Στις 11 Φεβρουαρίου του 1933, δύο εβδομάδες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Τόμας Μαν ταξίδευε στο Αμστερνταμ για να δώσει μια διάλεξη με τίτλο «Οι πίκρες και το μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ».
Ηθελε να απαλλάξει το έργο του κορυφαίου μουσουργού από την προπαγάνδα των ναζιστών που το θεωρούσαν απολύτως συμβατό με την ιδεολογία τους. Τα παιδιά του Μαν προειδοποίησαν τον πατέρα τους να μην επιστρέψει στη Γερμανία γιατί κινδύνευε, κι εκείνος, αν και διστακτικά, ακολούθησε τη σύστασή τους. Αλλωστε, από πιο νωρίς είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους τού επελαύνοντος ναζισμού.
Το 1930 απηύθυνε μια τολμηρή έκκληση με τίτλο «Εκκληση στη λογική», όπου καλούσε τη μορφωμένη αστική τάξη να διαμορφώσει μαζί με την εργατική τάξη κοινό μέτωπο εναντίον του απάνθρωπου φανατισμού των εθνικοσοσιαλιστών.
Ο Τόμας Μαν δεν θα επέστρεφε στη Γερμανία. Θα έμενε στην Ελβετία ως το 1939, οπότε και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, πρώτα στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ και από το 1941 ως το 1952 στη Δυτική Καλιφόρνια. Στο μεταξύ (το 1936) το χιτλερικό καθεστώς τού αφαίρεσε τη γερμανική υπηκοότητα και κατέσχεσε την περιουσία του. Και το Πανεπιστήμιο της Βόννης, την ίδια επίσης χρονιά, του αφαίρεσε το τιμητικό διδακτορικό του. Ο Μαν τότε απέκτησε την τσεχοσλοβακική υπηκοότητα, που τη διατήρησε ως το 1944, όταν έγινε αμερικανός πολίτης.

Ο Τόμας Μαν διά χειρός Εφης Ξένου.
Ο γαλαξίας των αυτοεξόριστων
Τι συνέβη το 1941 και γιατί τόσοι αυτοεξόριστοι γερμανοί καλλιτέχνες και συγγραφείς αντί για τη Νέα Υόρκη προτίμησαν τη Δυτική Ακτή, το Λος Αντζελες και τη Σάντα Μόνικα; Δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς πώς είναι να εγκαταλείπεις τη χώρα σου μέσα στον φόβο και την απέχθεια για να εγκατασταθείς σε έναν άγνωστο τόπο.
Ο κυριότερος λόγος που εκείνοι οι πρόσφυγες επέλεξαν την Καλιφόρνια ήταν γιατί η Πολιτεία δεν διέθετε τις πολιτιστικές υποδομές της Νέας Υόρκης κι επομένως το πολιτιστικό περιβάλλον ήταν «παρθένο»· δεν ήταν ανταγωνιστικό. Η θεματογραφία των έργων που έγραψαν εκεί δεν ήταν αμερικανική· πέραν αυτού, άλλοι μιλούσαν ελάχιστα αγγλικά και άλλοι καθόλου. Επιπλέον, η πιο διάσημη περιοχή του Λος Αντζελες ήταν το Χόλιγουντ και ήλπιζαν να βρουν δουλειά στην κινηματογραφική του βιομηχανία.
Το 1941 έφτανε μια μεγάλη ομάδα εκπατρισμένων. Από αυτούς ο Αλφρεντ Ντέμπλιν και ο Χάινριχ Μαν υπέγραψαν συμβόλαια ενός έτους με τους κινηματογραφικούς κολοσσούς της Warner Bros και της Metro-Goldwin-Mayer.
Τα αφεντικά των στούντιο ελάχιστα ενδιαφέρονταν για το ταλέντο των εξορίστων. Το κίνητρό τους ήταν να τους βοηθήσουν να πάρουν βίζα. Τυπικά ο Μαν και ο Ντέμπλιν εθεωρείτο ότι εργάζονταν σε καθημερινή βάση, μολονότι τα αγγλικά τους ήταν ελάχιστα και δεν είχαν καμιά ελπίδα να δουν τις ιδέες τους να γίνονται ταινίες.
Σε λίγο οι εκπατρισμένοι ήταν πολλοί – και εκλεκτοί. Κι ανάμεσά τους ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Κρίστοφερ Ισεργουντ, ο Φραντς Βέρφελ, ο Τόμας Μαν, ο Μαξ Ράινχαρντ, ο Μπρούνο Βάλτερ. Αλλά κι ο Τέοντορ Αντόρνο, ο Μαξ Χορκχάιμερ, ο Φριτς Λανγκ, ο Ζαν Ρενουάρ, ο Αρνολντ Σένμπεργκ, ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ και άλλοι, και άλλοι. Στις συντροφιές σύχναζαν και δύο μεγάλες σταρ τα εποχής: η Μάρλεν Ντίντριχ και η Χέντι Λαμάρ. Εδώ έπαιζαν τένις με τον Σένμπεργκ ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Τζορτζ Γκέρσουιν. Με εξαίρεση ίσως το Παρίσι του Μεσοπολέμου, σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν βρέθηκαν μαζεμένα τόσα ταλέντα.
Πόλη των αγγέλων: παράδεισος και κόλαση
Πώς ένιωθαν όμως σε τούτη τη «Γερμανική Καλιφόρνια», όπως την αποκαλούσε ο Τόμας Μαν, όλοι αυτοί, οι ζωές των οποίων ήταν ειδυλλιακές σε σύγκριση με την Ευρώπη που ζούσε το σφαγείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου;
Πίσω από τα φωτεινά οικιστικά τοπία στο Πασίφικ Πάλισεϊντς, την ωραιότερη γειτονιά του Λος Αντζελες, και τη Σάντα Μόνικα παραμόνευαν άλλες δυνάμεις, με κυριότερες την έλλειψη ανοχής εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας και την αδιαφορία. Εντελώς αρνητικός για το Χόλιγουντ ήταν ο Κλάους Μαν, που όλα τα έβρισκε εκεί τεχνητά και ψεύτικα: τους φοίνικες, τα φρούτα, τα ηλιοβασιλέματα.
Δεν έβρισκε τίποτε αληθινό· όλα ήταν μια σκηνογραφία. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, η δεύτερη μεγάλη μορφή των γερμανικών γραμμάτων μετά τον Τόμας Μαν, που έζησε εδώ από το 1941 ως το 1947, σε ένα πασίγνωστο ποίημά του αναφερόμενος στον στίχο του Σέλεϊ ότι «η κόλαση είναι μια πόλη που μοιάζει πολύ με το Λονδίνο» αντικατέστησε τη λέξη «Λονδίνο» με τη λέξη «Λος Αντζελες»: «Οταν συλλογιζότανε, μαθαίνω, πώς να ‘ναι η κόλαση / ο αδελφός μου ο Σέλεϊ, του ‘βγαινε πως έμοιαζε μ’ έναν τόπο πάνω-κάτω σαν την πόλη του Λονδίνου. Εμένα / που δεν ζω στο Λονδίνο αλλά στο Λος Αντζελες, / μου βγαίνει, πάλι, όποτε συλλογίζομαι την κόλαση, ότι / με το Λος Αντζελες μάλλον πρέπει να μοιάζει».
Κι όμως παρά τα καυστικά ποιήματά του γι’ αυτή την «πόλη των αγγέλων» (αλλά και των δαιμόνων), ο Μπρεχτ προσπάθησε εδώ να «σταδιοδρομήσει» ως σεναριογράφος, συνεργαζόμενος με τον κορυφαίο σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ, τον «πάπα» του φιλμ νουάρ, με τον οποίο έγραψαν από κοινού το σενάριο για την ταινία «Και οι δήμιοι πεθαίνουν», το μόνο σενάριο του Μπρεχτ που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με μουσική του φίλου του Χανς Αϊσλερ. Ηταν βασισμένο στη δολοφονία το 1942 του Ράινχαρντ Χάιντριχ (δεξί χέρι του Χίμλερ και αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, που τον αποκαλούσαν «δήμιο της Πράγας»).
Το Λος Αντζελες ήταν μια πόλη φωτεινή και σκοτεινή (νουάρ) ταυτοχρόνως, και μέσα στην «κόλαση» ο Μπρεχτ στις «Ελεγείες του Χόλιγουντ» (από τα ωραιότερα ποιήματά του) ενσωμάτωνε και εικόνες ενός παραδείσου θυμίζοντάς μας, θα έλεγα, τον πασίγνωστο στίχο του Σεφέρη «αγγελικό και μαύρο φως» – μια παράξενη και απίστευτα γοητευτική διαλεκτική της φύσης που είχε το αντίστοιχό της στη διαλεκτική των ιδεών.
Είναι μήπως τυχαίο που εδώ μετέφεραν ο Τέοντορ Αντόρνο και ο φίλος του Μαξ Χορκχάιμερ τη Σχολή της Φρανκφούρτης κι έγραψαν από κοινού το καταστατικό της έργο Η διαλεκτική του Διαφωτισμού; Στο Λος Αντζελες είχε μεταφερθεί το πνεύμα της Κεντρικής Ευρώπης ή πιο σωστά η ίδια η Κεντρική Ευρώπη σε μια από τις πιο σύνθετες και συναρπαστικές αλληγορίες μέσα στο έργο των συγγραφέων και των καλλιτεχνών που έζησαν εδώ εκείνα τα φοβερά χρόνια, όταν η Ευρώπη σωριαζόταν σε ερείπια.
Μπρεχτ εναντίον Τόμας Μαν
Αλλά ο Μπρεχτ είχε κακή σχέση με την άλλη, επιφανέστερη εκείνα τα χρόνια, μορφή των γερμανών συγγραφέων που ζούσαν στην Αμερική: τον Τόμας Μαν. Ελεγε πως ο Τόμας Μαν ήταν ένας μεγαλομανής νάρκισσος που δεν είχε καμιά συμπόνια για τους κατώτερους και μάλιστα έγραψε ένα δηλητηριώδες ποίημα με τον μακροσκελή τίτλο «Οταν ο νομπελίστας Τόμας Μαν έδωσε στους Αμερικανούς και τους Αγγλους το δικαίωμα να τιμωρήσουν τον γερμανικό λαό επί δέκα χρόνια για τα εγκλήματα του χιτλερικού καθεστώτος».
Ο μεγαλοαστός Τόμας Μαν αντιπαθούσε τον Μπρεχτ και τον αντιμετώπιζε αφ’ υψηλού, αλλά το αλάνθαστο κριτήριό του για την ποιότητα δεν το έθετε σε δεύτερη μοίρα. Οταν διάβασε τη Μάνα κουράγιο του Βερολινέζου, είπε: «Το τέρας έχει ταλέντο».
Η συλλογική ευθύνη για τον ναζισμό
Το χάσμα ανάμεσα στους δύο άνδρες όμως δεν είχε ταξικό χαρακτήρα. Οφειλόταν σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση του ναζιστικού φαινομένου. Ο Μπρεχτ δεν δεχόταν τη συλλογική ευθύνη του γερμανικού λαού για τη ναζιστική λαίλαπα.
Η άποψη του Μαν ήταν εντελώς διαφορετική. Στην ιστορική του ομιλία «Η Γερμανία και οι Γερμανοί», που την παρουσίασε το 1945 στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, είπε πως η δαιμονική δύναμη του χιτλερικού καθεστώτος έχει τις ρίζες της στην εποχή του Λούθηρου και στα γραπτά του πατέρα του προτεσταντισμού, όπου ο αντισημιτισμός είναι σοκαριστικός.
Ο Λούθηρος ήταν εκείνος που τέσσερις αιώνες νωρίτερα έδωσε το σύνθημα για την εκδίωξη των Εβραίων από τη Γερμανία. Υποστήριξε πως οι Εβραίοι θα έπρεπε να φύγουν από τη Γερμανία, αφού πρώτα τους αφαιρεθούν όλα τους τα χρήματα, τα κοσμήματα και ο χρυσός· πως οι συναγωγές και τα σχολεία τους πρέπει να καούν, τα σπίτια τους να γκρεμιστούν κι εκείνοι να συγκεντρωθούν υπό καθεστώς αθλιότητας κι αιχμαλωσίας κάτω από τα υπόστεγα ή μέσα σε στάβλους, «σαν γύφτοι».
Μήπως όμως η σύγκρουση είχε και φροϋδικό χαρακτήρα; Πώς μπορούν να συνυπάρξουν δύο υπερεγώ; Θυμάται κανείς τον εξαίρετο έπαινο για το έργο του Μπρεχτ από τον Τζορτζ Στάινερ που τόνισε χρόνια αργότερα την επίδραση σε αυτό της σπαρτιατικής γραφής ενός εξαιρετικού συγγραφέα: του Λούθηρου.
Η εκπληκτική σύλληψη του Τόμας Μαν εν τούτοις έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Η ναζιστική θεομηνία συνιστά παράδειγμα της τραγωδίας που περιέχει η ζωή του ανθρώπου – κι επ’ αυτού δεν εξαιρεί τον εαυτό του.
Το ζήτημα δεν είναι αυτό που απεκλήθη αίσθημα ενοχής των Γερμανών, δεν είναι η τύψη αλλά η ευθύνη – και η ευθύνη είναι παγκόσμια. Αναπόφευκτα, οι απόψεις του Μαν προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια ανάμεσα στους προοδευτικούς κύκλους των γερμανών καλλιτεχνών και διανοουμένων, που δεν στάθηκε βέβαια ικανή να αμαυρώσει τη φήμη και το έργο του μεγάλου συγγραφέα, το οποίο σήμερα, με τα όσα συμβαίνουν στην παγκόσμια κοινωνία, μοιάζει πιο επίκαιρο.
«Δόκτωρ Φάουστους»: Μεγαλοφυής αλληγορία
Ολα αυτά ο Μαν τα θεμελίωσε στο δεύτερο συγκλονιστικό του έργο μετά το Μαγικό βουνό: το Δόκτωρ Φάουστους, που άρχισε να το γράφει το 1943 και το εξέδωσε το 1947. Πολιτικές αλληγορίες έχουν γραφτεί πολλές και σημαντικές, αλλά καμία σαν και τούτη.
Τι ήταν αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα; Η εκδοχή του Τόμας Μαν για τον μύθο του Φάουστ, όπως παρουσιάζεται στο ομώνυμο αθάνατο έργο του Γκαίτε; Το μυθιστόρημα του Μαν όμως είναι μια τρομερή μεταφυσική και πολιτική αλληγορία για την άνοδο και την πτώση του Γ΄ Ράιχ.
Ο ιδιοφυής μουσικός Αντριάν Λέβερκιν (αλληγορική εκδοχή του Νίτσε τον οποίο θαύμαζε ο Μαν) είναι προορισμένος να επιτύχει αλλά η φιλοδοξία του είναι να δώσει όχι απλώς σπουδαίο αλλά μεγαλοφυές έργο. Για να το πετύχει κάνει συμβόλαιο με τον Διάβολο προκειμένου ο Εξαποδώ να του χαρίσει 24 χρόνια δημιουργικής φρενίτιδας για να συνθέσει τα μεγάλα του έργα, με αντίτιμο βέβαια τη ζωή του.
Ο Λέβερκιν είναι αντιβαγκνερικός, όμως ο ίσκιος του Βάγκνερ υπάρχει σε όλο το βιβλίο. Η μουσική που συνθέτει είναι απίστευτη, διαβολική κι εντελώς μοντέρνα, όπου χρησιμοποιείται η ριζοσπαστική (τότε) μέθοδος της δωδεκαφθογγικής μουσικής του Αρνολντ Σένμπεργκ.
Για να μπει στα μυστικά της ο συγγραφέας καλεί μια μουσική αυθεντία, τον Αντόρνο, να τον μυήσει στα μυστικά της. Η μουσική είναι η κατεξοχήν γερμανική τέχνη, που την αξιοποίησε με ανυπέρβλητο τρόπο στο Δόκτωρ Φάουστους.
Δεν πρέπει όμως να αγνοεί κανείς την παρατήρηση αυτού του κορυφαίου δημιουργού: πως η μουσική όσο γοητευτική κι αν ακούγεται άλλα τόσο κι επικίνδυνη είναι. Ο Λέβερκιν θεληματικά έρχεται σε επαφή με μια πόρνη προκειμένου να προσβληθεί από σύφιλη που θα τον οδηγήσει στα απώτατα όρια της δημιουργικής παραφροσύνης.
(Η αρρώστια κι εδώ, όπως και στα άλλα δύο αριστουργήματα του Τόμας Μαν, τον Θάνατο στη Βενετία και το Μαγικό βουνό, παίζει κυρίαρχο ρόλο.) Ο Λέβερκιν θα ζήσει άλλα δέκα χρόνια μετά την ψυχική και σωματική του κατάρρευση. Tο πνεύμα έχει αποδράσει από το κάτισχνο σώμα του καθώς πεθαίνει με αξιοθρήνητο ανοιχτό στόμα και άδεια μάτια.
Για αυτό το αργοκίνητο και βαρύ βαυαρέζικο αριστούργημα έχουν δοθεί πλείστες όσες ερμηνείες. Είναι ένα μυθιστόρημα πολύ ευρωπαϊκό, ίσως το πιο ευρωπαϊκό του Τόμας Μαν, που μόλις το 1952, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, επέστρεψε στην Ευρώπη, όμως δεν εγκαταστάθηκε στη Γερμανία αλλά στην Ελβετία. Το όραμά του για μια ευρωπαϊκή Γερμανία κι όχι για μια γερμανική Ευρώπη παραμένει.
Χάινριχ Μαν, Φρ. Βέρφελ και Αλ. Ντέμπλιν
Στη «Γερμανική Καλιφόρνια» οι αντιναζιστές καλλιτέχνες και διανοούμενοι βρήκαν ένα πεδίο να εκφραστούν αλλά το έργο τους παρέμενε σταθερά προσανατολισμένο στην καταστροφή της Ευρώπης από τις θηριωδίες του ναζισμού. Στα όσα συνέβησαν αλλά και στη διάβρωση των συνειδήσεων.
Επηρέασε και την αμερικανική κουλτούρα, με κορυφαίο παράδειγμα το σκοτεινό και «εξωφρενικό», όπως χαρακτηρίστηκε, αριστούργημα του Γουίλιαμ Γκας, Το τούνελ. Ο Χάινριχ Μαν στο ιστορικό μυθιστόρημά του Ο νεαρός Ερρίκος της Ναβάρας περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο τη σφαγή των Ουγενότων από τους Καθολικούς στις 24 Αυγούστου 1572, που θυμίζει τα ναζιστικά πογκρόμ, ενώ η συμπεριφορά των ηγετών των Καθολικών αντικατοπτρίζει την αντίστοιχη των Ναζιστών.
Ο Φραντς Βέρφελ στις Σαράντα μέρες του Μουσά Νταγκ μας έδωσε, από το 1933 ακόμη, ένα συγκλονιστικό βιβλίο για τη γενοκτονία των Αρμενίων, το οποίο θεωρήθηκε προδρομικό των χιτλερικών διωγμών.
Ο Αλφρεντ Ντέμπλιν πέρασε δύσκολα χρόνια στο Λος Αντζελες. Δύσκολα πιο μπροστά και στο Παρίσι, από όπου αναγκάστηκε να φύγει με την κατάληψη της πόλης από τα χιτλερικά στρατεύματα. Στο κορυφαίο (και διασημότερο) μυθιστόρημά του Βερολίνο Αλεξάντερπλατς ο Ντέμπλιν βάζει τον πρωταγωνιστή του Φραντς Μπίμπερκοφ να πουλάει, προκειμένου να επιβιώσει, τη ναζιστική εφημερίδα «Volkischer Beobachter» («Λαϊκός Παρατηρητής»).
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στο Βερολίνο τη δεκαετία του 1920. Το βιβλίο ήταν «προφητικό». Σαν να προειδοποιούσε πώς και υπό ποιες συνθήκες θα καταλάμβαναν οι ναζιστές την εξουσία λίγα χρόνια αργότερα.
