H πρώτη συνάντηση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Μίκη Θεοδωράκη έγινε την άνοιξη του 1945 και η πρώτη καλλιτεχνική συνύπαρξη στις κουίντες του θεάτρου Βρετάνια. Ο πρώτος είχε γράψει τη μουσική για τη παράσταση «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού και ο δεύτερος διηύθυνε τη μικρή χορωδία από επονίτες. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του EAM, και αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαν τότε και οι δύο. Παρά τον αισιόδοξο τίτλο της παράστασης, «η Ελλάδα ήταν τότε μια κατεστραμμένη χώρα και, το πιο σοβαρό, με αβέβαιο μέλλον», όπως έγραψε το 2003 ο Μίκης Θεοδωράκης στο «Βήμα» με αφορμή τη συμπλήρωση εννέα ετών από τον θάνατο του Χατζιδάκι.
Αν και ο ελληνικός λαός έζησε προσωρινά τη χαρά της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, το μέλλον επιφύλασσε νέες συμφορές. Μαζί με αυτές, όμως, μέσα στα σπλάχνα του Εμφυλίου, πάντα με σύμμαχο τη δριμύτητα της νιότης τους και την ανάγκη τους για δημιουργία, ξεκίνησε η παράλληλη οικοδόμηση του μεγαλείου τους.
Μουσική και πολιτική, αυτά ήταν τα κύρια πεδία συζήτησης μετά την επιτυχημένη τους συνεργασία στο Βρετάνια. Ο Μάνος άρχισε να επισκέπτεται τον Μίκη στη Νέα Σμύρνη και ο Μίκης ανηφόριζε στο Παγκράτι, όπου συνήθιζαν να παίζουν τις συνθέσεις τους και να ανταλλάσσουν απόψεις.
Μαζί βρέθηκαν στο υπουργείο Παιδείας για να αφήσουν τα παιδικά τραγούδια που είχαν γράψει πάνω σε στίχους από σχολικά βιβλία. Απάντηση δεν πήραν, αλλά ο Χατζιδάκις αξιοποίησε αυτά τα τραγούδια αργότερα. Το 1947 δούλεψε πάνω σε αυτό που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα».
Ο «φανατισμένος» και ο «τετράγωνος»
Και μετά τη μουσική, όλα οδηγούσαν στην πολιτική. Λίγο μετά τη Βρετάνια, ο τρόπος που έβλεπαν τον κόσμο άλλαξε. Ο Θεοδωράκης εξακολουθούσε να είναι οργανωμένος και, όπως είπε ο ίδιος, «φανατισμένος». Ο Μάνος, από την άλλη, με μια τετράγωνη λογική, του παρουσίαζε μια διαφορετική πραγματικότητα. Προέκυψαν ιδεολογικές διαφωνίες, αλλά αντί να τους απομακρύνουν τους έφεραν πιο κοντά. Στο βάθος, ο Μίκης συμφωνούσε με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. «Εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός “πρέπει” που με οδηγούσε πέρα από τη λογική… Οταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: «Εχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…».
Οταν ο Θεοδωράκης δραπέτευσε, βρήκε ξανά τον Μάνο στο Παγκράτι. Μπορεί ο δεύτερος να μην ανήκε πλέον στην ΕΠΟΝ, να είχε κρατήσει τις αποστάσεις και να είχε ήδη κάνει όνομα στο θέατρο (λίγο αργότερα έγραψε τη μουσική για τον «Ματωμένο γάμο»), αλλά δεν θα άφηνε ποτέ τον φίλο του αβοήθητο. Τον έκρυψε λοιπόν στο σπίτι τού μετέπειτα μεγάλου σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου.
Εκείνη την εποχή, μουσικά, άρχισαν να αλλάζουν κατευθύνσεις, με τον Μίκη να παραμένει πιστός στη συμφωνική και τον Μάνο να αυτοσχεδιάζει, να πειραματίζεται με ήχους από τα ρεμπέτικα τραγούδια ή, καλύτερα, τα «λαϊκά».
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στις αρχές του 1949 έδωσε την περίφημη διάλεξη στο θέατρο Αλίκη, στην πλατεία Καρύτση, με τον τίτλο «Ερμηνεία και θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού», υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως «τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας, τραγουδάει μόνο την αλήθεια».
Την απόσταση του Μάνου Χατζιδάκι από τη συμφωνική μουσική σχολίασε και ο Μίκης Θεοδωράκης αργότερα: «Μονάχα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, με την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων, θα μπορέσει να αφεθεί ολοκληρωτικά στο μεγάλο του πάθος διευθύνοντας συμφωνικά έργα».
Η ρήξη με τον «Επιτάφιο»
Στην πορεία, ο Μίκης έφυγε για την Ευρώπη και αφοσιώθηκε στη συμφωνική καριέρα. Ο Μάνος, από την άλλη, έλαμπε στην Ελλάδα. Οι δυο τους θα τα πουν ξανά όταν ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε τον «Επιτάφιο» στον Θεοδωράκη, ο οποίος, αποφασισμένος να εγκαταλείψει το εξωτερικό, έγραψε τις πρώτες μελωδίες. Το 1960 βρέθηκε ξανά στο Παγκράτι και στο σπίτι του φίλου του.
«Πήρες τον “Επιτάφιο”, Μάνο; Τι γνώμη έχεις;» τον ρώτησε. «Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο. Εχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον “Επιτάφιο”, όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου» του απάντησε εκείνος.
Ο Μίμης Δεσποτίδης, φίλος του Μίκη, τον έπεισε να μιλήσει με τον Αλέκο Πατσιφά και εκείνος, με τη σειρά του, τον συμβούλεψε να συνεργαστεί με τη Νάνα Μούσχουρη για τον «Επιτάφιο». Πρώτα, όμως, ήθελε τη συγκατάθεση του Μάνου. Την έδωσε, αλλά υπό έναν όρο: να αναλάβει εκείνος την ενορχήστρωση.
Τελικά, ο Θεοδωράκης ηχογράφησε τον «Επιτάφιο» στην Columbia, μαζί με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη. Ο Χατζιδάκις, που ήθελε να ντύσει τα τραγούδια με βιολί και μαντολίνο, ένιωσε προδομένος, ενώ ο Μίκης, χωρίς τα φράκα πια, ήρθε κοντά στο λαϊκό τραγούδι σε μια αντιστροφή των ρόλων.
Η σχέση τους, ωστόσο, ανταγωνιστική στο πλαίσιο της δημιουργικότητας και όχι σε αυτό της αντιπαλότητας, υπήρξε αληθινή, βαθιά και σημαντική. Σημαντική όχι μόνο για εκείνους, αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Ο Μάνος Χατζιδάκις, άλλωστε, όπως έγραψε ο ίδιος ο Μίκης, «ήταν μια αυθεντία. Μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου που σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα».
