Σάτιρα, ατμόσφαιρα καμπάρε, μαύρο χιούμορ και σουρεαλισμός συνθέτουν τη μουσικοθεατρική παράσταση «Ομπρέλα να πάρεις», σε κείμενο Μαρίνας Αντωνοπούλου, μουσική και στίχους Γιώργου Χούχου (οι δυο τους αποτελούν το σχήμα ο κύριος και η κυρία Μπάνγκο) και σκηνοθεσία Στάθη Μαυρόπουλου.
Μία ηθοποιός και τέσσερις μουσικοί ξεδιπλώνουν μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε τόπο και χρόνο που έχουν μεγάλες ομοιότητες με την Ελλάδα του σήμερα.
Αφηγήτρια είναι μια νοσοκόμα που ανακαλεί την τρομερή επιδημία συννεφοπτώσεων που άλλαξε τη ζωή της χώρας.
Μετά τον πρώτο επιτυχημένο περσινό κύκλο παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη το έργο θα παρουσιαστεί για τέσσερις Παρασκευές και στο κοινό της Αθήνας στο Red Jasper Cabaret Theater (Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη) κάνοντας πρεμιέρα στις 17 Οκτωβρίου και εν συνεχεία (από τις 13/11) θα επιστρέψει ανανεωμένο στην έδρα του, στο Καφωδείο Ελληνικό (Ελ. Βενιζέλου 45).
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της «επιδημίας συννεφοπτώσεων»;
Η ιδέα γεννήθηκε μέσα στην πανδημία. Μαζί με όλο το δράμα, η πανδημία έφερε χαλαρούς ρυθμούς και περίσσεια χρόνου. Είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε με την ησυχία μας κάτι που ήδη γνωρίζαμε: την παιδική αφέλεια με την οποία, με διάφορες αφορμές, πέφτουμε ξανά και ξανά από τα σύννεφα. Η έκπληξη, το σοκ, μας προσέφερε άλλοθι και τεκμήριο αθωότητας.
Τι σας έκανε να επιλέξετε τη φόρμα του μουσικοθεάτρου; Τι μπορεί να πει ένα τραγούδι που δεν μπορεί να ειπωθεί με πρόζα;
Είμαστε ένας μουσικός και μία ηθοποιός με κοινούς προβληματισμούς, ανησυχίες και αισθητική. Η φόρμα του μουσικού θεάτρου ήταν μονόδρομος.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, το τραγούδι μπορεί να πει πολλά, πάρα πολλά. Ο ελλειπτικός και συμπυκνωμένος λόγος του, η εικονογραφία του, οι συνεκδοχές (μουσικές και στιχουργικές) που προσφέρει μπορούν να προκαλέσουν στους θεατές μέσα σε ελάχιστο χρόνο ενδιαφέρουσες νοηματικές συνάψεις.
Επιπλέον, σε τεχνικό επίπεδο, το τραγούδι λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα αφηγηματικά επεισόδια και, αποσπώντας τον θεατή από τη γραμμική ροή του κειμένου, του προσφέρει μια διαφορετική οπτική πρόσληψη των επί σκηνής δρώμενων.

Η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στο γκροτέσκο χιούμορ και την τραγικότητα. Πώς καταφέρνετε να κρατάτε αυτήν την ισορροπία χωρίς να γέρνει η ζυγαριά προς τη φάρσα ή τη μελοδραματικότητα;
Η μελοδραματικότητα είναι μακριά από τον τρόπο έκφρασης και σκέψης μας. Ήταν εύκολο να μείνει έξω από την εξίσωση. Τη φάρσα την αποφεύγουμε με το να μην αφήνουμε ποτέ τον στόχο από το μυαλό μας. Όταν ξέρεις τι θέλεις να πεις, δεν παρασύρεσαι από την ιλαρότητα, δεν επιτρέπεις στο καλαμπούρι να σε καπελώσει.
Στο έργο σας καυτηριάζετε την εξουσία. Τι νομίζετε ότι φοβάται περισσότερο κάθε μορφή εξουσίας: το γέλιο ή την οργή;
Η εξουσία φοβάται τη συνειδητοποίηση και την οργή που αυτή γεννάει. Από την άλλη, το γέλιο έχει αποδειχτεί ένα βολικό εργαλείο εκτόνωσης της οργής για την εξουσία. Ας θυμηθούμε μόνο τα memes που ξεπηδάν μετά από κάθε νέο σκάνδαλο. Μετά από αυτά, τι; Γι’ αυτό στην παράστασή δεν «κάνουμε πλάκα». Το γέλιο δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Αποτελεί όχημα συνειδητοποίησης.
Η σάτιρα στην Ελλάδα έχει πάντα πολιτική διάσταση. Εσείς πώς την αντιλαμβάνεστε;
Μ: Τα πάντα δεν είναι πολιτική;
Γ: Τα πάντα έχουν την πολιτική τους διάσταση, μη εξαιρουμένης της σάτιρας. Γίνεται, όμως, αντιληπτό πως όταν κάποιος σατιρίζει ομοφυλόφιλους, διεμφυλικούς, ρομά, πρόσφυγες και γελάει εις βάρος όσων βρίσκονται κάτω από τη ρόδα, αυτό συνιστά πολιτική θέση;
Πόσο εύκολο ή σύνηθες είναι κάποιος στην Ελλάδα να σατιρίσει ατιμωρητί τα υψηλά κλιμάκια; Και μήπως τελικά τα διαβόητα όρια στη σάτιρα μπαίνουν στον καθένα από μόνα τους μέσω της αισθητικής και της πολιτικής του στάσης;
Μπορεί το γέλιο να είναι μια μορφή αντίστασης;
Το γέλιο μπορεί να είναι ένας τρόπος σύνδεσης. Το χιούμορ είναι ένας τρομερά πυκνός κώδικας επικοινωνίας, που φέρνει κοντά τους κοινωνούς. Μπορεί επίσης να είναι και μέσο αντίστασης στη σοβαροφάνεια της αυστηρής χωρίστρας. Από μόνο του όμως δεν είναι αρκετό. Η αντίσταση απαιτεί όραμα, ιδανικά, πίστη.
Υπάρχει κάποιο πραγματικό γεγονός ή πρόσωπο που σας ενέπνευσε άμεσα για τη συγγραφή του έργου;
Γ: Ναι. Μου προκάλεσε κατάπληξη η γενική κατάπληξη που προκάλεσε η υπόθεση Λιγνάδη. Πήγα στο στούντιο και έγραψα ένα τραγούδι, το «Πάλι». Μίλησα με την Μαρίνα και της πρότεινα να γράψει κάτι γι’ αυτό. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
M: Οι πολιτικοί αποτελούν μια μόνιμη αναφορά. Λίγα πράγματα ενσαρκώνουν το γκροτέσκο πιο ολοκληρωμένα από αυτούς. Τα διαγγέλματα, οι δηλώσεις τους, γενικώς τα όσα αδιανόητα βγαίνουν κατά καιρούς από το στόμα τους είναι πηγή αγανάκτησης αλλά και έμπνευσης.
Στη Θεσσαλονίκη οι παραστάσεις έγιναν sold out. Τι εισπράξατε από το κοινό εκεί και τι περιμένετε από το αθηναϊκό;
Στη Θεσσαλονίκη συναντήσαμε μάτια γελαστά και μυαλό προβληματισμένο. Αυτή ήταν άλλωστε η σύσταση, το word of mouth, που οδήγησε τον κόσμο σε εμάς. Το ίδιο προσμένουμε και από το αθηναϊκό κοινό.
Δεν μπορούμε να το διαχωρίσουμε από το κοινό της Θεσσαλονίκης – την ίδια πραγματικότητα βιώνουμε όλοι. Και φυσικά περιμένουμε να κάνει επίσης την παράσταση sοld out (σίγουρα θα το θέλαμε πάντως).
Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ένας θεατής φεύγοντας από την παράσταση, πέρα από την… ομπρέλα;
Να φύγει με χαμόγελο, σκέψεις και ελπίδα. Και με τη συνειδητοποίηση ότι ένα απλό, μεμονωμένο ξέσπασμα ποτέ δεν είναι αρκετό. Να ξεκαθαρίσουμε πάντως πως την ομπρέλα που χρησιμοποιούμε στην παράσταση τη χρειαζόμαστε, δεν έχουμε άλλη.
Λέτε ότι το θέατρο είναι κάλεσμα συλλογικότητας. Στην εποχή της ατομικότητας και της απομόνωσης, πώς πιστεύετε ότι μπορεί μια σκηνική εμπειρία να λειτουργήσει ως αντίδοτο;
Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση. Το θέατρο ενέχει τη συλλογικότητα στη φύση του. Πίσω από το θέαμα κρύβονται δυναμικές συνεργασίες, άνθρωποι που συναντήθηκαν, συζήτησαν, συμφώνησαν και αποφάσισαν να συνεργαστούν για να κοινοποιήσουν το όραμά τους.
Σε ό,τι αφορά την πρόσληψη, εμείς στοχεύουμε στη δημιουργία της αίσθησης της παρέας. Θέλουμε, με αφορμή την παράσταση και με όχημα το χιούμορ ή –γιατί όχι;– τον θυμό, το κοινό να αναγνωρίσει στον θεατή του διπλανού τραπεζιού τον συμπάσχοντα, τον σύμμαχο και τον εν δυνάμει συμμαχητή.
Τι σας θυμώνει περισσότερο στην καθημερινότητα; Και τι σας κάνει να γελάτε;
Μας εξοργίζει η αλαζονεία και η υποκρισία των κρατούντων. Μας εξοργίζει και η κοντή μας μνήμη. Μας εξοργίζουν τα νανογιλέκα και οι κεραλοιφές, όσοι αναθεματίζουν τους πρόσφυγες μέχρι να πάρουν μετάλλιο – τότε τρέχουν να φωτογραφηθούν μαζί τους –, οι όψιμοι υπέρμαχοι της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου τα οποία ξεχειλώνουν και συρρικνώνουν κατά το δοκούν.
Μας εξοργίζει και η αποθέωση του Τίποτα. Μας κάνουν να γελάμε το βιτριολικό χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός αγαπημένων και φίλων μου, οι γκάφες μας, τα λάθη και τα πάθη μας.
Θεωρείτε πως οι Έλληνες είναι ένας λαός που αυτοσαρκάζεται και εισπράττει με ψυχραιμία τη σάτιρα και το πείραγμα;
Μ: Στους Έλληνες αρέσει το καλαμπούρι, αγαπάνε το εξωστρεφές χιούμορ. Είμαστε ξύπνιοι αλλά πάσχουμε από σύμπλεγμα κατωτερότητας το οποίο μας κάνει να αναζητάμε παντού αποδείξεις ανωτερότητας. Ο αυτοσαρκασμός δύσκολα χωράει μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Γ: Δεν ξέρω, ρωτήστε τον Μπογδάνο.
Υπάρχουν πρόσφατες εξελίξεις στην παγκόσμια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που σας κάνουν να αισιοδοξείτε για το μέλλον;
Δε λείπουν οι αφορμές για αισιοδοξία, δυστυχώς όμως πηγάζουν μέσα από συμφορές. Μας κάνει να αισιοδοξούμε η ολοένα και αυξανόμενη αντίδραση του κόσμου στη Γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα.
Η στάση των Ισπανών. Η αντίδραση – έστω και σπασμωδική και της τελευταίας στιγμής – των Γάλλων απέναντι στην ακροδεξιά, η άσβεστη φλόγα των Τεμπών. Είναι μια εποχή στα κόκκινα (και ποια εποχή δεν ήταν;), όμως αυτό είναι καλύτερο από το τέλμα.
Αγορά εισιτηρίων για τις κορυφαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις στο in tickets.
