Μπρους Σαπίρο: «Κάνουμε δημοσιογραφία χωρίς να κατανοούμε τι είναι τραύμα»

Ο Μπρους Σαπίρο, διευθυντής του Global Center for Journalism and Trauma, μιλά στο ΒΗΜΑ για το τραύμα στη δημοσιογραφία, την ηθική υποχρέωση των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης και τις προκλήσεις που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη.

Μπρους Σαπίρο: «Κάνουμε δημοσιογραφία χωρίς να κατανοούμε τι είναι τραύμα»

Ο Μπρους Σαπίρο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες φωνές παγκοσμίως στον χώρο της δημοσιογραφίας και του τραύματος. Ως εκτελεστικός διευθυντής του Global Center for Journalism and Trauma και επί δεκαετίες επικεφαλής του Dart Center for Journalism and Trauma του Πανεπιστημίου Columbia, έχει συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας νέας ηθικής και επαγγελματικής προσέγγισης για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν ζητήματα κρίσεων, βίας και ανθρώπινου πόνου. Με αφορμή την πρόσφατη ομιλία του στο iMEdD International Journalism Forum, ο Shapiro μοιράζεται με ΤΟ ΒΗΜΑ τις σκέψεις του για την εξουθένωση των δημοσιογράφων, τον ρόλο της δημοσιογραφίας ως «πράξης μη βίαιης αντίστασης» και τις προκλήσεις που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη.

Έχετε εργαστεί τόσο ως δημοσιογράφος όσο και ως επικεφαλής ιδρυμάτων όπως το Dart Center και τώρα το Global Center for Journalism & Trauma. Τι σας οδήγησε να επικεντρωθείτε στη σχέση μεταξύ δημοσιογραφίας και τραύματος;

Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με την τοπική δημοσιογραφία, περνούσα πολύ χρόνο κάνοντας ρεπορτάζ σχετικά με το τραύμα χωρίς να το αντιλαμβάνομαι. Το πρώτο άρθρο που έγραψα ήταν για το θάνατο μιας νεαρής γυναίκας από διαρροή αερίου στο διαμέρισμά της. Κάλυψα υποθέσεις δολοφονιών, πήρα συνεντεύξεις από βετεράνους του Βιετνάμ και επιζώντες του Ολοκαυτώματος και έκανα ρεπορτάζ για την κατάρρευση μιας γέφυρας που προκάλεσε το θάνατο σε πολλά άτομα. Όλα αυτά ήταν μέρος της δουλειάς μου.

Σε μια στιγμή, από δημοσιογράφος που κάλυπτε εγκλήματα, έγινα θύμα εγκλήματος που κάλυπταν οι δημοσιογράφοι

Αυτό άλλαξε για μένα το 1994. Καλύπτα την εθνική πολιτική ποινικής δικαιοσύνης όταν – εντελώς τυχαία – ήμουν ένα από τα επτά άτομα που τραυματίστηκαν σοβαρά σε μια μαζική δολοφονία με μαχαίρι από ένα ψυχικά πάσχον άτομο, σε ένα καφέ λίγα βήματα από το σπίτι μου. Ήταν ένα τρομακτικό περιστατικό, που τράβηξε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Σε μια στιγμή, από δημοσιογράφος που κάλυπτε εγκλήματα, έγινα θύμα εγκλήματος που κάλυπταν οι δημοσιογράφοι. Αυτό με έκανε να σκεφτώ σχετικά με το πώς οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να καλύπτουν καλύτερα τους επιζώντες της βίας και ειδικότερα τι πρέπει να κατανοήσουμε σχετικά με την ψυχολογία του τραύματος. Δεν θα στέλνατε έναν δημοσιογράφο να καλύψει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα αν δεν γνώριζε τους κανόνες, όμως συνηθίζουμε να κάνουμε ρεπορτάζ για ανθρώπους που έχουν περάσει τις χειρότερες εμπειρίες χωρίς να κατανοούμε το τραύμα.

Τελικά συνειδητοποίησα ότι είχα και άλλα κίνητρα. Οι παππούδες μου ήταν Εβραίοι πρόσφυγες από την παλιά Ρωσική Αυτοκρατορία. Φύγαν από τις αντισημιτικές σφαγές στις αρχές του 20ού αιώνα – βία που υποκίνησαν οι τσαρικές ρωσικές εφημερίδες. Έτσι, σκέφτηκα πολύ για τον τοξικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η κακή δημοσιογραφία ως μέσο μετάδοσης της μισαλλοδοξίας και της αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων, καθώς και για τον θετικό ρόλο, τη μοναδική δύναμη της εξαιρετικής δημοσιογραφίας να αποκαλύπτει την ευθύνη για την κατάχρηση εξουσίας και να επιβεβαιώνει τις εμπειρίες των επιζώντων που διαφορετικά θα παρέμεναν αόρατοι ή στιγματισμένοι.

Ως δημοσιογράφος έχεις την ηθική υποχρέωση να αμφισβητείς τα καθημερινά ψέματα και την «κακοήθη κανονικότητα»

Έχετε περιγράψει τους δημοσιογράφους ως «επαγγελματίες που καταγράφουν μαρτυρίες». Μπορείτε να εξηγήσετε τι σημαίνει αυτό και γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε τον ρόλο της δημοσιογραφίας σήμερα;

Η φράση «επαγγελματίες που καταγράφουν μαρτυρίες» καθιερώθηκε από τον πρωτοπόρο Αμερικανό ψυχίατρο Robert Jay Lifton, ο οποίος πέθανε πριν από μερικές εβδομάδες σε ηλικία 99 ετών. Ο Lifton πήρε συνεντεύξεις από επιζώντες της Χιροσίμα, βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ και πολλά άλλα θύματα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το να είσαι μάρτυρας απέναντι σε επιζώντες βίας σημαίνει κάτι περισσότερο από το να ακούς, να επαναλαμβάνεις τα λόγια τους και να παίρνεις τον μισθό σου. Υπάρχει η ηθική υποχρέωση να γίνεις ένας επίμονος μάρτυρας της αλήθειας απέναντι στη βία και την κατάχρηση εξουσίας, να αμφισβητείς τα καθημερινά ψέματα και αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κακοήθη κανονικότητα», η οποία καθιστά δυνατή τη γενοκτονία, την έμφυλη βία, την άρνηση της κλιματικής αλλαγής και άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως δημοσιογράφοι, μερικές φορές βρισκόμαστε στο επίκεντρο βίαιων ή τραυματικών γεγονότων, αλλά ακόμα και όταν δεν είμαστε, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι αργά ή γρήγορα περνούν πολύ χρόνο ακούγοντας τις ιστορίες ανθρώπων που έχουν περάσει από την κόλαση. Το να είσαι «επαγγελματίας μάρτυρας» σημαίνει ένα είδος ρεπορτάζ για τραυματικά γεγονότα που δεν περιορίζεται στην απόσπαση μερικών δηλώσεων ή φωτογραφιών. Πρόκειται για τη βαθιά ηθική ευθύνη να μεταφέρουμε τις ιστορίες των επιζώντων με ακρίβεια και αξιοπρέπεια και να επιδιώκουμε αδιάκοπα την απόδοση ευθυνών για τις παραβιάσεις. Πρόκειται επίσης για την υπεράσπιση της ασφάλειας και της ευημερίας της ίδιας της δημοσιογραφικής κοινότητας, σε μια εποχή που τόσοι πολλοί συνάδελφοι σε όλο τον κόσμο απειλούνται.

Προειδοποιήσατε ότι η επαγγελματική εξουθένωση (burnout) δεν είναι απλώς κόπωση, αλλά ένας «εργασιακός τραυματισμός». Πώς επηρεάζει η επαγγελματική εξουθένωση την ικανότητα της δημοσιογραφίας να υπηρετεί τη δημοκρατία και το κοινό καλό;

Ο δημοσιογραφικός κλάδος είναι εξ ορισμού ένα επάγγελμα με υψηλά επίπεδα άγχους. Αυτή η δουλειά προσελκύει άτομα που είναι ικανά να διαχειριστούν προθεσμίες, πολύπλοκες ιστορίες και γρήγορους ρυθμούς ειδήσεων. Αυτό μας δίνει ώθηση. Ωστόσο, το υπερβολικό άγχος σε πολύ υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να υπερφορτώσει τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Όταν αυτό συμβαίνει στους δημοσιογράφους, μπορεί να χάσουν την συγκέντρωσή τους, την κινητοποίησή τους, την αίσθηση του νοήματος και του σκοπού – και η δημοσιογραφική τους εργασία θα πληγεί. Στις χειρότερες περιπτώσεις εξουθένωσης, απλά θα σταματήσουν να είναι σε θέση να καλύψουν ή να ολοκληρώσουν ένα ρεπορτάζ. Στην ουσία, θα σιωπήσουν και το κοινό θα στερηθεί τις δημοσιογραφικές τους υπηρεσίες. Χρησιμοποιώ για αυτό το ζήτημα την έκφραση «σιωπηλή λογοκρισία». Πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα για την ελευθερία του Τύπου.

Μπρους Σαπίρο, Εκτελεστικός Διευθυντής, Global Center for Journalism and Trauma

Μπρους Σαπίρο, Εκτελεστικός Διευθυντής, Global Center for Journalism and Trauma

Πώς θα πρέπει να εκπαιδεύονται διαφορετικά οι επικεφαλής των αιθουσών σύνταξης και οι συντάκτες, ώστε να προστατεύουν και να ενισχύουν την ανθεκτικότητα των ομάδων τους;

Δεδομένων των πιέσεων και των απειλών που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι σήμερα, είναι ζωτικής σημασίας οι επικεφαλής των αιθουσών σύνταξης, οι συντάκτες και άλλοι υπεύθυνοι να αποκτήσουν μια βασική κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το άγχος και το τραύμα επηρεάζουν τις ομάδες τους – κάτι για το οποίο γνωρίζουμε πολλά, χάρη σε δύο δεκαετίες έρευνας σε όλο τον κόσμο. Πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ψυχολογική ευημερία της αίθουσας σύνταξης κατά τον σχεδιασμό – την ψυχολογική ασφάλεια σε αντιστοιχία με τη φυσική ασφάλεια και την ψηφιακή προστασία. Υπάρχουν βασικές στρατηγικές για τη διαχείριση των ρεπορτάζ που αντιμετωπίζουν τραύματα, μερικές από τις οποίες είναι ειδικές για τη δημοσιογραφία και άλλες έχουν προσαρμοστεί από άλλα επαγγέλματα πρώτης γραμμής, όπως οι πυροσβέστες και οι στρατιωτικοί. Οι συντάκτες πρέπει να γνωρίζουν αυτές τις στρατηγικές, καθώς και τον σημαντικό ρόλο της αλληλοϋποστήριξης και της ομαδικής εργασίας.

Η δημοσιογραφία, στην καλύτερη της μορφή, αφορά τη μετατόπιση της ισχύος να ορίζει κανείς την πραγματικότητα

Έχετε επίσης περιγράψει τη δημοσιογραφία ως μια μορφή μη βίαιης πολιτικής αντίστασης σε εποχές παραπληροφόρησης και «κακοήθους κανονικότητας». Πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο;

Λοιπόν, έχουμε αυτή τη δουλειά, είτε μας αρέσει είτε όχι! Ρωτήστε τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Βλαντιμίρ Πούτιν ή τον Έλον Μασκ, οι οποίοι θεωρούν τους δημοσιογράφους εχθρούς του λαού. Γιατί; Επειδή οι αυταρχικοί ηγέτες και οι ολιγάρχες καταλαβαίνουν ότι η δημοσιογραφία, στην καλύτερη της μορφή, αφορά τη μετατόπιση της ισχύος να ορίζει κανείς την πραγματικότητα. Η δημοσιογραφία μετατοπίζει την ισχύ της δημιουργίας νοήματος από τους ολιγάρχες και τους τεχνοκράτες στους καταναλωτές ειδήσεων, με πληροφορίες και αφηγήσεις που ενημερώνουν τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων και που εμπλέκουν το πνεύμα και τη συμπόνια αντί για τον αταβισμό και τη βίαιη δυσαρέσκεια. Αν το σκεφτείτε, αυτό είναι ένα είδος έντονης δημοκρατικής πίστης.

Αλλά ταυτόχρονα, για να επιτύχει, η δημοσιογραφία εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των καταναλωτών ειδήσεων – και αυτό σημαίνει αυστηρή τήρηση της ηθικής και των προτύπων, συμπεριλαμβανομένης της αντικειμενικότητας και της ανεξαρτησίας, μεταξύ άλλων.

Ποιες νέες προκλήσεις — από την τεχνητή νοημοσύνη έως την παραπληροφόρηση και τις αυταρχικές πιέσεις — πιστεύετε ότι θα δοκιμάσουν περισσότερο την ανθεκτικότητα των δημοσιογράφων τα επόμενα χρόνια;

Είμαι απαίσιος στις προφητείες. Είναι σαφές ότι στις ΗΠΑ, η συνθηκολόγηση με τις παράνομες απαιτήσεις της κυβέρνησης Τραμπ έχει ήδη προκαλέσει αναταραχή στον κλάδο των μέσων ενημέρωσης, όπως και στα πανεπιστήμια. Η τεχνητή νοημοσύνη θα φέρει μεγάλες αναταραχές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, πιστεύω ότι τελικά η τεχνολογία είναι λιγότερο ανησυχητική από την ανθρώπινη υποδομή της βιομηχανίας των ειδήσεων. Η διατήρηση του αισθήματος καθήκοντος, των προτύπων και της ευημερίας των δημοσιογράφων εν μέσω συνεχών επιθέσεων, οικονομικών πιέσεων και βίαιου πολιτικού κλίματος θα αποτελέσει μια ουσιαστική πρόκληση τα επόμενα δύο χρόνια.

*Μπορείτε να δείτε την ομιλία του Μπρους Σαπίρο εδώ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version