαν: «Το σώμα των επαναλαμβανόμενων κειμένων, εικόνων και τελετουργιών που προσιδιάζουν σε κάθε κοινωνία και κάθε εποχή, η καλλιέργεια των οποίων χρησιμεύει στο να παγιώνει και να μεταδίδει την αυτοεικόνα αυτής της κοινωνίας».

Με αυτό το σκεπτικό το δεύτερο μέρος του βιβλίου διαμορφώνεται ως αντικατοπτρισμός του πρώτου. Αν στην αρχή βλέπουμε τους Ρως και τους Βαράγγους μέσα από τις βυζαντινές και τις αραβικές πηγές, στη συνέχεια τους αντικρίζουμε με τη μορφή τους στα σκανδιναβικά τεκμήρια: πρώιμες ισλανδικές σάγκα του 13ου αιώνα όπως η Morkinskinna ή η Σάγκα των κατοίκων των Ορκνεϊ περιγράφουν μια πιο αποσπασματική εκδοχή.

Στοιχεία για αδιάλειπτη παρουσία των Βαράγγων στο Βυζάντιο επί αιώνες υπάρχουν, στα κείμενα όμως επικρατούν άλλα μοτίβα. Ηγεμόνες φέρονται να ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη, να συνδέονται με υπηρεσία με τον αυτοκράτορα και να αφήνουν το στίγμα της παρουσίας τους όπως ο Νορβηγός Σίγουρδουρ: «Αφησε τα πλοία του εκεί ως μνημείο της επίσκεψής του» μνημονεύει η νορβηγική Historia de antiquitate regum Norwangiensium.

Τυχοδιώκτες που επιστρέφουν επιδεικνύουν δώρα που φανερώνουν τη γενναιοδωρία του αυτοκράτορα και την εκτίμηση για τις στρατιωτικές τους ικανότητες. Πρόσωπα όπως ο νορβηγός ιεραπόστολος βασιλιάς Ολαφ Τρίγκβασον που φέρεται να είχε μείζονα ρόλο στον εκχριστιανισμό των βόρειων περιοχών επιδιώκεται να συνδεθούν με το Βυζάντιο.

Και ο πρίγκιπας Εϊρικ στη Σάγκα του Εϊρικ του Ταξιδευτή κατηχείται από τον αυτοκράτορα στο τρισυπόστατο της χριστιανικής θεότητας, συζητεί μαζί του «για τα χαρακτηριστικά των εθνών του κόσμου, για τις θάλασσες και τις μακρινές χώρες, […] για οχιές και φτερωτούς δράκους και κάθε λογής ζώα και πουλιά» και στο τέλος βαφτίζεται μαζί με τους συνοδούς του.

Το βλέμμα από τον Βορρά

Η αποδόμηση του πρότερου μοντέλου αποδίδει διαφορετικές σταθερές. Για τον Γιάκομπσον αυτό που αναδύεται είναι η αρχική μορφή των Ρως και των Βαράγγων ως «Άλλων», άγριων, πρωτόγονων αλλά και με έμφυτες αρετές, η ταύτιση των Βαράγγων στα βόρεια έπη με τη γενναιότητα και την πίστη, η ομαλή σχέση μεταξύ του σκανδιναβικού κόσμου και του Βυζαντίου, η απήχηση της εξουσίας και του σεβασμού που ενέπνεε ο αυτοκράτορας, ο σταδιακός προσδιορισμός μιας ειδικής σχέσης.

Πρόκειται για ένα βλέμμα από τον Βορρά αντί για ένα βλέμμα από την Κωνσταντινούπολη, για μια ανάγνωση που εντοπίζει θραύσματα γεγονότων εκεί που η προηγούμενη αποδεχόταν μια πλήρη εικόνα τους, για απόηχους και αντηχήσεις της ιστορικής αλήθειας.

Θα πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη εδώ η υφή των πηγών: τα βυζαντινά κείμενα του Φώτιου, του Ιωάννη Σκυλίτζη, του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου ή τα αραβικά χρονικά και ταξιδιωτικά έργα προέρχονται από διακριτές παραδόσεις σε σχέση με τις ισλανδικές σάγκα, παραδόσεις με διαφορετική προοπτική και στοχοθεσία.

Τοποθετώντας τις πρώιμες σκανδιναβικές πηγές απέναντί τους η αναθεωρητική μελέτη του Σβέριρ Γιάκομπσον προσφέρει μια πολύτιμη συμπληρωματική ματιά στον κόσμο των Βαράγγων.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version