Μια παράνομη και αδικαιολόγητη πολιτική

Ελάτε να φανταστούμε έναν κόσμο. Ομορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο. Οπου καμία σκιά δεν υπάρχει ως προς το ευγενές και καλοπροαίρετο της κυβερνητικής πολιτικής

Ελάτε να φανταστούμε έναν κόσμο. Ομορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο. Οπου καμία σκιά δεν υπάρχει ως προς το ευγενές και καλοπροαίρετο της κυβερνητικής πολιτικής για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών. Οπου κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις της κυβέρνησης, ούτε και ανησυχεί ότι η πολιτική της υποκρύπτει σκοπιμότητες, πέραν δεδηλωμένων και καθ’ όλα θεμιτών στόχων προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Ας φανταστούμε μία ουτοπία (ή οργουελική δυστοπία, για όσους από εμάς θεωρούμε σημαντικό τον δημοκρατικό πλουραλισμό και την πολυφωνία) όπου όλοι συμφωνούν με τις πολιτικές στοχεύσεις της κυβέρνησης. Καλή και άγια, λοιπόν –για τις ανάγκες της υπόθεσης εργασίας μας -, η πολιτική της. Είναι όμως και νόμιμη;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Εχει ήδη επισημανθεί και συζητηθεί εκτενώς ότι η πολιτική για το τηλεοπτικό πεδίο είναι αντισυνταγματική (μεταξύ άλλων, διότι η αρμοδιότητα ανήκει στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), αντιβαίνει στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, ιδίως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι άδικα, το βάρος έχει πέσει στην ελευθερία έκφρασης –θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας. Δεν είναι, όμως, το μόνο θεμελιώδες δικαίωμα που πλήττεται. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν, στο ενδεχόμενο κλεισίματος τηλεοπτικών σταθμών, οι ιδιοκτήτες τους προσφύγουν στην ελληνική και διεθνή Δικαιοσύνη και για την προστασία της περιουσίας τους. Το ενδεχόμενο κλείσιμο της επιχείρησής τους θα ισοδυναμεί με έμμεση (creeping) απαλλοτρίωση. Ακόμη και αν αυτή κριθεί ότι εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (όπως διατείνεται η κυβέρνηση) και είναι αναγκαία (σύμφωνη, δηλαδή, με την αρχή της αναλογικότητας), το Ελληνικό Δημόσιο θα οφείλει αποζημίωση. Προσφάτως, η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι τα έσοδα από τις τηλεοπτικές άδειες θα διατεθούν για κοινωνική πολιτική. Θα τη συμβούλευα να μη βιαστεί να τα διαθέσει για τον σκοπό αυτόν. Ας έχει τα χρήματα που θα πληρώσουν οι νέοι «καναλάρχες» διαθέσιμα. Ισως της χρειαστούν για να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες των σταθμών που κλείνει. Σημαντικό όπλο στη νομική τους διεκδίκηση θα είναι ότι, όση αυθαιρεσία και αν χαρακτήριζε το τηλεοπτικό πεδίο στο παρελθόν, το Ελληνικό Δημόσιο αδειοδότησε, προσωρινά μεν, κατ’ επανάληψη δε και επί μακρά σειρά ετών, τα υπάρχοντα τηλεοπτικά κανάλια, δημιουργώντας έτσι προσδοκία δικαιώματος. Τα κράτη έχουν συνέχεια –με ό,τι αυτή νομικά συνεπάγεται…
Φευ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μόνη συνέχεια που χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος είναι ότι αυτό εξακολουθεί να κάνει τα ίδια λάθη, αρνούμενο να διδαχθεί από αυτά. Οταν, στο παρελθόν, ο νομοθέτης (και δη ο συνταγματικός) θέσπισε («κλειδώνοντάς» τον, μάλιστα, στο Σύνταγμα!) τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο», το ασυμβίβαστο, δηλαδή, μεταξύ συμμετοχής σε μέσα ενημέρωσης και επιχειρηματικής δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, εκτέλεσης έργων για το Δημόσιο ή παροχής σε αυτό υπηρεσιών, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποφάνθηκε ότι το ελληνικό Σύνταγμα παραβιάζει το Ενωσιακό Δίκαιο. Παρά το θεμιτό της στόχευσής του (καταπολέμηση της διαπλοκής, άρα προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος), ο «βασικός μέτοχος» κρίθηκε παράνομος επειδή βρέθηκε να ξεπερνά το αναγκαίο μέτρο –προσκρούοντας στην αρχή της αναλογικότητας. Την ίδια ακριβώς θεμελιώδη αρχή, προϋπόθεση για τον περιορισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παραβιάζει η νυν κυβέρνηση με την πολιτική της για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών. Στη δημοκρατία δεν αρκεί ο σκοπός που εξυπηρετεί μια πολιτική να είναι «καλός και αγαθός». Πρέπει, επίσης, τα μέσα επιδίωξής του να είναι πρόσφορα και να μην πλήττουν τα δικαιώματα των πολιτών, πέραν του βαθμού που αυτό είναι αναγκαίο. Να μην είναι, δηλαδή, δυσανάλογα του σκοπού που επιδιώκουν. Επομένως, δεν αρκεί μια κυβέρνηση να προασπίζεται με τις πολιτικές της το δημόσιο συμφέρον –όπως το εννοεί, τέλος πάντων, δεδομένου ότι, ως προς τον προσδιορισμό του, διαθέτει κάποια διακριτική ευχέρεια. Πρέπει, επίσης, να το πράττει με μέσα σύννομα και αποδεκτά σε ένα κράτος δικαίου. Οταν οι συνθήκες αυτές απουσιάζουν, οι πολιτικές ούτε νόμιμες είναι, ούτε και δικαιολογημένες στο όνομα του (οποιοδήποτε) δημοσίου συμφέροντος τυχόν εξυπηρετούν.
Αυτό, βέβαια, είναι μεγάλο κρίμα. Οχι μόνο γιατί το κράτος παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές, κανόνες και ελευθερίες. Ούτε, ίσως, διότι είναι λιγότερο δημοκρατικό απ’ ό,τι αξιώνει (με την κάθε λέξη του, όπως θα έλεγε κάποιος που θα επιθυμούσε να δώσει τόνο δραματικό στον λόγο του) το Σύνταγμα. Αλλά διότι, τότε, ο κόσμος μας φαντάζει λιγότερο αγγελικός, λιγότερο ηθικός και όμορφα πλασμένος απ’ ό,τι –δίχως καμία αμφιβολία –είναι. Και σε έναν τέτοιο κόσμο, ορισμένοι εξ ημών, άθελά μας πάντα, ίσως ενδώσουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι ο μαγικός αριθμός «τέσσερα» (των επιτρεπόμενων τηλεοπτικών αδειών), πέρα από τραγικά ατεκμηρίωτος, είναι επίσης μέσο εξυπηρέτησης σκοτεινών και ιδιοτελών επιδιώξεων. Οτι η κυβέρνηση θυσιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αξίες της δημοκρατίας, όχι από αγνή ιδεολογία, ούτε για το γενικό συμφέρον και κοινό μας καλό, αλλά για ίδιον όφελος. Αυτά, όμως, σε έναν κόσμο αλαργινό, μακριά, πολύ μακριά από τον δικό μας, τον όμορφο κόσμο, τον ηθικό, τον αγγελικά πλασμένο.
Ο κ. Βασίλης Π. Τζεβελέκος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Λίβερπουλ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.