Jozef Czapski Lost Time. Lectures on Proust in a Soviet Prison Camp Εκδόσεις New York Review Books, 2018 σελ. 128, τιμή 15,95 δολάρια Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που οι γαίες και η περιουσία της δημεύθηκαν μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την ίδρυση της Σοβιετικής Ενωσης, ο ζωγράφος και συγγραφέας Γιόζεφ Τσάπσκι (1896-1993) φτάνει στο Παρίσι το 1924 ως άλλο ένα μέλος της ευρείας πολωνικής διασποράς. Γίνεται συνιδρυτής του κινήματος της «Παρισινής Επιτροπής» (Kapist, στα πολωνικά), μιας ομάδας καλλιτεχνών επηρεασμένων από τον Σεζάν. Γνωρίζει και γοητεύεται βαθιά από το έργο του Μαρσέλ Προυστ προτού επιστρέψει στην Πολωνία, πολεμήσει κατά των Γερμανών το 1939 και συλληφθεί από τους Σοβιετικούς που είχαν επίσης εισβάλει στη χώρα αξιοποιώντας τον αντίστοιχο όρο του συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με άλλους 4.000 αξιωματικούς, από όπου κάποια στιγμή απομακρύνεται χωρίς προφανή λόγο μαζί με 395 συναδέλφους του με τελικό προορισμό το Γκριέζοβατς, 400 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μόσχας. Θα είναι οι μόνοι που θα γλιτώσουν από τη σφαγή του Κατίν, όταν οι Σοβιετικοί θα εκτελέσουν τους 22.000 αιχμάλωτους πολωνούς αξιωματικούς μεταξύ 5 Απριλίου και 5 Μαΐου 1940. Και θα δημιουργήσουν, για να αποδεσμευθτούν διανοητικά από το καθεστώς ανελευθερίας, καταναγκαστικής εργασίας και καθημερινής καταπίεσης, ένα είδος λέσχης ομιλιών περί ιστορίας, γεωγραφίας και τέχνης, όπου ο Τσάπσκι θα συνεισφέρει πέντε διαλέξεις για το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου «Lost Time» στα αγγλικά αποκαλύπτει έναν ιδιότυπο διάλογο ανάμεσα στην ελευθερία της σκέψης και το ενδεχόμενο του θανάτου. Οπως γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο αμερικανός μεταφραστής του, ζωγράφος και συγγραφέας Ερικ Κάρπελες, χωρίς βιβλία ή άλλο υλικό στα χέρια του, το εγχείρημα του Τσάπσκι αντικατοπτρίζει τη βασική λειτουργία του έργου του Προυστ – την ανάκληση στη μνήμη. Οντας ασθενής ο Τσάπσκι απαλλάσσεται προσωρινά από τις βαριές εργασίες και βρίσκει τον χρόνο να κάνει προσχέδια με μολύβι και στυλό όπου καταγράφει πηγές, ιδέες, αποσπάσματα στα γαλλικά και στα πολωνικά. Τα διαγράμματα και το ίδιο το κείμενο βρίθουν αναφορών: Γκαίτε, Πασκάλ, Μπερξόν, Κορό, Μπαλζάκ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι, Τζόζεφ Κόνραντ, Φρανσουά Μοριάκ, τα Ρώσικα Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ συσχετίζονται ευρηματικά με τους τόπους και τη θεματική του «Χαμένου χρόνου». Αφού μιλήσει για τη δομή (και τη διάλυσή της με την απόρριψη οποιωνδήποτε μερών, κεφαλαίων, παραγράφων που επιθυμούσε αρχικά ο Προυστ), ο Τσάπσκι εστιάζει στους χαρακτήρες, αναλύει «κάποια ψυχολογικά προβλήματα […] που έχουν εντυπωθεί στη μνήμη» του – κυρίως τα ζητήματα της ματαιοδοξίας και του θανάτου. Η ματαιότητα των κοσμικών σχέσεων, της φήμης, της ομορφιάς, του έρωτα, όπως αποτυπώνονται σε σκηνές του βιβλίου που ο ίδιος θυμάται λεπτομερώς προηγείται ακριβώς της περιγραφής του θανάτου ενός ήρωα του «Χαμένου χρόνου» και του ίδιου του συγγραφέα του. Αντί της φυγής από την πραγματικότητα, έγραφε η Αϊτέν Ταρτιτζί στους «New York Times», o Γιόζεφ Τσάπσκι δοκιμάζει διά του Προυστ να προσεγγίσει την αποδοχή του ενδεχόμενου θανάτου μέσω της παρηγορίας της τέχνης και της λογοτεχνίας. Υπαγορευμένο από τον ίδιο σε δύο συγκρατούμενούς του, το κείμενο επέζησε και αντηχεί σήμερα, σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά, ως υπόδειγμα διανοητικής αντίστασης σε καθεστώς ανελευθερίας.