Έρευνα: Για 18 μέρες φτάνει το μηνιάτικο λόγω ακρίβειας

Τι προκύπτει από την ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών.

Για μόλις 18 ημέρες επαρκεί το μηνιαίο εισόδημα για περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά λόγω της εκτίναξης των τιμών στην ενέργεια και τα είδη διατροφής, χωρίς μάλιστα να ελπίζουν ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί εφέτος, ενώ θεωρούν ανεπαρκή τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, ώστε να περιορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις των ανατιμήσεων.

Τα δυσοίωνα αυτά ευρήματα προκύπτουν από την 11η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2022 και διεξήχθη υπό τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η πολύμηνη κρίση ακρίβειας.

Όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον σημειώνουν αρνητικό πρόσημο, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί το 2023, κάτι που είχε να παρατηρηθεί από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2018.

Μάλιστα το ποσοστό των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών καταγράφει τρομακτική άνοδο καθώς πλέον αφορά τα 2 στα 3 νοικοκυριά.

Ανοίγει η «ψαλίδα» των ανισοτήτων

Εκτός από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, δύο είναι οι βασικές αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με βάση τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Η πρώτη εντοπίζεται στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα.

Συγκεκριμένα, το 30,1% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2022, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.

Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.

Δεδομένου ότι η εν λόγω επίπτωση παρατηρήθηκε και στις αντίστοιχες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημικής έξαρσης, η συνέχιση της τάσης αυτής αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις διαρθρωτικού προβλήματος.

Μάλιστα, φαίνεται πως πλέον επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δηλώσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%), όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%).

Επιπλέον, σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (11,9%).

Δεν φτάνει το εισόδημα

Η δεύτερη σημαντική επίπτωση σχετίζεται με την επιδείνωση που παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας αναφορικά με την μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (52,4%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 ημέρες (μεσοσταθμικά) και συνδέεται με τις αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής οι οποίες αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους.

Τέλος, πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, ενώ ως καταλληλότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.

Τα βασικά συμπεράσματα

Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών για το 2022 είναι τα εξής:

ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

–       Το 28% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε (27,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021). Για αυτά τα νοικοκυριά ο μέσος όρος μείωσης ανήλθε στο 24,1%.

–       Το 11,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε (9,8% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021). Για αυτά τα νοικοκυριά ο μέσος όρος αύξησης ανήλθε στο 19,5%.

–       Το 60,1% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημα του παρέμεινε σταθερό (62,5% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021).

–       Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλότερων εισοδηματικά νοικοκυριών διευρύνθηκε περαιτέρω.

–       Συγκεκριμένα, το 30,1% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2022, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.

–       Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Η εισοδηματική αυτή κατηγορία νοικοκυριών αποτελεί και τη μοναδική όπου το ισοζύγιο μεταξύ των νοικοκυριών που δήλωσαν μείωση εισοδήματος και εκείνων που δήλωσαν αύξηση είναι θετικό.

–       Σημειώνεται ότι με βάση τα ευρήματα της έρευνας το 82,9% των νοικοκυριών διαβιεί με ετήσιο εισόδημα έως 30.000€, έναντι 8,1% που διαβιεί με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000€.

ΠΗΓΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

–       Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν τη κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα  των ελληνικών νοικοκυριών. Το 44,2% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 44,1% των νοικοκυριών δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 6% δήλωσε ως κύρια πηγή τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

–       Το 35,2% των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. To 23,8% έχει ως άλλη πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 21,9% τη σύνταξη, το 12,6% τα ενοίκια, το 4,2% τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το 1,9% το επίδομα ανεργίας.

ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ – ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ

–       Επιδείνωση παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με την μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

–       Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (52,4%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Για τα νοικοκυριά αυτά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 18 ημέρες.

–       Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα για:

o      το 70,2% των πολυμελών νοικοκυριών (με 5 άτομα και άνω),

o      το 59,9% των νοικοκυριών με 4 άτομα,

o      το 58,8% των νοικοκυριών με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος,

o      το 68% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 10.000 € και

o      το 58,7% των νοικοκυριών με εισόδημα από 10.001 έως 18.000 €.

–       Σε σχέση με τη κύρια πηγή εισοδήματος σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 55,6% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα και ακολουθούν το 49,1% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 36,3% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

–       Σταθερά συντριπτικό και μάλιστα αυξημένο παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να αποταμιεύσουν. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (85,3%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.

ΒΙΟΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ

–       Το 11,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που καταδεικνύει πως ένα υψηλό ποσοστό νοικοκυριών διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.

–       Σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δήλωσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%) όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%).

–       Από την άλλη μεριά. το 24,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα καταφέρνει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, ποσοστό που είναι σημαντικά μειωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τα έτη 2021, 2020 και 2019. Τέλος, μόλις το 6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι ζει άνετα.

–       Σε εισοδηματική επισφάλεια συνεχίζει να βρίσκεται ένα σταθερά υψηλό ποσοστό νοικοκυριών, το οποίο είναι μάλιστα και αυξημένο σε σχέση με τα τρία προηγούμενα έτη.

–       Συγκεκριμένα, στο ενδεχόμενο ενός έκτακτου αλλά απολύτως αναγκαίου εξόδου της τάξης των 500€, το 18,7%  δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ενώ το 40,5% θα κάλυπτε αυτήν τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

–       Υψηλότερο σε σχέση με την έρευνα του 2021 είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσε ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία).

–       Συγκεκριμένα, το 20,9% δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο έναντι του 16,8% που ήταν στην έρευνα του 2021. Το προαναφερόμενο ποσοστό (20,9%) επιμερίζεται σε 9,9% του οποίου οι  ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν έχουν ρυθμιστεί (8,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021), και σε 11% του οποίου οι οφειλές είναι ρυθμισμένες (8,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021).

–       Το 7,9% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 8,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες τραπεζικές υποχρεώσεις το 2023.

–       Πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (84,4%) διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έναντι του 15,3% των νοικοκυριών που πληρώνει ενοίκιο.

–       Από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι το 21,3% έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο (21% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021). Από τα νοικοκυριά αυτά το 18,7% (16,5% το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2021) καταβάλλει τις δόσεις του δανείου συχνά με κάποια καθυστέρηση, ενώ το 8,5% (6% το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2021) έχει καθυστερημένες οφειλές για περισσότερο από 3 μήνες.

–       Επιδεινωμένη είναι η εικόνα σε σχέση με την έρευνα του 2021 και ως προς τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών αναφορικά με τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανειακών τους υποχρεώσεων το 2023. Συγκεκριμένα, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι και έχουν στεγαστικό δάνειο, το 21,5% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει ή μάλλον δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις.

–       Αυξημένος σε σχέση με το 2021 είναι ο φόβος των νοικοκυριών ότι μπορεί να απολέσουν το σπίτι τους λόγω οφειλών. Ειδικότερα, το 14,4% (11,3% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021) των νοικοκυριών εξέφρασε τον φόβο απώλειας του ακινήτου του λόγω αδυναμίας πληρωμής των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες ή το Δημόσιο.

–       Τέλος, το 3,8% των νοικοκυριών δήλωσε πως το 2022 υπέστη δέσμευση ή κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών, ποσοστό πολλαπλάσιο σε σχέση με το 2021 που ήταν 0,8%.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΕΣ

–       Περίπου 4 στα 10 νοικοκυριά (39,5%) περιόρισαν τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κ.λπ.). Το 37,9% περιόρισε τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση, ενώ το 35,6% των νοικοκυριών ξόδεψε λιγότερα για ταξίδια.

–       Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών. Ειδικότερα, το 73,7% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού, το 64,8% για είδη διατροφής, το 60,7% για θέρμανση και το 51% για μετακινήσεις.

–       Πάνω από 1 στα 3 (36,3%) νοικοκυριά καθυστερεί να αναζητήσει την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, 1 στα 4 (25,6%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα και το 18,8% καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης.

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ 2023

–       Ιδιαίτερα αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2023.

–       Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι το 2023 θα χειροτερέψει η οικονομική τους κατάσταση, έναντι μόλις του 15,4% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και  του 29,3% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.

–       Η απαισιοδοξία που εκδηλώνουν τα νοικοκυριά ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες το 56,7% απάντησε «πολύ», το 28,4% «λίγο», ενώ το 14,8% απάντησε πως δεν το έχει επηρεάσει.

–       Οι αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στην βενζίνη (28,5%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (23,2%).

ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ – ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

–       Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.

–       Το 41,5% των νοικοκυριών αγοράζει προϊόντα από το καλάθι του νοικοκυριού έναντι του 52% που δεν το αξιοποιεί.

–       Το 61,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν έχει ή μάλλον δεν έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, έναντι του 33% που δήλωσε ότι έχει ή μάλλον έχει συμβάλει.

–       Τέλος, ιδιαιτέρως αρνητικά αξιολόγησαν τα νοικοκυριά κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας γενικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.

–       Ειδικότερα το 47,3% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 23,4% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 17,9% και το 7,9% αξιολόγησαν τα μέτρα ως μάλλον επαρκή και επαρκή αντίστοιχα.

Πηγή ΟΤ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.