Ξεπλένοντας Ναζί

Μεταξύ των Ναζί στα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν δημοφιλής ο όρος «Persilscheine».

Ερικ Λίχτμπλαου
Οι Ναζί της διπλανής πόρτας. Πώς η Αμερική έγινε ο ασφαλής παράδεισος των χιτλερικών

Μτφρ. Αριάδνη Λουκάκου.
Εκδόσεις Ποταμός, 2016
σελ. 448, τιμή 20 ευρώ
Μεταξύ των Ναζί στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν δημοφιλής ο όρος «Persilscheine». Με πρώτο συνθετικό τη μάρκα του πασίγνωστου απορρυπαντικού της γερμανικής εταιρείας Henkel, όριζε τα έγγραφα εκείνα –βιογραφικά, συστάσεις, συστατικές επιστολές –που θα εκκαθάριζαν το λερωμένο παρελθόν κάποιου στελέχους του καθεστώτος και θα το απέδιδαν στη μεταπολεμική κοινωνία λευκό σαν φρέσκια μπουγάδα. Τα προγράμματα του ξεπλύματος ήταν αρκετά. Η διαφυγή στη Νότια Αμερική με άλλη ταυτότητα και προσωπικότητα, όπως έγινε με τον Αντολφ Αϊχμαν, τον αρχιτέκτονα της επιμελητείας του Ολοκαυτώματος. Η συνεννόηση με τους Συμμάχους για στρατιωτικές παραχωρήσεις, όπως στην περίπτωση του Καρλ Βολφ, στρατηγού των SS που αντάλλαξε έπειτα από διαπραγματεύσεις με τον αμερικανό επικεφαλής κλιμακίου κατασκοπείας και μετέπειτα αρχηγό της CIA Αλεν Ντάλες την πρόωρη παράδοση των μονάδων του στην Ιταλία το 1945 με την αποσιώπηση της συμμετοχής σε ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα πολέμου και τον απρόσκοπτο μεταπολεμικό βίο του στη Γερμανία. Η συνεργασία με τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ σε αντισοβιετικά δίκτυα της ψυχροπολεμικής Ευρώπης, δείγμα των οποίων αποτελεί η πολιτεία του «χασάπη της Λυών» Κλάους Μπάρμπι στη Βαυαρία των αρχών της δεκαετίας του ’50. Τέλος, η μετεγκατάσταση στις ΗΠΑ, όπου επιστήμονες, ερευνητές, διοικητικοί υπάλληλοι και πρώην κατάσκοποι απέβησαν αυτό που ο αμερικανός δημοσιογράφος των «New York Times» Ερικ Λίχτμπλαου περιγράφει στο εξαίρετο ομώνυμο βιβλίο του ως «οι Ναζί της διπλανής πόρτας».
Ψάχνοντας Ναζί
Ο Λίχτμπλαου επιστρέφει στη δεκαετία του 1970 αφηγούμενος τις περιστάσεις που οδήγησαν στη συγκρότηση του Γραφείου Ειδικών Ερευνών του υπουργείου Δικαιοσύνης με αντικείμενο τη διερεύνηση της πιθανής παρουσίας εγκληματιών πολέμου στη χώρα. Αποτυπώνει την προσπάθεια ερευνητών όπως ο Τόνι ΝτεΒίτο, δημοσιογράφων όπως οι Τσακ Αλεν και Χάουαρντ Μπλουμ, κυβερνητικών δικηγόρων όπως οι Νιλ Σερ και Ελι Ρόζενμπαουμ να προσαγάγουν δικαστικά και να απελάσουν γερμανούς Ναζί ή δωσίλογους συνεργάτες τους, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον μηχανισμό που με πρόσχημα τις ανάγκες της καταπολέμησης του κομμουνισμού έσπευσε να τους προσφέρει καταφύγιο. Ωστόσο, το κείμενο του Λίχτμπλαου πέρα από την άψογη, ως συνήθως, πλοκή του αμερικανικού δημοσιογραφικού nonfiction, ξεχωρίζει κυρίως για τη σκιαγράφηση των γεγονότων.
Κάποιες από τις περιπτώσεις του Λίχτμπλαου είναι γνωστές –για παράδειγμα, οι περισσότεροι από 1.600 επιστήμονες που βρέθηκαν στις ΗΠΑ μετά το 1947 με σημαντικότερη την ομάδα εκείνων περί τον Βέρνερ φον Μπράουν, πρωτεργατών της κατασκευής των πυραύλων V-2 και εν συνεχεία του αμερικανικού διαστημικού προγράμματος. Λιγότερο γνωστά είναι πρόσωπα μικρότερου βεληνεκούς, οι άνθρωποι που πέρασαν μέσα από τις ρωγμές χάρη στην άμεση ένταξή τους στα αντικομμουνιστικά δίκτυα των μυστικών υπηρεσιών. Σημείο τομής, η έκρηξη του πολέμου της Κορέας το 1950, χρονικό όριο κατά το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής φροντίζουν να πάψουν οι διώξεις κατά των Ναζί στη Δυτική Γερμανία με το σκεπτικό ότι υπό προϋποθέσεις οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό, το παρελθόν μπορεί να ξεχαστεί, να θολώσει ή να διαμορφωθεί κατάλληλα. Ετσι, 4.000 πράκτορες οργανωμένοι σε δίκτυο από τον πρώην Ναζί στρατηγό Ράινχαρντ Γκέλεν συμπεριλάμβαναν «εγκληματίες πολέμου κάθε βαθμίδας» στους οποίους η συνεργασία με τον αμερικανικό στρατό και τη CIA εξασφάλιζε άφεση αμαρτιών.


Οι «μικροεγκληματίες»
Επιεικώς κρινόμενοι ως αναμεμειγμένοι σε «μικρά εγκλήματα πολέμου» αυτοί οι πρώην εθνικοσοσιαλιστές, νυν χρήσιμοι αντικομμουνιστές, ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Τσερίμ, ή καλύτερα «Τομ», Σομπζόκοφ. Γόνος μουσουλμανικής οικογένειας από την περιοχή του Κρασνοντάρ στον Βόρειο Καύκασο, λιποτάκτης από τον ρωσικό στρατό το 1942, τάσσεται με το μέρος των Γερμανών, φεύγει μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μέση Ανατολή και εκεί προσεγγίζεται από τη CIA. Ως δυνητικό μέλος μιας ομάδας διασποράς προπαγάνδας ή και μελλοντικής διείσδυσης στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, λαμβάνει άδεια να μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά του στο Νιου Τζέρσεϊ το 1955. Εκεί αρχικά πλένει αυτοκίνητα προτού προαχθεί σε πωλητή τους. Η δεύτερη δουλειά του, μέλος των μυστικών υπηρεσιών, του αποφέρει μισθό 600 δολαρίων τον μήνα. Στρατολογεί ρώσους εξόριστους στη Μέση Ανατολή και καταδίδει υπόπτους κομμουνιστικών φρονημάτων στις ΗΠΑ. Το 1959 μια εσωτερική έρευνα της CIA απειλεί να αποκαλύψει το σκοτεινό παρελθόν του (συμμετοχή σε διώξεις εβραίων κομμουνιστών και εκτελέσεις υποτιθέμενων αντιστασιακών), πρόκειται όμως τελικά για ζήτημα εμπιστοσύνης, όχι ηθικών διλημμάτων: «Ηταν αποδεκτό να είναι πρώην Ναζί, αρκεί να μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν ένας αξιόπιστος πρώην Ναζί». Καθώς τα στοιχεία που ανακύπτουν ούτε τεκμηριώνονται εύκολα ούτε η CIA επείγεται να τα προσκομίσει στη Δικαιοσύνη ο Σομπζόκοφ διάγει δύο δεκαετίες κοινωνικής ανόδου. Και αν η υπηρεσία τελικώς τον αποδεσμεύει ως δυνητικό βαρίδι το 1960, το FBI τον αποδέχεται ασμένως.
Ως εκ τούτου, ο Σομπζόκοφ αποκτά διασυνδέσεις με την τοπική πολιτική ελίτ, τις αξιοποιεί για να κερδίσει χρήματα και επιρροή, εξελίσσεται σε σημαίνοντα παράγοντα και πάτρωνα άλλων μεταναστών από τον Καύκασο. Με αμοιβή 16.000 δολάρια τον χρόνο, καρπό ένταξης σε ειδική επιτροπή μετεγκατάστασης μεταναστών, αναγνώριση του έργου του από τον Τύπο της περιοχής και έναν γερουσιαστή της Πολιτείας αποτελεί πρότυπο ευυπόληπτου πολίτη: «Το τοπικό συνδικάτο των φορτηγατζήδων τον ονόμασε «επιφανή υπηρέτη όλης της ανθρωπότητας και του έδωσε ένα χρυσό ρολόι επειδή βοήθησε εκατοντάδες μετανάστες να έλθουν στην Αμερική και να βρουν δουλειά»». Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ωστόσο, ο Σομπζόκοφ ερευνάται από τη Δικαιοσύνη. Κερδίζει τη δίκη για τεχνικούς λόγους αλλά πέφτει θύμα βομβιστικής ενέργειας από αγνώστους, πιθανώς μια εξτρεμιστική δεξιά εβραϊκή οργάνωση, το 1985.
«Αμεμπτοι επιστήμονες»
Από αυτή την άποψη η τύχη του Σομπζόκοφ δεν είναι τυπική. Το ίδιο ισχύει και για τον Αρθουρ Ράντολφ, συνεργάτη του Βέρνερ φον Μπράουν και πρώην διευθυντή παραγωγής του εργοστασίου κατασκευής των πυραύλων V-2, όπου δεκάδες χιλιάδες άτομα πέθαναν σε απάνθρωπες συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας, ο οποίος απελάθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στα τέλη της ζωής του. Κατά κανόνα επιχειρηματίες που είχαν διατελέσει ένθερμοι βοηθοί του Αϊχμαν, όπως ο Οτο φον Μπόλσβινγκ ή άμεμπτοι επιστήμονες-ορόσημα της εξερεύνησης του Διαστήματος, όπως ο «πατέρας της διαστημικής ιατρικής» Ουμπέρτους Στρούνγκχολντ, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με απάνθρωπα πειράματα σε κρατουμένους του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Νταχάου, έζησαν μια δεύτερη ζωή ευημερίας. Ο ακριβής αριθμός τους δεν έγινε ποτέ γνωστός. Κυμαίνεται από μερικές εκατοντάδες ως 10.000, αν ισχύει ο υπολογισμός ενός εισαγγελέα του υπουργείου Δικαιοσύνης που παραθέτει ο Λίχτμπλαου. Ναζί, δωσίλογοι, δεσμοφύλακες, δολοφόνοι ή απλοί παριστάμενοι εκπροσωπούν διάφορους βαθμούς συμμετοχής στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και το Ολοκαύτωμα. Ολοι αποτελούν ζωντανή υπόμνηση ότι ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε το καλύτερο απορρυπαντικό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.