Εκατό χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη γέννηση του εμβληματικού μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, στις 29 Ιουλίου 1925, που ύστερα από δεκαετίες ανεκτίμητης προσφοράς τόσο στον πολιτισμό όσο και στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του ελληνισμού, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πάντοτε σαφείς και ισχυρές απόψεις για όσα συνέβαιναν γύρω του και για όσα θα έπρεπε να αλλάξουν και δεν δίστασε ποτέ να τις εκφράσει, ενώ δεν ήταν και λίγες οι φορές που μίλησε και σχολίασε δημόσια την προσωπική και την καλλιτεχνική του πορεία.
Μέσα, λοιπόν, από τα λόγια τα δικά του, από δημόσιες τοποθετήσεις και συνεντεύξεις του συναντάμε ξανά τον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη.
Για τον πατέρα του, Γιώργη Θεοδωράκη
«ΤΑ ΝΕΑ» της 19ης Μαΐου του 1977 δημοσίευσαν μια σπάνια συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη και του αδερφού του Γιάννη, στον Γιώργο Λιάνη, στην οποία αναφέρθηκαν αποκλειστικά στον πατέρα τους, Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά Χανίων Κρήτης, που είχε πρόσφατα φύγει από τη ζωή.

«ΤΑ ΝΕΑ», 19.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
ΜΙΚΗΣ: Ο πατέρας έζησε τα πιο τραγικά γεγονότα που συνέβαιναν στα παιδιά του παλληκαρίσια, με μεγαλόκαρδη ευφροσύνη. Δεκάξη χρονώ παιδί εγκατέλειψε την Κρήτη και πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς.
Στο αμπάρι του πλοίου συναντήθηκε με τον μεγαλύτερο αδερφό του που και αυτός για τον ίδιο σκοπό πήγαινε. Οργάνωσαν στην Αθήνα τον Λόχο Κρητών Φοιτητών όπου πήρε μέρος και ο πατέρας του Λαμπράκη, ο Δημήτρης Λαμπράκης.
Ο λόχος αυτός κατέλαβε το ύψωμα του Μπιζανίου κι ο πατέρας μου τραυματίσθηκε πολύ βαριά στο κεφάλι. Τόσκασε απ’ το νοσοκομείο και έφυγε για το Μακεδονικό μέτωπο.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ήταν απ’ τους ανώνυμους ήρωες Έλληνες που φτιάξαν μια λεύτερη Ελλάδα. Ήταν δυνατός και δεν τον λύγιζαν οι τραγωδίες των παιδιών του.

ΜΙΚΗΣ: Όταν με βασάνιζαν οι Ιταλοί, ο πατέρας ήταν κοντά μου. Όταν με συνέλαβε η Γκεστάπο βρήκε τον τρόπο να με ειδοποιήσει να μη λυγίσω. Στα Δεκεμβριανά στις πιο κρίσιμες στιγμές τον έβρισκες ένα βήμα πίσω ή ένα βήμα μπρος από μένα.
Στα 1947 πούμασταν με τον Γιάννη στην ΕΠΟΝ ο γέρος – λεβέντης άντεχε δυο παρανομίες. Τις εξορίες μου στη Μακρόνησο, τις ζοφερές στιγμές τις αντιμετώπισε με καρδιά, με σθένος. Λεύτερα, ποτέ δεν μούπε μια λέξη να ντραπώ. Δεν ήταν κομμουνιστής αλλ’ ήταν ιδεολόγος φλογερός.
Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967 στεκόταν στο μπαλκόνι με τον Γιάννη. «Δικτατορία» του ψέλλισα ερχόμενος στο σπίτι. Μου φόρεσε τη ρεπούμπλικά του, μάς πήρε παραμάσχαλα και από άλλο τόπο οι τρεις μαζί ετοιμάσαμε το πρώτο μήνυμα για τον ελληνικό λαό. Δεν φοβόταν.
Μετά μας είπε: “Xωρίστε. Να μη σκοτωθείτε κι οι δύο μαζί». Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις για το ΠΑΜ και με κάλεσαν, κάλεσαν και τον πατέρα μου για ψυχολογικό εκβιασμό.
“Παραπέμπεσαι σαν αρχηγός στάσης” απήγγειλαν με στόμφο οι ασφαλίτες.
Ο πατέρας ρώτησε: “Tι σημαίνει αυτό; Φέρτε μου ένα ποινικό κώδικα…”
Φέραν ένα βιβλίο όπου σημαδεμένο με κόκκινο μελάνι έγραφε: “Δις εις θάνατον”. Γέλασα. “Πατέρα το υπογραμμίσανε για να το δεις καλά…”
Αυτός ήταν σοβαρός. Γύρισε και μου είπε: “Δεν πρέπει να λησμονήσεις ότι είσαι απόγονος των Χάληδων. Όλοι χύσαμε το αίμα μας για την Ελλάδα. Αν πρόκειται να το χύσεις και συ λέω πως θάχεις την ευλογία μου παιδί μου”.
Tέτοιος πατέρας ήταν.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τον στολίσαμε σα μωρό. Πήρα μια κασέτα του Μίκη και λίγα λουλούδια απ’ τον κήπο και του φώναξα “πάρτα”, όταν τον ρίξαν στον τάφο.
ΜΙΚΗΣ: Για μένα δεν έχει πεθάνει ακόμα…
Για τη Χούντα
Το 1975 – 1976 «ΤΑ ΝΕΑ» διενήργησαν μια μεγάλη έρευνα ζητώντας από τους πρωταγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα να μιλήσουν για τα χρόνια της Χούντας.

«ΤΑ ΝΕΑ», 2.1.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στις 2 Ιανουαρίου 1976 τον λόγο έχει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Πολιτικές διαπιστώσεις
«Η εκτίμησή μου για την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μετά την 21 Απριλίου ήταν σε γενικές γραμμές η εξής: Το κίνημα των συνταγματαρχών αποτελούσε μακροπρόθεσμα μεγάλο λάθος των Αμερικανών.
»Έγινε με επιπολαιότητα, παρά την φαινομενική τους επιτυχία και ασφαλώς έγινε για να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμους στόχους της αμερικανικής πολιτικής (κρίση στη Μέση Ανατολή).
»Επομένως το καθεστώς των συνταγματαρχών (στην πολιτική του διάσταση) ήταν, κατά τη γνώμη μου, νεκρό πριν γεννηθεί.
Δεύτερη διαπίστωση: Πλήρης χρεωκοπία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Επομένως θα έπρεπε γρήγορα να βρεθούν νέοι φορείς που να εκφράσουν τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, που τώρα ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στη δυναμική και τρομοκρατική παρουσία της χούντας, που αποτελούσε μια πραγματικότητα και στην ανικανότητα των πολιτικών και κοινωνικών εκπροσώπων του λαού να αντιδράσουν με οποιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση χούντας – Αμερικανών» (…)

Έτοιμες δυνάμεις
«Η δήλωση που απηύθυνα στην παγκόσμια κοινή γνώμη με την ιδιότητα του βουλευή στις 23 Απριλίου 1967, εξυπηρετούσε την άμεση πολιτική σκοπιμότητα, δηλαδή να μην αφεθεί ο μονόλογος στους δικτάτορες, αλλά να δειχτεί αμέσως ότι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν δυνάμεις έτοιμες να ορθώσουν το ανάστημά τους στη δικτατορία:
Τις καρδιές μας φλογίζει το πύρινο μίσος για τους τυράννους.
Οι καταλύτες του Συντάγματος, οι βιαστές της Δημοκρατίας, οι εχθροί της Ελευθερίας, οι προδότες του Έθνους που πίστεψαν ότι θα γονατίσουν με τη βία τον αδούλωτο λαό μας, ας είναι βέβαιοι πως σε λίγο θα τρέμουν μπροστά στην οργή του γίγαντα ελληνικού λαού.
Και τότε δεν θα βρεθεί γωνιά της ελληνικής γης για να τους κρύψει. Στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, πεθαίνουν οι τύραννοι».

Το Πατριωτικό Μέτωπο
«Όμως η δήλωσή μου, φυσικά, δεν έφτανε. Έπρεπε να προχωρήσουμε γρήγορα στην οργάνωση του λαού, αρχίζοντας από την δημιουργία του αντιστασιακού φορέα.
»Οι συνθήκες, παρ’ ό,τι όπως είναι γνωστό ήταν τρομερά δύσκολες (ιδιαίτερα για μένα: ήταν αδύνατο να κάνω ούτε ένα βήμα στο φως της ημέρας), εντούτοις με βοήθησαν να έρθω πολύ γρήγορα σε επαφή με τους πρώτους συναγωνιστές μου.
»Από το σπίτι της Ρηνιώς Παπανικόλα, που δέχτηκε να με φιλοξενήσει από την πρώτη μέρα της δικτατορίας, ήρθα σε επαφή με τον Θέμη Μπανούση, μέλος του Κ.Σ. των Δ.Ν.Λ., ο οποίος μου μετέφερε την παρακάτω εικόνα: “Στις συνοικίες υπάρχει πλήρης διάλυση. Μόνο στο κέντρο της Αθήνας στελέχη της νεολαίας προσπαθούν να δημιουργήσουν πυρήνες αντίστασης. Όλοι συμφωνούν ότι μόνο ένας νέος φορέας μπορεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα της στιγμής”.
»Έτσι συμφωνούμε να μαζευτούμε το Πάσχα του ’67 όσο γίνεται πιο πολλοί, ώστε να εξασφαλιστή όσο γίνεται περισσότερο η ορθή πορεία. Στη σύσκεψη τελικά καταφέρνουν να φτάσουν οι Αριστείδης Μανωλάκος, Χρόνης Μίσιας, Θέμης Μπανούσης, Γιώργος Βότσης, ενώ οι Λεντάκης, Θεοδωρίδης και Τρίκας βρίσκονται ήδη σε στενή επαφή μαζί μας.
»Έτσι αποφασίζεται η ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου. Την επόμενη βδομάδα ο Γιώργος Κουπαρούσσος με μεταφέρει από το σπίτι του Δάνου, στο Φάληρο, στο σπίτι του Γιάννη Λελούδα, στο Λυκαβηττό.
»Κάνοντας μια μικρή στάση στο σπίτι του Κουπαρούσσου, στη Δάφνη, συναντώ τον Τάσο Δήμου (…). Μένουμε περίπου μισή ώρα μαζί και συμφωνούμε πλήρως στις εκτιμήσεις μας. Στο σπίτι του Λελούδα συναντώ τον Κώστα Φιλίνη, ο οποίος σε συνέχεια αναλαμβάνει την επαφή με όλα τα μέλη της καινούργιας οργάνωσης, του Πατριωτικού Μετώπου. (…)

Για τον ένοπλο αγώνα
»Όσον αφορά την τακτική της Αντίστασης, θα έπρεπε να πάρη παλλαϊκό πανεθνικό χαρακτήρα. Ενώ οι δυνάμεις της Αριστεράς θα έπρεπε, κατά το παράδειγμα του ΕΑΜ, να αποτελέσουν την ψυχή της νέας Αντίστασης.
»Επίσης θα έπρεπε να παίρνη όλο και πιο έντονο δυναμικό χαρακτήρα, η ένταση του οποίου θα καθορίζονταν κάθε στιγμή από το ύψος της οργανωτικής και ιδεολογικής μας κατάστασης και ακτινοβολίας. Ήμασταν κατά των πρόωρων και απελπισμένων ενεργειών, που, λόγω της βέβαιής του αποτυχίας, θα είχαν τελικά αρνητικές επιπτώσεις στον αγώνα του λαού μας.
Συμφωνούσαμε πάντως ότι αν οι υποκειμενικές συνθήκες μάς το επέτρεπαν, δεν είχαμε κανέναν λόγο να μη δούμε τον ένοπλο αγώνα μέσα στις πόλεις σαν μια μορφή που θα έδινε αποφασιστικά χτυπήματα στη δικτατορία».
«Ό,τι έγινα, το οφείλω στην Κρήτη»
Ο Μίκης Θεοδωράκης όπως είχε ζητήσει τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη.
Με έγγραφο του στις 16 Ιανουαρίου του 2020, είχε κάνει σαφές ότι επιθυμία του ήταν να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του πατρικού του χωριού ενώ με επιστολή του το 2013 προς τον τότε δήμαρχο Χανίων δήλωνε:
«Όπως σας είχα ενημερώσει και στις προφορικές μας συζητήσεις, τελευταία επιθυμία μου είναι να ταφώ στο κοιμητήριο του Γαλατά Χανίων (γενέτειρας του πατέρα μου), στο οποίο βρίσκονται ήδη οι γονείς και ο αδερφός μου.
«Όπως επίσης γνωρίζετε, στο κοιμητήριο αυτό μου έχει παραχωρηθεί από τον τότε Δήμο Νέας Κυδωνίας τάφος, που έχει κατασκευασθεί με οδηγίες μου και έχει ήδη αποπερατωθεί».
Στην κηδεία του, 96 βρακοφόροι συμπατριώτες του τον αποχαιρέτησαν τραγουδώντας το ριζίτικο,«Ο Αντρειωμένος».
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, της οποίας την κουλτούρα έχει χαρακτηρίσει ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της καλλιτεχνικής του ταυτότητας.
Εξάλλου, ο τίτλος που έδωσε στο πρώτο συμφωνικό του έργο ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν “To Πανηγύρι της Ασή – Γωνηάς”.
Το πανηγύρι αυτό αλλά και πολλές ακόμα στιγμές της κρητικής ζωής και ιστορίας βρισκόταν μέσα στις αναρίθμητες αφηγήσεις του πατέρα και του παππού του.
Το 2001 χιλιάδες Κρητικοί και άλλοι φίλοι του Μίκη Θεοδωράκη γέμισαν το Καλλιμάρμαρο για να παρακολουθήσουν τη συναυλία της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής και της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» για την 60η επέτειο από τη Μάχη της Κρήτης.
Εκείνο το βράδυ, ο Μίκης Θεοδωράκης, παραλαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου προέδρου της Παγκρήτιας Ένωσης, βαθύτατα συγκινημένος, απευθυνόμενος στο κοινό είπε:
«Ό,τι έγινα, το οφείλω στην Κρήτη. Αυτή η επίδραση φαίνεται και στη μουσική μου. Έχω πει ότι είμαι υπερήφανος που είμαι Έλληνας. Το κρητικό αίμα όμως που κυλάει στις φλέβες μου, με βοήθησε να γίνω δύο φορές Έλληνας».
