Εχω μια άποψη για την πολιτική –που όσο αποστρέφομαι με θέλγει –ανάλογη με την άποψη του Φουκό για την τρέλα. Οπως η τρέλα, η πολιτική μιλά μια γλώσσα που δεν υφίσταται παρά μόνο ως τρόπος επιτέλεσης και κατά μία έννοια είναι και αυτή «απουσία έργου» όσο και η ψύχωση. Δεν εκφράζει συναισθήματα, δεν αφηγείται παρά τον εαυτό της, δεν αυτοσαρκάζεται. Σαν ένα ανάκτορο μπαρόκ, πλησιάζει, παρά το μεγαλείο της, τη γελοιοποίηση. Αυτή είναι η πολιτική: δεν γνωρίζει ούτε αντικείμενο ούτε αποδέκτη άλλον πλην της εξουσίας. Και είναι φανερό πως όποιος θελήσει να τη σκεφθεί στην ακυρολεξία της γλώσσας της (τούμπες και κωλοτούμπες) θα διακρίνει αμέσως την παρωδία (δάφνες και πικροδάφνες).
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, όταν η πολιτική εκφέρεται σαν φτηνή ρητορεία, διαλύει τα καθεστώτα αλήθειας και πλάνης συγχωνεύοντάς τα στο σύμπτωμα των ΜΜΕ. Και παρότι η πτύχωση της πολιτικής στον εαυτό της μάς επιβάλλεται λέγοντας κάτι άλλο –του οποίου είναι ο μοναδικός του κώδικας -, την ίδια στιγμή ο κώδικας αυτός επικρατεί υπό την ευγλωττία του τελευταίου Αδωνη Γεωργιάδη που αποκαλύπτει ποιος τελικά είναι ο πολιτικός για την τέχνη και τα γράμματα. Είναι –το λέω ευθαρσώς –ένα είδος αρσενικής Αμπράμοβιτς χωρίς την αξία της, που στις περφόρμενς του, αντί να χύνει το αίμα του, χρησιμοποιεί κέτσαπ. Μια τέτοια γλυκόξινη περφόρμανς παρακολουθεί η Ελλάδα σαν τον τελευταίο ηδονοβλεψία από τη χαραμάδα της τηλεόρασης. Σε τέτοιον βαθμό που η χαραμάδα να γίνεται το ζητούμενο και όχι η διαστροφική απόλαυση.
Αν ο Παππάς θελήσει να «θεραπεύσει» τη σκοποφιλική αυτή κρίση, πρέπει να αντιληφθεί την αιτία: η αγραμματοσύνη και η απαιδευσία.
ΥΓ.: Ελαβα στο e-mail μου ένα κείμενο για τον Γιαν Φαμπρ, τη βία και την αναπαράσταση. Το προσυπογράφω με μια παρατήρηση: ο Φαμπρ κάνει ένα «θέατρο» της ωμότητας εκ-βιάζοντας την αναπαράσταση. Διότι «κάθε βία που θεσπίζει δίκαιο μπορεί να αποκληθεί βία που άρχει» (Μπένγιαμιν, Για μια κριτική της βίας). Και έτσι κάθε βία που θεσπίζει θέατρο μπορεί να αποκληθεί θέατρο που άρχει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
