Ο Φραπές και ο Οικονομίδης

Η γελοιοποίηση του κακού που πιάστηκε με το βοσκοτόπι στην πλάτη δεν εξυπηρετεί τελικά κάποια πολιτική διεργασία με σκοπό την αντιμετώπιση τέτοιων φαύλων πρακτικών

Ο Φραπές και ο Οικονομίδης

Την καινούρια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Σπασμένη φλέβα δεν έχω προλάβει να τη δω ακόμα. Αλλά από το τρέιλερ και μόνο, όπως και από τη γενικότερη γνώση του κινηματογραφικού του σύμπαντος, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι πρόκειται για μια σκληρή ταινία που προσπαθεί να παρουσιάσει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Έναν κοινό ανθρωπότυπο στη μετά την κρίση Ελλάδα, που είναι αλωμένος και αλλοιωμένος από αυτή, με όλες τις συνεπαγωγές σε κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο. Μια ταινία δηλαδή συμπαγούς κοινωνικού ρεαλισμού που φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με μια, αν μη τι άλλο, επώδυνη πραγματικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο καταλαβαίνω απόλυτα την έκπληξη διαδικτυακού φίλου που διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια της ταινίας μεγάλο μέρος του κοινού γελούσε. Καταλαβαίνω επίσης πως μάλλον δεν υπήρχε κάτι το κωμικό που να δικαιολογεί το γέλιο. Μπορώ ωστόσο και πάλι να υποθέσω τον μηχανισμό εκείνο άμυνας που λειτουργεί όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες. Για να μη μας ξεβολέψει η αλήθεια, της κατεβάζουμε ένα επίπεδο, αντιμετωπίζοντάς την ως εξαίρεση: «Αυτά μόνο στον κινηματογράφο γίνονται». Το γέλιο έρχεται έτσι να λειτουργήσει συντηρητικά, επιτρέποντάς μας να σχολιάσουμε μετά όσο θέλουμε την ταινία, αλλά χωρίς να διερωτηθούμε πραγματικά πόσο και πώς μας αφορά.

Έχω την αίσθηση ότι ένας παρόμοιος αμυντικός μηχανισμός κυριαρχεί σε όλη την επικράτεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρακολούθησα, για παράδειγμα, την προηγούμενη εβδομάδα την προανακριτική στη Βουλή, με αποκορύφωμα την κατάθεση εκεί του Γιώργου Ξυλούρη, ενός από τους βασικούς πρωταγωνιστές στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Με το ψευδώνυμο «Φραπές» ο Ξυλούρης είχε ήδη κεντρική θέση στα διάφορα μιμίδια που κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η κατάθεση όμως της προηγούμενης εβδομάδας ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Μια φράση του εξεταζόμενου («επικαλούμαι το δικαίωμα της σιωπής») τίναξε την μπάνκα στον αέρα, καταλαμβάνοντας περισσότερο χώρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι από διαφημίσεις για μαθήματα τάι τσι. Η δε ταυτόχρονη παρουσία της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ως ανακρίτριας, έδωσε ένα ακόμα έναυσμα για την παραγωγή κωμικού λόγου: η άτεγκτη τιμωρός και ο αναιδής λαϊκός τύπος σε νέες περιπέτειες.

Αυτή η μετατροπή του μείζονος πολιτικού συμβάντος σε viral χιούμορ μέσα από τη δημιουργία μιας σειράς μιμιδίων έχει νομίζω την ίδια λειτουργία με το γέλιο του κοινού στην ταινία του Οικονομίδη. Με τη διαφορά ότι εδώ δεν καλείται κανείς να αγνοήσει την κατάσταση -εξάλλου είναι πάγια πεποίθηση του πολιτικού σώματος ότι οι πολιτικές ηγεσίες είναι διεφθαρμένες- αλλά να βρει έναν τρόπο να μη χρειαστεί να κάνει κάτι για αυτή. Το σκάνδαλο αντιμετωπίζεται με όρους κωμικής σειράς της δεκαετίας του 1980, εκτρέπεται από την κεντρική σκηνή στα παρασκήνια μιας λούμπεν λαϊκότητας όπου οι πρωταγωνιστές σχολιάζονται σαν καρικατούρες με αμνησία, Πόρσε και δικαίωμα στη σιωπή.

Και κάπως έτσι, αντί να σχολιάζει κανείς το πώς διαπλέκεται ένα σύστημα ευρωπαϊκών επιδοτήσεων με παράνομες πρακτικές διασπάθισής του με κομματικά κριτήρια, αναλώνεται σε μια εντέλει ανώδυνη διασκέδαση. Η γελοιοποίηση του κακού που πιάστηκε με το βοσκοτόπι στην πλάτη δεν εξυπηρετεί τελικά κάποια πολιτική διεργασία με σκοπό την αντιμετώπιση τέτοιων φαύλων πρακτικών.

Δεν ξέρω αν τα πράγματα είναι διαφορετικά εκεί έξω, μακριά από τον κόσμο των μέσων, και πιο κοντά σε μια ίσως πιο γνήσια δυσαρέσκεια. Η αμηχανία ωστόσο της αντιπολίτευσης να καρπωθεί ακόμα και τέτοιες ισχυρές πιέσεις στο γόητρο της κυβέρνησης μάλλον δείχνει ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Όπως εξάλλου λίγα μάλλον έχουν αλλάξει και από όταν ο Οικονομίδης έκανε το Σπιρτόκουτο.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version