Είθισται τα «μπάνια του λαού» να ακολουθούνται από έναν πολιτικά καυτό Σεπτέμβρη. Σαν η ραστώνη να λειτουργεί εκ των προτέρων παρηγορητικά για τις δυσκολίες που μέλλει να ακολουθήσουν. Βέβαια, οι δυσκολίες αυτές παρουσιάζονται συνήθως στη ΔΕΘ από τον εκάστοτε πρωθυπουργό διθυραμβικά ως καινοτομίες που θα ελαφρύνουν τα βάρη των πολιτών και θα επιταχύνουν την ανάπτυξη.
Δεν θέλω όμως εδώ να σας απασχολήσω με τετριμμένα πράγματα που αφορούν την τσέπη σας. Τι σημασία έχει ο 13ος μισθός μπροστά στην αιωνιότητα; Τι κι αν πληρώσετε κανέναν έμμεσο φόρο παραπάνω; Και πώς αλλιώς να φανταστούμε την αιωνιότητα παρά σαν έναν μεγάλο κήπο, σαν αυτόν της Εδέμ από όπου εκδιωχθήκαμε (κατά τας γραφάς πάντα). Πάντα με διασκέδαζε η σκέψη ότι αυτό που μας έδιωξε από τον κήπο – η γνώση – είναι αυτό που κατά κόρον «θεραπεύεται», όπως λέμε, σε κήπους – τα περιβόητα πανεπιστημιακά κάμπους.
Κι αυτή η σκέψη μάς φέρνει σε ένα από τα καυτά ζητήματα της επικαιρότητας, τα ιδιωτικά (ή μη κρατικά, όπως αρέσκεται να τα λέει η κυβέρνηση, μάλλον γιατί πιο πολύ θέλει να καταλύσει το κρατικό παρά να συστήσει το ιδιωτικό) πανεπιστήμια.
Η νέα ακαδημαϊκή και πολιτική σεζόν μάς φέρνει τέσσερα τέτοια, έπειτα από μια διαδικασία που συνοδεύτηκε από έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Και λογικό, μιας και το άρθρο 16 του Συντάγματος, που προστατεύει τη δημόσια δωρεάν παιδεία, παραμένει, όσο γνωρίζω, σε (τυπική τουλάχιστον) ισχύ, δίνοντας ένα εύλογο επιχείρημα σε όσους και όσες αντιμάχονταν αυτή την υπαρξιακή για την κυβέρνηση μεταρρύθμιση.
Λογικό να παρουσιάσει και η κυβέρνηση την τελική εφαρμογή του νόμου της ως νίκη, καθώς ένα νεοφιλελεύθερο αίτημα δεκαετιών πραγματώθηκε. Νίκη ωστόσο πύρρεια, μιας και μόλις τέσσερα ιδρύματα κατάφεραν να πάρουν έγκριση. Και αυτά δεν είναι όπως τα φαντάζονταν οι ιθύνοντες της – εντός ή εκτός εισαγωγικών – μεταρρύθμισης.
Για να δούμε το μεταρρυθμιστικό φαντασιακό, θα πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι, που μας το επιτρέπει και η επετειακή συγκυρία, καθώς μια μέρα σαν τη σημερινή ιδρύθηκε το 1630 στις ΗΠΑ η πόλη της Βοστόνης. Χάρβαρντ, ΜΙΤ, Ταφτς είναι μερικά μόνο από τα διάσημα πανεπιστημιακά ιδρύματα που φιλοξενεί η πόλη. Αχανή κάμπους όπου μπορούν να βολτάρουν τα μελλοντικά νομπέλ, ανανεωτές και ανανεώτριες της επιστήμης ή/και τα διευθυντικά στελέχη του αύριο (μην ξεχνάμε και σε τι είδους φαντασιακό βρισκόμαστε). Κάπως έτσι ήλπιζε κανείς να μοιάζουν τα νέα ιδρύματα (και δεν μπαίνω καν στον κόπο να εξετάσω το πόσο μη κρατικά είναι τα αντίστοιχα βοστονέζικα).
Αντ’ αυτών ωστόσο βρεθήκαμε με τέσσερα μάλλον ταπεινά ιδρύματα, που τα μισά είναι και συνεχιστές ήδη υπαρχόντων κολεγίων. Στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή, ιδρύματα που δεν έχουν σε τίποτα να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα δημόσια, για τα οποία τόσο δηλητηριώδες μελάνι έχει χυθεί. Και όσο για το κάμπους καλύτερα να μη μιλάμε, καθώς απαιτεί τεράστιες εγκαταστάσεις και πολλά περισσότερα από την απλή επιθυμία για άνοιγμα σε μια νέα αγορά.
Κι εδώ είναι μάλλον η ουσία του ζητήματος: η υπόσχεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων λειτουργούσε στον δημόσιο λόγο ως το φάρμακο για όλα τα στραβά των κρατικών. Και ως υπόσχεση συσκότιζε το μείζον πρόβλημα της ελλιπούς χρηματοδότησης των δεύτερων. Κάθε δυσλειτουργία ταξινομούνταν ως ακόμα μία παθογένεια του δημόσιου τομέα, ξεχνώντας ότι χωρίς χρήματα δεν είναι δυνατόν να χτιστεί κάτι σε στέρεη βάση. Το πρόβλημα με τις υποσχέσεις ωστόσο είναι ότι καμιά φορά πραγματοποιούνται και η διαφορά ανάμεσα στο «τι παρήγγειλα» και «τι ήρθε» είναι ορατή ακόμη και χωρίς ανώτατη εκπαίδευση – είτε σε κρατικό είτε σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο.
