Στις Ξεχασμένες λέξεις, το καινούργιο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, θα βρούμε κομμάτια από ολόκληρο τον αφηγηματικό του κόσμο: τα όσα υπέστησαν στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο οι γενιές που πρόλαβαν στην αιχμή της τη μετεμφυλιακή περίοδο, την αγάπη για τις τέχνες και τη μουσική, τον πόλο της Ευρώπης σε αντιθετική σύζευξη με την Ελλάδα, την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του ναζισμού, τις ερωτικές σχέσεις και τα πολλαπλά τους ρήγματα, τις εικόνες της ελληνικής κοινωνίας σε διαφορετικές φάσεις της νεότερης ιστορίας της, τα φαινόμενα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και τα ακανθώδη οικογενειακά δεσμά.
Το βιβλίο του Πανσέληνου δεν αποτελεί παρ’ όλα αυτά επιτομή του μυθιστορηματικού του έργου ούτε συγκεφαλαίωση των κατευθύνσεών του. Μοιάζει περισσότερο με διάχυση των θεματικών του μοτίβων ή με ανακίνηση του συλλογικού κλίματος εντός του οποίου καλούνται να πάρουν τις αποφάσεις τους οι ήρωές του ενόσω παλεύουν να κινηθούν και να δράσουν υπό περιστάσεις τις οποίες θα ορίσει η ατομική τους μοίρα.
Μεταπολεμική Γερμανία, ελληνική κρίση
Παρακολουθώντας τις ημερολογιακές εγγραφές του Νάσου (Θανάση) Λύρα μεταξύ 2014 και 2016, θα σταθούμε μπροστά στο πρόσωπο ενός έλληνα μετανάστη ο οποίος δεν πρόκειται να εξιστορήσει τις οικονομικές του περιπέτειες ή να ξεφωνίσει τις συνθήκες της υποδοχής του σε μια χώρα όπως η μεταπολεμική Γερμανία. Χωρίς να επιδοθεί σε λαμπρές σπουδές, ο Λύρας θα κάνει εκεί μια σπουδαία καριέρα στον τομέα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Ο πρωταγωνιστής λατρεύει τα γερμανικά και την οργάνωση των Γερμανών, χαίρεται για την αναγνώριση και την υποδοχή του από το γερμανικό περιβάλλον και τον βρίσκουμε έντονα αποκομμένο από τις ελληνικές καθηλώσεις τις οποίες αποστρέφεται όπως ο διάολος το λιβάνι.
Σε ηλικία 65 ετών, ο Λύρας θα γνωριστεί με μια υψηλόβαθμη τραπεζική υπάλληλο, τη Ζίγκι, η οποία όντας κατά 20 χρόνια μικρότερή του, ειδικεύεται στα εταιρικά δάνεια και είναι κόρη ενός μαέστρου που, μολονότι είχε ταυτιστεί με το ναζιστικό καθεστώς, πέρασε ανέγγιχτος στη γερμανική λήθη όταν παραγνωρίστηκαν χαρούμενα οι ναζιστικές ευθύνες και συνεργασίες, με τους πάντες ανεβασμένους στο άρμα της ραγδαίας οικονομικής ανόδου.
Οταν, ωστόσο, η Ζίγκι εγκαταλείπει τον Λύρα, σπεύδουν να τον εγκαταλείψουν και όλες οι στέρεες πεποιθήσεις του. Ηδη από την εποχή της γνωριμίας τους, ο Νάσος δυσφορούσε (χωρίς πάντως να το εκδηλώνει) με τη γερμανική δυσπιστία απέναντι στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης κι έπιανε τον εαυτό του να κυριαρχείται από ελληνικές λέξεις των νεανικών, των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων.
Η μοναξιά και η ξενότητα
Οι λησμονημένες λέξεις είναι ο δρόμος μέσα από τον οποίο ο συγγραφέας θα οδηγήσει τον πρωταγωνιστή του όχι τόσο σε μια επιστροφή στις υποτιμημένες αξίες του γενέθλιου τόπου και της πατρίδας (μια πικρή μετάνοια) όσο σε μια αίσθηση απόλυτης μοναξιάς και ξενότητας (ένα κοσμοπολιτικό άλμα στο κενό).
Ο γερμανομαθημένος και εκγερμανισμένος Νάσος επανέρχεται στον Θανάση της νεότητάς του όχι για να παλιννοστήσει (ακόμα κι αν τον τύπτει η συνείδησή του για την απόσταση που κράτησε από τους ταλαιπωρημένους αριστερούς γονείς του) μα για να νιώσει ξένος, εξοβελισμένος και άπατρις παντού: στην οικονομική και πολιτική υπερδύναμη της Γερμανίας, στην κατ’ επανάληψη υποβαθμισμένη και αποτυχημένη Ελλάδα και σε ένα άδειο σύμπαν που εμπεριέχει επιτυχημένους και αποτυχημένους χωρίς την παραμικρή διάκριση.
Μετά από έναν ορυμαγδό μυθιστορηματικών καταγγελιών για την κρίση, ο Πανσέληνος δεν δυσκολεύεται να αποδείξει πως ο κριτικός της έλεγχος δεν έχει ανάγκη ούτε τον υπερήφανο εθνοκεντρισμό ούτε την πομπώδη μακαριότητα της ελληνικής υπεροχής.
Αρκούν ο εκ των ένδον συντονισμός των πραγματικών γεγονότων και η λεπτή (και ταυτοχρόνως λεπτομερής) εξατομίκευσή τους. Οσο για τις μυθιστορηματικές καταγγελίες του Εμφυλίου, η αφανής τύχη των γονιών του Θανάση μπορεί κάλλιστα να ακουστεί ως μετεμφυλιακό επιτύμβιο.
Και η τελική απόφανση; Μα, η Ευρώπη δεν είναι ο υπεσχημένος παράδεισος και το ναζιστικό της τραύμα δεν επουλώνεται, όπως το δείχνει το ιστορικό του πατέρα της Ζίγκι.
Η εθνική αυτάρκεια δεν απαντά στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο, η αναζήτηση της ταυτότητας και του ανήκειν δεν μπορεί παρά να έρθει αντιμέτωπη με τις μαύρες τρύπες της Ιστορίας, όπως ευφυώς αποτυπώνεται με την κατάληξη του Νάσου στον καταγωγικό λώρο της Μυτιλήνης, και η ικανότητα των ανθρώπων να τα βγάλουν ή να μην τα βγάλουν πέρα με την ένταξή τους σε υπέρτερους θεσμούς δεν είναι δυνατόν να τους βοηθήσει να αποφύγουν την υπαρξιακή τους περιδίνηση.
Αυτός είναι, άλλωστε, και ο τρόπος του Θανάση – Νάσου στις Ξεχασμένες λέξεις – να ανοίγεται στη μνήμη του χωρίς να κατορθώνει να ανακουφιστεί, να χτίζει κάστρα για τον εαυτό του χωρίς να είναι σε θέση να τα υπερασπιστεί, να θέτει συνεχώς νέα ερωτήματα χωρίς να προσδοκά την οποιοδήποτε κατάφαση.
Με υψηλό βαθμό ακρίβειας, με πλοκή που ξύνει πάντοτε μια σκοτεινή άκρη χωρίς να αφήνει οτιδήποτε στο σκοτάδι, με τη μουσική να πλημμυρίζει την αφήγηση με έναν σωρό από ανείπωτες λέξεις, με στιλπνά αστικά τοπία τα οποία δεν γίνονται ποτέ κοινωνικά αδιάφορα και με χαρακτήρες δουλεμένους ψιλοβελονιά, ο Πανσέληνος δεν θα μας επιτρέψει ούτε μία στιγμή να πλήξουμε ή να κουραστούμε. Πολλώ δε μάλλον που το μυθιστόρημά του είναι γεμάτο από φωτισμένες και ευρύστερνες ιδέες.

