Συμπληρώνοντας χθες τρία χρόνια, στην ηγεσία της Ιταλίας, ακόμη και οι πολιτικοί της αντίπαλοι, πιστώνουν στην πρωθυπουργό της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, αρετές, όπως η διάρκεια της κυβέρνησης της – η τρίτη μακροβιότερη κυβέρνηση της Ιταλίας τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια- και η πολιτική σταθερότητα που έφερε στη χώρα. Ο ιταλικός Τύπος αναφέρεται στην τριετία Μελόνι (2022-2025), στο “triennio”, ως περίοδο σταθερότητας αν και όχι ριζικών μεταρρυθμίσεων.
Η Μελόνι, της οποίας το κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας έχει ακροδεξιές καταβολές, συγκυβερνά με μικρότερους εταίρους στην κυβέρνηση, την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι και το δεξιό κόμμα Forza Italia του Μπερλουσκόνι. Το 2022, όταν ανέλαβε την εξουσία, η Μελόνι, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο διεθνής Τύπος την περιέγραφε ως ακροδεξιά πολιτικό η οποία απειλεί την Ευρώπη. Η παρουσία της σε συγκεντρώσεις άλλων ακροδεξιών κομμάτων όπως το Vox στην Ισπανία, όπου συστηνόταν στα πλήθη λέγοντας “Είμαι η Τζόρτζια, είμαι Ιταλίδα, είμαι χριστιανή”, δικαιολογούσε την επιφυλακτικότητα όχι μόνον των μέσων ενημέρωσης αλλά και των πολιτικών της αντιπάλων.
Ωστόσο, αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Μελόνι στάθηκε στο πλευρό της ΕΕ και των ΗΠΑ του τότε προέδρου Τζο Μπάιντεν, αφήνοντας στην άκρη την προηγούμενη συμπάθειά της για τον Πούτιν. Η Μελόνι κρατεί την ίδια στάση ακόμη και σήμερα, έχοντας εκχωρήσει στον Σαλβίνι τον ρόλο του φίλου της Μόσχας. Στην οικονομία, η Μελόνι κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα του ΑΕΠ από 8% το 2022, σε 3%, σύμφωνα με τις προβλέψεις για το τρέχον έτος.
«Χαμηλού ρίσκου» διακυβέρνηση
Παρότι η “χαμηλού ρίσκου” διακυβέρνηση της συνέβαλε στον περιορισμό του ελλείμματος, δεν κατάφερε ωστόσο να αναπτύξει σημαντικά την ιταλική οικονομία, η οποία εδώ και χρόνια, μαστίζεται από υπερβολική γραφειοκρατία, υψηλό ενεργειακό κόστος, δημογραφική συρρίκνωση, διαρκή «διαρροή εγκεφάλων», υψηλή φορολογία και χαμηλούς μισθούς. Αρκετοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι χωρίς τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ, μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η Ιταλία ίσως να είχε βυθιστεί σε ύφεση. Τα κονδύλια ύψους 194 δισεκατομμυρίων ευρώ, αποτέλεσαν πραγματικό σωσίβιο για την κυβέρνηση Μελόνι. Οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, οι μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται ότι θα γίνονταν, δεν έγιναν, και ούτε έχουν καν προγραμματιστεί να γίνουν.
Στην προσπάθειά της να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, η Μελόνι έχει ενισχύσει τη δεξιά της βάση προβάλλοντας τη σημασία της εθνικής ταυτότητας και των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών.
Παράλληλα, έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, επιδιώκοντας να αναμορφώσει τη Δικαιοσύνη και να ενισχύσει τις εξουσίες της αστυνομίας. Η κεντροαριστερή αντιπολίτευση την εγκαλεί για περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και για ασφυκτικό έλεγχο των κρατικών μέσων ενημέρωσης (τη δημόσια τηλεόραση και ραδιοφωνία, RAI). Είναι όμως γεγονός ότι η ιταλική Κεντροαριστερά παραμένει διχασμένη μετά την εκλογική ήττα του 2022, και χωρίς ηγέτη ικανό να αμφισβητήσει τη Μελόνι, της οποίας η αμεσότητα και η ζωηρή γλώσσα βρίσκει ανταπόκριση σε ένα εκλογικό σώμα επιφυλακτικό απέναντι στις πολιτικές ελίτ.
Οι λεπτές ισορροπίες
Οι σταθερές πρωτοβουλίες της ιταλίδας πρωθυπουργού στην εξωτερική πολιτική και η αποφυγή πολιτικών δραμάτων στο εσωτερικά ζητήματα, την έχουν βοηθήσει στο να διατηρεί σταθερή θέση στις δημοσκοπήσεις. H δημοτικότητά της κυμαίνεται στο 42% ενώ το κόμμα της έρχεται πρώτο με 29,7% με δεύτερο το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα με 22%.
Η Μελόνι συνεργάζεται στενά με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών από τη Βόρεια Αφρική ενώ διατηρεί στενούς δεσμούς με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, όπως διατηρούσε και με τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν. Ο Economist χαρακτηρίζει τη Μελόνι αντιφατική: άλλοτε λαϊκίζει και άλλοτε αποπνέει μέτρο και νηφαλιότητα. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί. Οι σκληροπυρηνικοί δεξιοί πρέπει να πιστεύουν ότι παραμένει σταθερά εναντίον της “woke κουλτούρας” ενώ ταυτόχρονα, η Μελόνι οφείλει να καθησυχάσει τους πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους –που αποτελούν και τη μεγαλύτερη μερίδα μεταξύ αυτών που την εξέλεξαν. Επιδιώκει καλές σχέσεις με τον Τραμπ, αλλά ταυτόχρονα θέλει οι ευρωπαίοι ομόλογοί της να πιστέψουν ότι έχει εγκαταλείψει τον ευρωσκεπτικισμό της. Πρόκειται για μια λεπτή ισορροπία, την οποία φαίνεται να χειρίζεται αρκετά καλά.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η Μελόνι κατάφερε να διασχίσει τα πρώτα τρία χρόνια της θητείας της με σχετική ευκολία, δεν προεξοφλεί, όπως επισημαίνουν αναλυτές, ότι θα έχει ομαλή πορεία τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές, οι οποίες αναμένεται να διεξαχθούν το 2027.
