Τι θα γίνει με τις μέδουσες;

Για μία ακόμα φορά εφέτος το «αυλάκι» που χωρίζει τη Στερεά Ελλάδα από την Πελοπόννησο ετοιμάζεται να δεχθεί την επέλαση των μεδουσών.

Για μία ακόμα φορά εφέτος το «αυλάκι» που χωρίζει τη Στερεά Ελλάδα από την Πελοπόννησο ετοιμάζεται να δεχθεί την επέλαση των μεδουσών. Οσοι έτυχε να βρεθούν σε κάποια από τις παραλίες του τα τελευταία δύο χρόνια θα έχουν μάλλον ακούσει για αυτήν, ενδεχομένως ορισμένοι να έχουν βιώσει την κατάσταση από πρώτο χέρι και να έχουν δει τα τεράστια σμήνη από τσούχτρες που έχουν εξελιχθεί σε εφιάλτη για τους λουομένους, τους επαγγελματίες του τουρισμού και τους ψαράδες της περιοχής. Δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, ο εφιάλτης θα συνεχιστεί και αυτό το καλοκαίρι. Παρά το γεγονός ότι ακόμη είναι σχετικά νωρίς για «σίγουρες» προβλέψεις, οι οιωνοί δεν είναι καθόλου ευχάριστοι.
Ολοι οι ειδικοί με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή μάς είπαν ότι αναμένουν έξαρση του φαινομένου τους επόμενους μήνες. Σύμφωνα δε με το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Λουτρακίου μεγάλα σμήνη έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους σε ορισμένα σημεία, παρουσιάζοντας μάλιστα μια διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν: ενώ τις προηγούμενες χρονιές η παρουσία των μεδουσών ήταν εστιασμένη κυρίως στη νότια πλευρά του Κορινθιακού Κόλπου με αρκετές εξάρσεις και στον νότιο Πατραϊκό, την προηγούμενη εβδομάδα τα νερά στον νότιο Κορινθιακό και στο Λουτράκι ήταν σχετικά απαλλαγμένα, ενώ οι τσούχτρες φάνηκαν να προτιμούν τον βόρειο Πατραϊκό, με αναφορές για εμφανίσεις τους ακόμα και στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, στη Ναύπακτο και στα ανοιχτά του Μεσολογγίου. Η εικόνα αυτή βέβαια, όπως μας τόνισαν από το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο, μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με το πώς αλλάζει η κατεύθυνση των ανέμων.

Παγκόσμιο πρόβλημα

Η αύξηση των πληθυσμών των μεδουσών δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» του Κορινθιακού και του Πατραϊκού Κόλπου. Αποτελεί μεγάλο πρόβλημα σε παγκόσμιο αλλά και σε μεσογειακό επίπεδο. Σε πλανητική κλίμακα κατά κοινή αποδοχή δύο βασικοί παράγοντες που δρουν υπέρ της είναι η κλιματική αλλαγή και η υπεραλίευση. Η άνοδος της θερμοκρασίας των νερών και άλλοι μετεωρολογικοί παράγοντες, όπως, π.χ., οι ζεστοί και ξηροί χειμώνες, ευνοούν τον πολλαπλασιασμό των μεδουσών, ενώ η ελάττωση της παρουσίας των μεγάλων ψαριών –των μεγάλων θηρευτών –τους αφήνει χώρο για να εξαπλωθούν. Παρ’ όλα αυτά οι ακριβείς μηχανισμοί των πληθυσμιακών εξάρσεών τους δεν είναι γνωστοί σε όλες τις λεπτομέρειές τους, ενώ παράλληλα κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές της, οι οποίες επηρεάζουν και αυτές σε μεγάλο βαθμό.
Ενα βασικό ζήτημα με τον Κορινθιακό Κόλπο, ο οποίος από το 2017 έχει ενταχθεί πλήρως στο δίκτυο Natura, είναι ότι από επιστημονικής απόψεως αποτελεί μια αχαρτογράφητη περιοχή: είναι μια από τις ελάχιστες περιοχές στην Ελλάδα για τις οποίες δεν υπάρχει καμία συνολική μελέτη. Η απουσία μιας ολιστικής ερευνητικής προσέγγισης του περιβάλλοντος στον Κόλπο αποτελεί έναν βασικό λόγο για τον οποίο οι επιστήμονες δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να ερμηνεύσουν το φαινόμενο και να προτείνουν μέτρα για την αντιμετώπισή του. Εδώ και δύο χρόνια, αφότου προέκυψαν αυτές οι εξάρσεις, οι Αρχές εξετάζουν την ανάθεση μιας συνολικής επιστημονικής μελέτης για όλη την περιοχή, αλλά ως τώρα δεν έχει ληφθεί σχετική απόφαση. Ισως αυτό να αλλάξει το αμέσως επόμενο διάστημα, καθώς το υπουργείο Ναυτιλίας έχει δεσμευθεί ότι θα δώσει επιτέλους το «πράσινο φως».

Μόνιμες αποικίες

Ελλείψει μιας σαφούς εικόνας για τον Κορινθιακό Κόλπο και το οικοσύστημά του, στην παρούσα φάση οι επιστήμονες μπορούν να κάνουν μόνο υποθέσεις –με βάση τις γνώσεις τους από τη θεωρία και την εμπειρία από τα όσα έχουν παρατηρηθεί σε άλλες περιοχές –χωρίς να είναι σε θέση να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα. Ο Επαμεινώνδας Χρήστου, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) ο οποίος ειδικεύεται στη μελέτη των μεδουσών, θεωρεί εξαιρετικά πιθανό ότι οι πληθυσμοί των μεδουσών που βλέπουμε να παρουσιάζουν εξάρσεις τα τελευταία χρόνια πέρασαν από το Ιόνιο και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στον Κορινθιακό. Καθώς κολυμπούν περιορισμένα –κατά κύριο λόγο άγονται και φέρονται από τα θαλάσσια ρεύματα, ιδιαίτερα τα ανεμογενή -, εκτιμά ότι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες οι μέδουσες μεταφέρονται από εκεί και στον Πατραϊκό Κόλπο, ο οποίος είναι απλώς «αποδέκτης» των πληθυσμών τους.
Ενας παράγοντας ο οποίος συνηγορεί υπέρ αυτής της εκτίμησης είναι ότι το είδος που εμφανίζει αυτές τις μεγάλες εξάρσεις είναι η Pelagia noctiluca ή «μοβ τσούχτρα», η μέδουσα με το πλέον επώδυνο τσίμπημα που μπορούμε να συναντήσουμε στις ελληνικές θάλασσες. Οι μέδουσες αυτού του είδους ζουν σε μεγάλα βάθη –φθάνουν στα 500-600 και μερικές φορές στα 800 μέτρα –και τέτοια βάθη υπάρχουν στον Κορινθιακό. «Η γεωμορφολογία του Κορινθιακού είναι τέτοια που ευνοεί την παρουσία των μεδουσών» λέει ο κ. Χρήστου στο «Βήμα». «Κατ’ αρχάς είναι ένας κλειστός κόλπος, οπότε λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο σαν «παγίδα», καθώς δεν υπάρχει ευρεία έξοδος διαφυγής. Και επίσης διαθέτει τα μεγάλα βάθη στα οποία ζει η Pelagia noctiluca. Οπότε είναι πολύ πιθανό να ζει ένας πληθυσμός εκεί πέρα. Οπως έχουν δείξει μελέτες σε πανμεσογειακό επίπεδο, οι πληθυσμοί του συγκεκριμένου είδους ακολουθούν υπερδεκαετείς κύκλους με περίοδο έξαρσης δύο με τρία χρόνια, οπότε μέχρι στιγμής η παρουσία των μεδουσών θα μπορούσε να εντάσσεται σε αυτό το σενάριο». Πριν από 12 χρόνια, το 2004-2006 όπως επισημαίνει ο επιστήμονας, υπήρχε και πάλι έξαρση των μεδουσών στην περιοχή, αλλά όχι σε τόσο μεγάλη έκταση. «Εφέτος είναι ο τρίτος χρόνος παρουσίας τους, κάτι το οποίο αφήνει ανοιχτό το παραπάνω σενάριο» προσθέτει.

Κορινθιακές ιδιαιτερότητες

Οσον αφορά την «ποσοτική ανάλυση» του φαινομένου –το γιατί δηλαδή αυτές οι τελευταίες εξάρσεις έχουν τόσο μεγάλη έκταση, φθάνοντας να αποτελούν μάλλον το εντονότερο φαινόμενο που έχει καταγραφεί στις ελληνικές θάλασσες -, θα πρέπει και πάλι να αρκεστούμε σε υποθέσεις. Η κλιματική αλλαγή και η υπεραλίευση θεωρούνται σε παγκόσμιο επίπεδο οι δύο σημαντικότεροι παράγοντες, όμως ένας παράγοντας ο οποίος έχει παρατηρηθεί ότι φαίνεται να ευνοεί τις πληθυσμιακές εξάρσεις της Pelagia noctiluca σε τοπικό επίπεδο είναι οι απότομες κλίσεις του βυθού –κάτι το οποίο επίσης υπάρχει στον Κορινθιακό. Οπως αναφέρει ο κ. Χρήστου, μελέτες που έγιναν πρόσφατα στην Ισπανία έδειξαν ότι οι πληθυσμοί της μοβ τσούχτρας ήταν αυξημένοι σε παραλίες οι οποίες βρίσκονται δίπλα σε θαλάσσιες χαράδρες. «Τα μεγάλα βάθη και οι μεγάλες κλίσεις διευκολύνουν την κάθετη μετακίνηση των οργανισμών μέσα από τη δημιουργία κάθετων ρευμάτων» τονίζει ο ερευνητής.
Στο πλαίσιο των κυκλικών εμφανίσεων και με δεδομένο ότι εφέτος βρισκόμαστε στην τρίτη χρονιά έξαρσης του φαινομένου, μπορούμε να περιμένουμε ότι του χρόνου οι μέδουσες θα μειωθούν στα νερά του Κορινθιακού; «Αν ακολουθούν τους υπερδεκαετείς κύκλους, του χρόνου θα μπορούσε και να υπάρχουν από ελάχιστες ως καθόλου μέδουσες στις παραλίες του Κορινθιακού» απαντά ο ερευνητής. «Ομως αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι αλλοίωση μπορεί να έχουν υποστεί αυτοί οι κύκλοι από την κλιματική αλλαγή, με τη θερμοκρασία του νερού να ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο. Επιπλέον η οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι επικίνδυνη επειδή δεν έχουμε καθόλου στοιχεία για τον Κορινθιακό».
Προκειμένου να εξεταστεί ο παράγοντας της υπεραλίευσης, πριν από κάποιους μήνες η διερεύνηση της υγείας των ιχθυοαποθεμάτων του Κορινθιακού ανατέθηκε με εισαγγελική παραγγελία στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ. Εδώ τα πράγματα σκόνταψαν στον σκόπελο της έλλειψης στοιχείων από το Εθνικό Πρόγραμμα Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων (ΕΠΣΑΔ). Οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ που διεξήγαγαν τη μελέτη χρησιμοποίησαν όσα δεδομένα ήταν διαθέσιμα από το ΕΠΣΑΔ, από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, καθώς και από άλλες πηγές προκειμένου να εξαγάγουν τους σχετικούς δείκτες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους, στον Κορινθιακό Κόλπο δεν φάνηκε να υπάρχει επιδείνωση της κατάστασης των αλιευτικών αποθεμάτων από το 1990 ως σήμερα, όμως προειδοποιούν ότι για να υπάρξουν σαφή συμπεράσματα το ζήτημα χρήζει περαιτέρω, συστηματικής έρευνας. Αυτό γιατί τα δεδομένα από την παράκτια αλιεία πάσχουν από σημαντικές ελλείψεις, ενώ από την ερασιτεχνική απουσιάζουν εντελώς –κάτι το οποίο «θολώνει τα νερά», καθώς και οι δύο αυτές δραστηριότητες αποτελούν σημαντικό παράγοντα πίεσης των αλιευτικών αποθεμάτων.

Δίχτυα προστασίας

Στην παρούσα φάση ουσιαστικής άγνοιας ως προς την κατάσταση που επικρατεί στον Κορινθιακό οι μόνες ενέργειες που μπορούν να γίνουν για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μεδουσών είναι η λήψη βραχυπρόθεσμων μέτρων. Και εδώ όμως υπάρχουν περιορισμοί και ο πανταχού παρών σκόπελος της έλλειψης στοιχείων. Μια λύση η οποία ετοιμάζεται να εφαρμοστεί στο αμέσως επόμενο διάστημα είναι τα πλωτά δίχτυα που «κλείνουν» ένα κομμάτι της παραλίας ώστε οι λουόμενοι να μπορούν να κολυμπούν με ασφάλεια στο εσωτερικό τους. Τα δίχτυα αυτά, τα οποία δεν έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και το περιβάλλον, έχουν υιοθετηθεί με αρκετή επιτυχία σε άλλες ακτές της Μεσογείου –π.χ. στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Γαλλία ή στην Τυνησία –αλλά συνοδεύονται από κάποια «μειονεκτήματα», ορισμένα εκ των οποίων γίνονται πιο έντονα στον Κορινθιακό.
Κατ’ αρχάς για να παράσχουν προστασία θα πρέπει να κλείνουν τη θαλάσσια περιοχή από όλες τις πλευρές –σε σχήμα Π ως έξω, στην παραλία -, από την επιφάνεια του νερού ως τον πυθμένα. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιούνται συνήθως σε ρηχές και ομαλές ακτές, όπου δεν χρειάζεται να βυθιστούν σε μεγάλα βάθη (συνήθως φθάνουν μέχρι τα 2-3 μέτρα), όχι μόνο εξαιτίας του αυξημένου κόστους που απαιτεί μια τέτοια εγκατάσταση σε πιο βαθιά νερά αλλά κυρίως λόγω του ότι οι συνθήκες εκεί δυσκολεύουν και τα δίχτυα συχνά δεν μπορούν να τις αντέξουν. Στον Κορινθιακό ωστόσο υπάρχουν, όπως προαναφέραμε, μεγάλα βάθη, τα οποία μάλιστα ξεκινούν απότομα πολύ κοντά στις ακτές. Ως αποτέλεσμα πολλές παραλίες δεν ενδείκνυνται καθόλου για ένα τέτοιο εγχείρημα, ενώ ακόμα και σε αυτές που κρίνονται κατάλληλες τα πλωτά δίχτυα θα πρέπει να τοποθετηθούν αρκετά «έξω», με αποτέλεσμα οι προστατευμένοι χώροι που θα δημιουργηθούν να έχουν αναγκαστικά μικρή έκταση.
Επίσης, λόγω των έντονων καιρικών συνθηκών που επικρατούν συχνά στην περιοχή, τα δίχτυα που θα τοποθετηθούν θα είναι περισσότερο επιρρεπή σε ζημιές και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις να επιβάλλεται ακόμη και η αφαίρεσή τους όταν ο καιρός αγριεύει. Παρ’ όλα αυτά, αν τοποθετηθούν σωστά και αν υπάρχει διαρκής έλεγχος της κατάστασής τους, μπορούν να λειτουργήσουν. Οι ακτές της νοτιοανατολικής πλευράς του Κόλπου προσφέρονται περισσότερο για μια τέτοια εγκατάσταση και ο Δήμος Λουτρακίου έχει ήδη λάβει την απόφαση να τα υιοθετήσει σε κάποιες παραλίες (αυτή τη στιγμή η διαδικασία βρίσκεται στη φάση της προετοιμασίας της προκήρυξης του διαγωνισμού). Πλωτά δίχτυα μπορούν επίσης να τοποθετηθούν και από οποιονδήποτε ιδιώτη είναι διατεθειμένος να αναλάβει ένα τέτοιο έξοδο, αφού προηγουμένως φροντίσει να εξασφαλίσει σχετική άδεια από τις λιμενικές αρχές.

Συλλογή και εξαγωγή!

Αλλα βραχυπρόθεσμα μέτρα τα οποία μπορούν να προσφέρουν έναν βαθμό ανακούφισης είναι η συλλογή –κοινώς το ψάρεμα –των μεδουσών ή η πολτοποίησή τους από ειδικά αυτόνομα σκάφη. Το ψάρεμα εφαρμόζεται εκτεταμένα στην Ιαπωνία –όπου οι μέδουσες αποτελούν εκτός των άλλων εκλεκτό έδεσμα -, ενώ η πολτοποίηση από ρομπότ αποτελεί «ευρεσιτεχνία» της Νότιας Κορέας. Θεωρητικά και οι δύο μέθοδοι θα μπορούσαν ενδεχομένως και υπό συνθήκες να εφαρμοστούν στον Κορινθιακό, αλλά όχι χωρίς να έχουν προηγηθεί μελέτη, οργάνωση και απόφαση για τη διάθεση αρκετά υψηλών κονδυλίων.
Ακόμα και στην περίπτωση της απλής συλλογής, που ακούγεται εύκολη, ανακύπτουν σημαντικά ζητήματα, τα οποία χρειάζονται προετοιμασία και σχεδιασμό. «Ο Κορινθιακός είναι τεράστιος, δεν ξέρω κατά πόσον κάτι τέτοιο θα είχε πραγματικά αποτέλεσμα» λέει στο «Βήμα» ο Αλέξης Ράμφος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Τεχνολογίας Αλιείας – Υδατοκαλλιεργειών του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, ο οποίος έκανε μια σχετική παρουσίαση σε ενημερωτική ημερίδα που διοργάνωσε πρόσφατα η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. «Ακόμα και αν πούμε ότι ασχολούμαστε μόνο με τις περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα σμήνη, τίθενται πολύ σοβαρά ζητήματα, αφενός όσον αφορά τον όγκο και το βάθος του νερού μέσα στον οποίο θα πρέπει να τις συλλέξουμε, και αφετέρου ως προς το πώς θα τις διαχειριστούμε αφού τις συλλέξουμε». Ως ζωντανοί οργανισμοί, οι «ψαρεμένες» μέδουσες –εφόσον είναι μάλλον δύσκολο να… τις εξαγάγουμε μαζικά για μεζεδάκια στην Ιαπωνία –απαιτούν υγειονομική διαχείριση σε κατάλληλες εγκαταστάσεις οι οποίες ακόμα και αν υπάρχουν δεν επαρκούν στην περιοχή.

Σωστή ενημέρωση

Για τον κ. Ράμφο εκείνο το οποίο πρέπει να γίνει άμεσα είναι μια προσπάθεια προστασίας του κοινού μέσω της ενημέρωσης. Κάτι τέτοιο για να λειτουργήσει σωστά απαιτεί επίσης οργάνωση και πόρους, όμως κατά τη γνώμη του έστω και μερικές πρώτες ενέργειες «εκ των ενόντων» μπορούν να έχουν κάποια αποτελέσματα. «Πέρυσι στο Νοσοκομείο του Ρίου η Δερματολογική Κλινική, η οποία δέχεται ελάχιστα περιστατικά όλον τον χρόνο, είχε ξαφνικά τους καλοκαιρινούς μήνες 30 και 40 ασθενείς την ημέρα» αναφέρει. «Ο κόσμος δεν ήταν καθόλου ενημερωμένος ούτε για το τι πρέπει να κάνει σε περίπτωση τσιμπήματος ούτε για το πού υπήρχαν μέδουσες ώστε να αποφεύγει αυτές τις παραλίες». Ως προς το δεύτερο, όπως παραδέχεται, η ενημέρωση είναι δύσκολο να οργανωθεί, γιατί η κατάσταση αλλάζει καθημερινά ανάλογα με τον καιρό –«τη μια μέρα είχε μέδουσες στον Ψαθόπυργο και ήταν καθαρό το Ρίο, ενώ την άλλη συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο» λέει χαρακτηριστικά. Με ένα πνεύμα συνεργασίας και… ιδιωτικής πρωτοβουλίας ωστόσο τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν κάπως. «Στις οργανωμένες παραλίες και εκεί όπου υπάρχουν εστιατόρια ή ξενοδοχεία οι ναυαγοσώστες και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αποτρέπουν τους λουομένους να κολυμπήσουν εάν υπάρχουν μέδουσες και να διαθέτουν τα απαραίτητα για τις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση τσιμπήματος» τονίζει.
Κάτι ανάλογο θα πρέπει να κάνει και το κοινό –δηλαδή εμείς. Κατ’ αρχάς, όπως συμβουλεύει ο καθηγητής, αν δούμε τσούχτρες στη θάλασσα, θα πρέπει αμέσως να ενημερώσουμε και τους άλλους λουομένους που βρίσκονται στην παραλία. Αν φθάνοντας στην πλαζ δεν ξέρουμε αν υπάρχουν μέδουσες, καλό είναι να ρωτήσουμε όσους βρίσκονται ήδη εκεί ή, σε αντίθετη περίπτωση, να κάνουμε μια… διστακτική αναγνωριστική βουτιά, κατά προτίμηση με μάσκα. Οπως είναι ευνόητο, αν υπάρχουν τσούχτρες, δεν μπαίνουμε στο νερό. Και, απαραίτητη συνθήκη προτού καν ξεκινήσουμε για τη θάλασσα, έχουμε φροντίσει να ενημερωθούμε ως προς το ποιες είναι οι πρώτες βοήθειες σε περίπτωση τσιμπήματος (οι οποίες διαφοροποιούνται μερικώς ανάλογα με το είδος της μέδουσας). Για την ενημέρωση αυτή, δεν λαμβάνουμε υπόψη τις «σκόρπιες» πληροφορίες στο Διαδίκτυο αλλά τις ανακοινώσεις επίσημων φορέων. Ο Ιατρικός Σύλλογος Πατρών έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα οδηγίες για το τσίμπημα της Pelagia noctiluca, ενώ μια αξιόπιστη πηγή για όλες τις τσούχτρες της Μεσογείου –συμπεριλαμβανομένων των «ελληνικών» –είναι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα jellyrisk.eu.

Για το τσίμπημα της μοβ τσούχτρας (Pelagia noctiluca)

Οι μέδουσες δεν τσιμπάνε με κεντρί, όπως π.χ. οι μέλισσες: έχουν στα πλοκάμια τους κνιδοκύτταρα, τα οποία ερχόμενα σε επαφή με το δέρμα απελευθερώνουν κνιδοκύστεις, οι οποίες περιέχουν μια τοξίνη που προκαλεί κνησμό. Από τα είδη τα οποία συναντάμε στα ελληνικά νερά η μοβ τσούχτρα (Pelagia noctiluca) έχει το πιο επώδυνο τσίμπημα και είναι αυτή που έχει κατακλύσει τα τελευταία χρόνια τον Κορινθιακό και τον Πατραϊκό Κόλπο. Αν γνωρίσετε το οδυνηρό άγγιγμά της, τα πρώτα βήματα αντιμετώπισης σύμφωνα με τις οδηγίες του ευρωπαϊκού προγράμματος Jellyrisk και του Ιατρικού Συλλόγου Πατρών είναι τα εξής:

Μη χρησιμοποιήσετε γλυκό νερό, ξίδι, οινόπνευμα, αμμωνία ή επίδεσμο. Το ξίδι π.χ. μπορεί να ενδείκνυται για το τσίμπημα άλλων ειδών μεδουσών, αλλά όχι για της μοβ τσούχτρας. Το γλυκό νερό, εξαιτίας της υποωσμωτικότητας, ευνοεί τη ρήξη των κνιδοκύστεων απελευθερώνοντας περισσότερη τοξίνη, ενώ ανάλογα αποτελέσματα έχει και η πίεση που ασκείται από τον επίδεσμο.
Ξεπλύνετε προσεκτικά την ερεθισμένη περιοχή με θαλασσινό νερό χωρίς να τρίψετε.
Φροντίστε να έχετε μαζί μαγειρική σόδα. Φτιάξτε ένα διάλυμα ένα προς ένα (50%-50%) με σόδα και θαλασσινό νερό και εφαρμόστε το για δύο ως πέντε λεπτά στο δέρμα ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω απελευθέρωση τοξίνης από τυχόν υπολείμματα πλοκαμιών.
Με λαβίδα, μαχαίρι ή πλαστική κάρτα – π.χ. πιστωτική – αφαιρέστε τα υπολείμματα πλοκαμιών. Αν το κάνετε με το χέρι, φορέστε ελαστικά γάντια – η επαφή με την ερεθισμένη περιοχή με γυμνό δέρμα πρέπει να αποφεύγεται.
Βάλτε πάγο (παγοκύστεις ή παγάκια τυλιγμένα σε πετσέτα ή άλλο ύφασμα) για 10-15 λεπτά. Αρχικά μπορεί να σας «τσούξει» περισσότερο, όμως σύντομα θα σας ανακουφίσει. Επαναλάβετε την εφαρμογή αν ο πόνος δεν υποχωρεί.
Αν εμφανιστεί ήπια και εντοπισμένη δερματική αντίδραση, εφαρμόστε τοπικά μια κορτιζονούχο κρέμα.
Αν ωστόσο εμφανιστεί μέτρια ή σοβαρή δερματική βλάβη ή εκτεταμένο εξάνθημα, όπως και αν νιώσετε βράχνιασμα, δυσφορία, δύσπνοια ή άλλες ενδείξεις αλλεργικής αντίδρασης, αναζητήστε ιατρική φροντίδα.

Υπεραλίευση και υπερπληθυσμοί μεδουσών

Ο λόγος για τον οποίο η υπεραλίευση αποτελεί έναν από τους παράγοντες που θεωρείται ότι ευθύνονται για τον πολλαπλασιασμό των πληθυσμών των μεδουσών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι τόσο το ότι οι μέδουσες αυξάνονται και πληθύνονται επειδή δεν υπάρχουν τόσο πολλά ψάρια για να τις φάνε. Η κύρια αιτία είναι ότι η διαταραχή του τροφικού πλέγματος με την εξαφάνιση των μεγάλων θηρευτών, μέσω διαφόρων μηχανισμών, τους επιτρέπει να εκμεταλλευθούν τις καινούργιες συνθήκες για να εξασφαλίσουν την «άνθησή» τους.

Αν και δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί εμπειρικά, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις κανένα ψάρι – ούτε καν αυτά που τρέφονται με πλαγκτόν – δεν προτιμά τις μέδουσες για τη διατροφή του. «Οταν κάνουμε ανάλυση στομαχικού περιεχομένου για να δούμε τι τρώνε τα ψάρια, είναι πολύ δύσκολο να τις δούμε. Επειδή έχουν αυτή την υδαρή, ζελατινώδη σύσταση – αποτελούνται κατά 95% από νερό –, χωνεύονται πολύ γρήγορα, ενώ επίσης δεν έχουν σκελετικά στοιχεία ώστε να βρούμε υπολείμματα στο στομάχι» λέει στο «Βήμα» η Παρασκευή Καραχλέ, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ. «Μέχρι τώρα έρευνες που έχουν γίνει καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κάποια είδη ψαριών, όπως, π.χ., οι κολιοί και τα σκουμπριά, μπορεί να συμπεριλάβουν μέδουσες στη διατροφή τους, χωρίς όμως αυτές να αποτελούν το κύριο στοιχείο της. Δεν στοχεύουν δηλαδή σε αυτές».
Παρά τις φήμες περί του αντιθέτου, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία ούτε τα μεγάλα πελαγικά ψάρια, όπως, π.χ., ο τόνος, τρώνε μέδουσες κατά κύριο λόγο. Οπως ισχύει και για τα μικρά, αν τις φάνε, αυτό θα συμβεί περιστασιακά, μόνο σε κάποιες περιπτώσεις και είδη ψαριών, και ελλείψει άλλης τροφής, καθώς, από τη στιγμή που στην ουσία αποτελούν «συσκευασμένο νερό», οι μέδουσες έχουν πολύ χαμηλή διατροφική αξία. «Εχει επίσης ακουστεί ότι τα δελφίνια τρώνε μέδουσες, όμως ούτε αυτό είναι αλήθεια» τονίζει η ερευνήτρια. «Εκείνο το οποίο έχει παρατηρηθεί είναι θαλάσσιες χελώνες να τρέφονται με μέδουσες κοντά στις ακτές».
Το πρόβλημα για τα ιχθυοαποθέματα – και κατ’ επέκταση για την αλιεία – είναι ότι οι μέδουσες, οι οποίες ανήκουν στο πλαγκτόν και τρέφονται με άλλους ζωοπλαγκτικούς οργανισμούς, ανταγωνίζονται τα ψάρια με δύο τρόπους, στερώντας τους τόσο την τροφή όσο και τους απογόνους τους. «Επειδή ακριβώς τρέφονται με ζωοπλαγκτόν, δρουν κατ’ αρχάς ανταγωνιστικά ως προς την τροφή» εξηγεί η θαλάσσια βιολόγος. «Δηλαδή αν μια μέδουσα τρώει, π.χ., κωπήποδα και ένας γαύρος τρώει επίσης κωπήποδα, ανταγωνίζονται η μέδουσα με τον γαύρο για τα κωπήποδα ως πηγή τροφής. Επίσης οι μέδουσες τρώνε τα αβγά και τις προνύμφες των ψαριών, καθώς αποτελούν και αυτά κομμάτι του ζωοπλαγκτού».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.